Τα κρυπτονομίσματα αποτελούν τη νέα δύναμη στις χρηματοοικονομικές αγορές, όμως η ανάδυσή τους γίνεται με έναν παλιό τρόπο, είτε για καλό είτε για κακό. Την Τετάρτη έγινε ένα βήμα προς την θεσμοθέτηση των συναλλαγών τους με τη δημόσια προσφορά των 86 δις δολαρίων της Coinbase, του μεγαλύτερου ανταλλακτηρίου κρυπτονομίσματος στις ΗΠΑ. Όμως, οι ρυθμιστικές αρχές μπορούν να αποτελέσουν κίνδυνο για όσους αναπτύσσουν νομίσματα και για τους απλούς επενδυτές.
Η αβεβαιότητα γίνεται εμφανής στην υπόθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) κατά της Ripple Labs, εκδότη φηφιακού νομίσματος. Η Επιτροπή, τον Δεκέμβριο, κατηγόρησε την Ripple ότι εξέδωσε αδήλωτα αξιόγραφα, ύψους 1,3 δις δολαρίων, κατά την αρχική προσφορά του νομίσματος της εταιρείας το 2013. Η υπηρεσία υποστηρίζει ότι οι προσπάθειες της Riplle να προωθήσει και να αποκομίσει κέρδη από τον προϊόν της, χαρακτηρίζουν το νόμισμα ως αξιόγραφο, που υπόκειται στους περιορισμούς των κανόνων για την πώληση μετοχών.
Ωστόσο, αποκαλύψεις που έγιναν στη διάρκεια της έρευνας ανέδειξαν την ασυνέπεια της προσέγγισης από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Τον Μάρτιο, η ομοσπονδιακή δικαστής Αναλίσα Τόρες δήλωσε στους δικηγόρους ότι η Ripple «έχει μια χρησιμότητα», ρίχνοντας αμφιβολία στην άποψη της Επιτροπής ότι τα κουπόνια είναι κυρίως αξίωση για μελλοντικά κέρδη. Και την προηγούμενη εβδομάδα, η δικαστής Σάρα Νέτμπερν έδωσε στη Ripple πρόσβαση στις συζητήσεις της Επιτροπής για το bitcoin και το ether, τα δύο μεγαλύτερα κρυπτονομίσματα, τα οποία η υπηρεσία θεωρεί ότι εξαιρούνται των κανόνων της.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πιστεύει ότι το bitcoin και το ether δεν είναι αξιόγραφα, εν μέρει επειδή όσοι τα αναπτύσσουν δεν κερδίζουν από την πώληση. Όμως, αυτές οι εξαιρέσεις ανακοινώθηκαν από τον πρώην πρόεδρο της Επιτροπής Τζέι Κλέιτον το 2019 και το 2020 χωρίς να υπάρξει επίσημος κανονισμός. Οι αποκαλύψεις των δικαστών στην υπόθεση Ripple σημαίνουν ότι η υπηρεσία δεν έχει ακόμη ξεκάθαρους κανόνες για το ποια νομίσματα ρυθμίζει και ποια όχι.
Η σύγχυση αυτή προκαλεί κινδύνους για τους επενδυτές. Η Coinbase διέγραψε την Ripple μετά την αγωγή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς τον περασμένο Δεκέμβριο, οδηγώντας σε μαζικές πωλήσεις που εξανέμισαν περισσότερο από το 60% της αξίας του. Οι τιμές του Ripple και άλλων παρόμοιων νομισμάτων ακολούθησαν έκτοτε την ανακοίνωση του δικαστηρίων για την υπόθεση. Οι Αμερικανοί συμμετέχοντες στην αγορά κρυπτονομισμάτων, αξίας 2 τρις δολαρίων, επιζητούν σαφήνεια την οποία η Επιτροπή αρνήθηκε να προσφέρει, προτιμώντας να ανακοινώνει τις θέσεις της μέσω δικών της ενεργειών.
Η ελπίδα για μια πιο σαφή στάση επαφίεται τώρα στον Γκάρι Γκένσλερ, ο οποίος επιβεβαιώθηκε την Τετάρτη ως νέος πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο κ. Γκένσλερ χαρακτήρισε τους κανόνες για τα κρυπτονομίσματα ως προτεραιότητα στη διάρκεια της διαδικασίας της ακρόασης για την επικύρωσή της υποψηφιότητάς του. Ωστόσο, ερωτηθείς αν τα νέα νομίσματα θα υπόκεινται σε κανόνες αξιογράφων, δήλωσε ότι αυτό εξαρτάται «από την έκταση που κάποιος προσφέρει ένα επενδυτικό συμβόλαιο ή αξιόγραφο που βρίσκεται υπό τον έλεγχο της Επιτροπής». Η δήλωση αυτή απηχεί την ισχύουσα θέση της υπηρεσίας για τα κρυπτονομίσματα, την οποία αμφισβητεί το δικαστήριο.
Η Επίτροπος Εστερ Πίρς έχει ορίσει την πιο σαφή θέση μέσα στην υπηρεσία για τους κανόνες έκδοσης κρυπτονομισμάτων. Την Τρίτη, εξέδωσε επικαιροποιημένο σχέδιο για «ασφαλές λιμάνι» το οποίο θα εξαιρεί τα ψηφιακά νομίσματα από τους κανόνες αξιογράφων για μια περίοδο ανάπτυξης τριών ετών. Το σχέδιο θα επιτρέπει στους εκδότες να αναπτύσσουν τα δίκτυά τος και να επιτρέπουν στους αγοραστές να συναλλάσσονται στα νέα νομίσματα και να υπόκεινται μόνο στις προβλέψεις της πράξης του 1933 για την καταπολέμηση της απάτης.
Ο κ. Γκένσλερ μπορεί να σηματοδότησε πως είναι ανοιχτός στην πρόταση αυτή λέγοντας ότι «θα εργασθεί με τους συναδέλφους του επιτρόπους και να δεί πώς μπορούμε να πάμε μπροστά.» Το επόμενο βήμα για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θα είναι να αναγνωρίσει το κακό που κάνει η τρέχουσα ad hoc προσέγγιση στο θέμα. Οι επενδυτές και όσοι αναπτύσσουν κρυπτονομίσματα αξίζουν να γνωρίζουν κατά πόσον οι ενέργειές τους στην αγορά είναι νόμιμες προτού το διαβάσουν σαν είδηση στις αγωγές της Επιτροπής.