Στις 429.900 έφτασαν οι χαμένες θέσεις εργασίας για το 2020, σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, με τις χαμένες θέσεις πλήρους απασχόλησης ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού να φτάνουν το 10,7%. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κλάδος του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών και αποθήκευσης παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας και μεταβλητότητας.

Με εξαίρεση το γ’ τρίμηνο του 2020, το ποσοστό ανεργίαςαυξάνεται σημαντικά, από 34,4% το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 39,4% το β’ τρίμηνο του 2020 και 37% το δ’ τρίμηνο του ίδιου έτους. Αντιθέτως, το ποσοστό ανεργίας στη μεταποίηση παρουσιάζει βελτίωση αν και οριακή (μείωση κατά 1,5% το δ’ τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019). Ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο κλάδος της μεταποίησης εξακολουθεί και παράγει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανέργων, το οποίο κινείται σταθερά άνω του 10%, όταν στους άλλους κλάδους το ποσοστό δεν ξεπερνάει το 7%.

Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η πανδημική κρίση δεν είχε την ίδια επίπτωση σε όλες τις ηλικίες. Αυτές που επηρεάστηκαν εντονότερα ήταν οι ηλικίες 15 έως 19 ετών και 25 έως 29 ετών. Ένα άλλο ιδιαίτερα αρνητικό στοιχείο είναι ότι η εξέλιξη αυτή συνδέεται στενά με το φύλο, καθώς το ποσοστό ανεργίας είναι πολύ υψηλότερο για τις νέες γυναίκες. Συγκεκριμένα το δ’ τρίμηνο του 2020 το ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες ηλικίας 15 έως 19 ετών ξεπερνούσε το 70%, όταν το α’ τρίμηνο του ίδιου έτους ήταν ίσο με 35,6%. Μεγάλη ήταν η αύξηση και για τις γυναίκες ηλικίας 25 έως 29 ετών, με το ποσοστό ανεργίας να αυξάνεται από 25% το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 33% το δ’ τρίμηνο του 2020.

Μείωση ωρών εργασίας

Την ίδια στιγμή καταγράφηκε μείωση των ωρών εργασίας για μεγάλο ποσοστό των μισθωτών και ταυτόχρονα αύξηση της υπερωριακής απασχόλησης για ένα μικρότερο. Το ποσοστό των ατόμων που εργάστηκαν μεταξύ 40 και 47 ωρών σε εβδομαδιαία βάση μειώθηκε από 90% των μισθωτών το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 60% το δ’ τρίμηνο του 2020. Για το ίδιο διάστημα η αύξηση του ποσοστού των μισθωτών που εργάστηκαν λιγότερες από 39 ώρες ήταν 20%, ενώ όσων εργάστηκαν πάνω από 48 ώρες 10%.

Από εκεί και πέρα, λόγω της συγκυρίας, μειώθηκε οριακά η ζήτηση για θέσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, αφού το 2020 οι νέες θέσεις
εργασίας αφορούσαν κατά 51% θέσεις πλήρους απασχόλησης. Σημειώνεται ότι το 2019 το ποσοστό ήταν ίσο με 49%. Η αλλαγή αυτή
αφενός είναι πολύ μικρή για να φανερώσει μια μεταβολή στην τάση ενίσχυσης της ελαστικής απασχόλησης τα τελευταία έτη (βλ. ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2020) και αφετέρου θα πρέπει να θεωρείται συγκυριακή, αφού κατά τη διάρκεια της πανδημίας επλήγησαν επιχειρήσεις που έχουν υψηλό
ποσοστό μερικής απασχόλησης.

Μερική απασχόληση

Ταυτόχρονα όμως αυξήθηκε το ποσοστό των ατόμων που εργάζονται σε θέσεις μερικής απασχόλησης, αν και θα επιθυμούσαν να εργαστούν
με κανονικό ωράριο, αλλά δεν βρήκαν θέση πλήρους απασχόλησης. Η αύξηση ήταν οριακή αφού από το 61% επί του συνόλου των ημιαπασχολούμενων το δ’ τρίμηνο του 2019, το ποσοστό ανήλθε σε 61,6% το δ’ τρίμηνο το 2020. Ωστόσο, εξετάζοντας το ποσοστό ανά ηλικιακή ομάδα προκύπτει ότι τη μεγαλύτερη πίεση την υφίστανται τα άτομα 30 έως 64 ετών (βλ. Διάγραμμα 8). Μεταξύ δ’ τριμήνου του 2019 και δ’ τριμήνου του 2020 η μεταβολή του ποσοστού ξεπερνάει το 2,5%. Πιο απλά, 6 στους 10 ημιαπασχολούμενους (εκ των οποίων οι 4 άνω των 30 ετών) θα ήθελαν να εργάζονται με κανονικό ωράριο, αλλά δεν μπορούσαν να βρουν εργασία πλήρους απασχόλησης. Συνεπώς, μέσα στην πανδημία οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ημιαπασχολούμενοι είχαν λιγότερες ευκαιρίες να εργαστούν με κανονικό ωράριο.

