«Τουλάχιστον έχω δουλειά». Η φράση που «αγαπήθηκε» στην κρίση, επέστρεψε σε νέα, καθόλου βελτιωμένη εκδοχή μέσα στην πανδημία.
Στη διάρκεια του 2020, η απώλεια εργασιακών ωρών και εισοδημάτων συνολικά άγγιξε τις 255 εκατ. χαμένες θέσεις πλήρους απασχόλησης. «Λουκέτα» σε χώρους εργασίας, απολύσεις και ραγδαία αύξηση της ανεργίας, κάνουν όσους από εμάς εξακολουθούμε να εργαζόμαστε, να αισθανόμαστε κάποια ευγνωμοσύνη – ή έστω ότι θα έπρεπε να νιώθουμε ευγνωμοσύνη.
Στην πραγματικότητα, αυτή η πίεση δεν είναι γέννημα της πανδημίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι υποψήφιοι εργαζόμενοι καλούνται να δείξουν ευγνωμοσύνη ήδη από τη… συνέντευξη για τη θέση: «Σας ευχαριστώ που αποφασίσατε να μιλήσουμε από κοντά».
Όμως αυτό το συναίσθημα ίσως θα έπρεπε να λείπει. Γιατί μπορεί η ευγνωμοσύνη να είναι γενικώς θετική για τον άνθρωπο, με έρευνες να την έχουν συνδέσει με αυξημένα επίπεδα ευτυχίας, αλλά έχει και μια πιο σκοτεινή πλευρά. Ιδιαιτέρως στην περίπτωση της εργασίας, είναι κάτι παραπάνω από ικανή να μας κάνει δυστυχισμένους.
Ποιος νιώθει ευγνωμοσύνη;
Δεν αντιμετωπίζουν όλοι οι εργαζόμενοι με τον ίδιο τρόπο το απλό γεγονός ότι έχουν δουλειά.
Οι εργαζόμενοι που είναι σίγουροι ότι θα προσληφθούν και στη συνέχεια θα εξελιχθούν επαγγελματικά, είναι λιγότερο πιθανό να εκφράσουν ευγνωμοσύνη σε σχέση με εκείνους που αντιμετωπίζουν συστημικά εμπόδια.
Συνήθως, οι πρώτοι είναι οι λευκοί άνδρες, που χαρακτηρίζονται από αυξημένη κοινωνική κινητικότητα σε σχέση με άλλες κοινωνικές ομάδες, αφού αντιμετωπίζουν λιγότερες προκαταλήψεις στην προσπάθειά τους να βρουν δουλειά. Για παράδειγμα, πολλαπλές έρευνες έχουν αποδείξει ότι τα βιογραφικά με «ονόματα που μοιάζουν να ανήκουν σε λευκούς» ή σε άνδρες, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αξιολογηθούν θετικά.
Κάποιο ρόλο ενδέχεται να παίζει και το λεγόμενο «σύνδρομο του απατεώνα»: Οι εργαζόμενοι που δεν αισθάνονται ότι αξίζουν τη θέση τους, σταδιακά ενδέχεται να αρχίσουν να νιώθουν ανεπαρκείς, παρά το γεγονός ότι έχουν τόσο τα τυπικά όσο και τα ουσιαστικά προσόντα. Οι γυναίκες είναι ιδιαιτέρως επιρρεπείς στο σύνδρομο του απατεώνα και αυτό συχνά τις κάνει να αισθάνονται μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη προς τους εργοδότες τους.
Και, στη διάρκεια των τελευταίων μηνών, Ισπανόφωνοι και μαύροι Αμερικανοί έχασαν τις δουλειές τους σε πολύ υψηλότερα ποσοστά σε σχέση με τους λευκούς Αμερικανούς. Όσοι κατάφεραν να παραμείνουν στην αγορά εργασίας, ενδέχεται να νιώθουν υποχρεωμένοι να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους – ακόμη και αν το εργασιακό τους περιβάλλον στην πραγματικότητα δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο.
Μάλιστα, όπως εξήγησε στο BBC ο Άλεξ Γουντ, καθηγητής ψυχολογίας στο LSE, το συναίσθημα αυτό εντείνεται περαιτέρω στο εσωτερικό ατομικιστικών κοινωνιών, όπως είναι οι ΗΠΑ, ενώ έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι Αμερικανοί λένε «ευχαριστώ» συχνότερα σε σχέση με άλλους λαούς.
«Στις ΗΠΑ μοιάζει απαράδεκτο να πεις ότι κάποιος δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη», αναφέρει ο Γουντ.