Πτώση μισθών κατά 2,5%

Στην Ελλάδα ο μέσος ακαθάριστος μισθός μειώθηκε κατά 2,5% σε σχέση με το 2019 αποτελώντας τη δέκατη τέταρτη χειρότερη επίδοση
στην Ευρωζώνη. Η εξέλιξη αυτή δεν επηρέασε την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα, αφού το 2020 παρέμεινε σταθερή στην ίδια θέση με αυτή του 2019. Παρά τογεγονός ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα είναι χαμηλή προς μεσαία, ο καθαρός μέσος μισθός έχει επίσης χαμηλή προς μεσαία αγοραστική δύναμη, ξεπερνώντας τον αντίστοιχο ορισμένων χωρών της
Ανατολικής Ευρώπης και της Πορτογαλίας.

Δεδομένης της περιορισμένης μεταβολής της απασχόλησης, η πτώση των αμοιβών προέρχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου
από τη μείωση των ωρομισθίων (ILO, 2020). Στο σύνολο οι αμοιβές μειώθηκαν κατά 4,5% το β’ τρίμηνο σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του
2019, ενώ, αν και μικρότερου μεγέθους, η μείωση συνεχίστηκε και το γ’ και δ’ τρίμηνο. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια αναφορικά με τις αρνητικές πιέσεις στους μισθούς ανάμεσα στους κλάδους.

Ανισότητες

Οι κλάδοι στους οποίους η μείωση των μισθών ήταν εντονότερη είναι της γεωργίας, της μεταποίησης, των κατασκευών, του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, καθώς και των τεχνών και της ψυχαγωγίας. Ειδικότερα στον τελευταίο κλάδο η μείωση είναι εξακολουθητική λόγω της παρατεταμένης αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων, ξεπερνώντας σε ποσοστό το 8% σε κάθε τρίμηνο. Εξίσου αναμενόμενη ήταν η μεγάλη πτώση στον ευρύτερο κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, ειδικότερα το β’ και το δ’ τρίμηνο (-11,2% και -5,1% αντίστοιχα). Στη γεωργία η μείωση των μισθών δεν ήταν του ίδιου μεγέθους, αλλά γίνεται εντονότερη το δ’ τρίμηνο, ενώ στη μεταποίηση η πτώση των μισθών είναι σχεδόν σταθερή από το ξέσπασμα της πανδημίας κι ύστερα. Στον αντίποδα, εντύπωση προκαλεί η πολύ μεγάλη αύξηση των μισθών το δ’ τρίμηνο στους κλάδους της επικοινωνίας και της ενημέρωσης, και των χρηματοοικονομικών και των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων.

Δεδομένου ότι στους συγκεκριμένους κλάδους οι μισθοί είναι συγκριτικά υψηλοί, υπάρχει ισχυρό ενδεχόμενο ενίσχυσης των δύο άκρων στα εισοδηματικά κλιμάκια. Η πόλωση αυτή αν επιβεβαιωθεί θα εκτινάξει την εισοδηματική ανισότητα, αφού θα συμπιεστούν τα μεσαία εισοδήματα. Το τελευταίο στοιχείο αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα αν συνυπολογιστεί ότι η εισοδηματική ανισότητα είναι ήδη υψηλή. Μπορεί το 2020 η κρίση πανδημίας να μην μετέβαλε ιδιαίτερα την κατανομή των μισθωτών, αλλά ήδη παρατηρείται μια πολύ μεγάλη συγκέντρωση στα χαμηλότερα
εισοδήματα. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2019 και 2020 οι μεταβολές στα εισοδηματικά κλιμάκια ήταν οριακές, όπως, για παράδειγμα, η αύξηση του ποσοστού των ατόμων που λαμβάνουν από 701 έως 900 ευρώ και η μείωση όσων λαμβάνουν λιγότερα από 500 ευρώ σε μηνιαία βάση. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο μεγαλύτερος αριθμός μισθωτών
συγκεντρώνεται στα κλιμάκια 0 έως 500 ευρώ και 701 έως 900 ευρώ.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Εργασιακά – Ασφαλιστικά