«Στη Βρετανία οι άνθρωποι θα γελούσαν και θα σε ρωτούσαν για ποιο πράγμα θα έπρεπε να νιώσουν ευγνώμονες. Είναι μια δίκαιη πληρωμή για μια ημέρα τίμιας εργασίας. Αν καταφέρεις να κάνεις κάποιον να αισθανθεί ευγνώμων για αυτό, τότε τα πράγματα ίσως δεν πηγαίνουν και πολύ καλά. Θα έπρεπε να είναι μια ισότιμη ανταλλαγή»…
Οι οικονομικές επιπτώσεις του κοροναϊού ίσως αλλάξουν λίγο αυτή την εξίσωση, παραδέχεται ο Γουντ. Όμως αυτό που θα έβγαζε νόημα, θα ήταν οι εργοδότες να αισθάνονται ευγνώμονες για τις υπερωρίες των εργαζομένων τους, που ίσως απαιτούνται για να αντέξει μια επιχείρηση, ενώ οι εργαζόμενοι θα έπρεπε να αισθάνονται ευγνώμονες που έχουν έναν εργοδότη που δεν τους απέλυσε αμέσως μόλις μειώθηκαν τα κέρδη του.
Γιατί είναι κακή η ευγνωμοσύνη;
Η ίδια, όταν είναι ειλικρινής και αυθόρμητη, είναι ένα εξαιρετικό συναίσθημα. Όμως τα «ευχαριστώ» που αισθάνονται υποχρεωμένοι να εκφράσουν πολλοί εργαζόμενοι, δεν είναι και τόσο αυθεντικά. Και μπορούν να γυρίσουν μπούμερανγκ.
Ήδη από την εποχή που είμαστε παιδιά, οι γονείς μας μας αναγκάζουν να λέμε «ευχαριστώ» για πράγματα που δεν μας ευχαριστούν καθόλου και αργότερα, αυτή η έκφραση ψευδούς ευγνωμοσύνης μετατρέπεται σε κανόνα.
Ως ενήλικες, σε κοινωνικές περιστάσεις και στη δουλειά, μαθαίνουμε στον εαυτό μας να μην παραπονιέται και να εκτιμά αυτά που έχει. Και από τη στιγμή που μπαίνουμε σε αυτή τη διαδικασία, σύμφωνα με την Σάρα Γκρίνμπεργκ, μια ψυχοθεραπεύτρια και σύμβουλο ψυχικής υγείας σε επιχειρήσεις της Καλιφόρνια, είναι πιθανό να δούμε τον εαυτό μας να χρησιμοποιεί την ευγνωμοσύνη για να απωθήσει άλλα, πιο αρνητικά συναισθήματα.
Για παράδειγμα, λέει η ίδια στο BBC, ένας εργαζόμενος μπορεί να αρχίσει να σκέφτεται: «Πραγματικά μισώ το αφεντικό μου» και στη συνέχεια να καταπνίξει αυτό το συναίσθημα, με τη γνωστή σκέψη: «Τουλάχιστον έχω δουλειά».
Η καταπίεση και η απώθηση των αρνητικών συναισθημάτων, όμως, δεν είναι υγιής διαχείρισή τους. Το μόνο που κάνουν, είναι να δίνουν μια προσωρινή λύση.
Στο τέλος, τα άσχημα συναισθήματα θα καταφέρουν να επικρατήσουν – και μάλιστα ενισχυμένα από την καταπίεση. Και το χειρότερο είναι, ότι παράλληλα θα έχουμε χάσει την ευκαιρία να αντιμετωπίσουμε αυτά τα αρνητικά συναισθήματα ως κίνητρο για να βελτιώσουμε την κατάστασή μας.
«Κάθε συναίσθημα έχει το ρόλο του», εξηγεί η ίδια στο BBC. Αν αναγκάσουμε τον εαυτό μας να νιώσει ευγνωμοσύνη, ενώ στην πραγματικότητα βιώνουμε «στρες, φόβο, πλήρη εξάντληση ή θλίψη», αγνοούμε τα συναισθήματα που μας δείχνουν ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά.
Το πλεονέκτημα στον εργοδότη
Όλη αυτή η αναίτια ευγνωμοσύνη, προσθέτει ο Γουντς, μπορεί να οδηγήσει σε κακομεταχείριση των εργαζόμενων από τους εργοδότες τους που γνωρίζουν ότι οι πρώτοι δεν θα διαμαρτυρηθούν και δεν θα παραιτηθούν εξαιτίας του φόβου της ανεργίας.
«Η ευγνωμοσύνη στο σημερινό κλίμα με ανησυχεί», τονίζει ο Γουντ στο BBC. «Στην εποχή του κοροναϊού, θα πρέπει να κρατάμε ακόμη πιο κριτική στάση, γιατί είναι πιο εύκολο να πέσουμε θύματα εκμετάλλευσης.
Θα υπάρξουν πολλοί εργοδότες που θα προσπαθήσουν να χρησιμοποιήσουν την κατάσταση ως δικαιολογία για να πληρώσουν λιγότερο τους εργαζόμενούς τους ή θα «κάνουν περικοπές», αφήνοντας λιγότερους εργαζόμενους να αντιμετωπίσουν αυξημένο όγκο δουλειάς. Και αν οι άνθρωποι αισθάνονται ευγνώμονες που έχουν δουλειά, αυτό μπορεί να τους αποθαρρύνει από το να υπερασπιστούν τα δικαιώματά τους».
Η πίεση για «ευγνωμοσύνη» απέναντι στον εργοδότη είναι ούτως ή άλλως παράλογη, επισημαίνει η Γκρίνμπεργκ. Μια δουλειά, στο κάτω-κάτω, είναι μια αναγκαία υπηρεσία που προσφέρει κάποιος έναντι μιας προσυμφωνημένης αμοιβής.
«Νομίζω ότι ο παλιός τρόπος σκέψης είναι ότι αφού σου δίνω λεφτά, μου χρωστάς», εξηγεί.
«Δουλεύουμε τόσο πολλές ώρες. Δουλεύουμε από το σπίτι περισσότερο από ποτέ και ως αποτέλεσμα δουλεύουμε ασταμάτητα. Είμαστε πάντα εκεί. Αυτό έχει τεράστιες επιπτώσεις στην υγεία μας. Κι όμως, το μήνυμα που λαμβάνουμε είναι ότι πρέπει να νιώθουμε ευγνώμονες και μόνο που συνεχίζουμε να δουλεύουμε».
Γκρίζες ζώνες
Η Γκρίνμπεργκ εξηγεί ότι αν και είναι κατανοητό και απολύτως φυσικό να αισθανόμαστε ειλικρινά ευγνώμονες που έχουμε απασχόληση, ιδίως αυτή τη στιγμή, έχουμε κάθε δικαίωμα ταυτόχρονα να είμαστε δυσαρεστημένοι από τη δουλειά μας.
«Έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε τα συναισθήματα λες και είναι άσπρο-μαύρο», τονίζει. «Μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε σαν δυο πόλους: Από τη μια πλευρά είναι η αχαριστία και από την άλλη η τοξικά θετική στάση. Δεν ξέρουμε πάντα πώς να βρούμε τον δρόμο για τη γκρίζα ενδιάμεση ζώνη, όμως τα πράγματα είναι απλά. Είναι απολύτως φυσιολογικό να νιώθουμε δυο πράγματα ταυτόχρονα. Μπορείς να είσαι ευγνώμων που έχεις εργασιακή ασφάλεια σε μια εποχή ανασφάλειας και παράλληλα να μισείς το αφεντικό σου».
Κι αυτή η γκρίζα ζώνη είναι σημαντική για να εξετάσουμε κριτικά την ευγνωμοσύνη μας. Ο Γουντ υποστηρίζει ότι οφείλουμε να αισθανθούμε ευγνώμονες μόνο όταν κάποιος κάνει κάτι για εμάς από αλτρουισμό. Και μπορούμε να διαπιστώσουμε αν συμβαίνει όντως κάτι τέτοιο, βάσει τριών κριτηρίων: «Αναρωτηθείτε: Το κάνει για εμένα; Είναι σημαντικό για εμένα; Του κοστίζει κάτι που το κάνει;»
Latest News
Οικογένεια Χαΐτογλου: Οι μικρασιάτες που έμαθαν στους ξένους τον «Μακεδονικό Χαλβά»
Η οικογένεια Χαΐτογλου ασχολείται 100 χρόνια με την παραγωγή χαλβά - Στο τιμόνι βρίσκεται σήμερα η τρίτη γενιά
Έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Χαΐτογλου - Ο άνθρωπος πίσω από τον «Μακεδονικό Χαλβα»
Ήταν πρόεδρος της βιομηχανίας τροφίμων Αφοί Χαΐτογλου ΑΒΕΕ - Ιδρύθηκε το 1924 στη Θεσσαλονίκη και είχε την μορφή οικοτεχνίας στο κέντρο της πόλης
Περιουσίες με… βαριά ιστορία μένουν στα αζήτητα – Ψάχνουν αγοραστή, αλλά δεν βρίσκουν
Οι πλειστηριασμοί έφθασαν για ιστορικά ακίνητα που έγραψαν ιστορία - Από τον Πύργο του Ανδρέα Βγενόπουλου στην Εκάλη μέχρι την κατοικία Μουσείο του Εμφιετζόγλου