Το στοίχημα της ανάκαμψης για το 2021 καλείται να κερδίσει η ελληνική κυβέρνηση, καθότι η περυσινή χρονιά έχει αφήσει πολλές «πληγές» σε όλο το φάσμα της ελληνικής οικονομίας. Στόχος είναι να ξεπεραστεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα το κακό α΄ τρίμηνο, κατά το οποίο, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, η ύφεση κινήθηκε ως ποσοστό κοντά στο συνολικό του 2020 (8,2%).
Ήδη, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας δήλωσε πως η εκτίμησή του για τη φετινή αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κινείται πλέον στην περιοχή του 4,2%, ενώ το επίσημο κείμενο του προϋπολογισμού του 2021 έκανε λόγο για 4,8%.
Οι νέες προβλέψεις του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης αναμένεται να καταγραφούν στο Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Προσαρμογής, μέσω του οποίου το υπουργείο Οικονομικών θα παρουσιάσει τους στόχους του για την τετραετία 2021-2024. Σύμφωνα με πληροφορίες, η εκτίμηση του υπουργείου Οικονομικών για το 2022 αναμένεται να κάνει λόγο για άνοδο του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος κατά 7% τουλάχιστον.
Το σχήμα της ανάκαμψης
Ουσιαστικά, η κυβέρνηση «ποντάρει» στο ότι φέτος θα καλυφθούν οι μισές περυσινές απώλειες, ενώ στο τέλος του 2022 η οικονομική κατάσταση θα είναι ελαφρώς καλύτερη σε σχέση με το 2019, οπότε και ξέσπασε η πανδημία.
Είναι όμως ρεαλιστική μια τέτοια πρόβλεψη; Και ποιο θα είναι τελικά το σχήμα της Ανάκαμψης: «V», «L», «W» ή «U»; Το συγκεκριμένο ερώτημα απασχολεί τους οικονομολόγους σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics και μέλος της γνωστής ως «επιτροπής Πισσαρίδη» Δημήτρης Βαγιανός αναφέρει στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» πως «υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα για να κάνει κανείς ασφαλείς προβλέψεις εν μέσω πανδημίας».
Ωστόσο θεωρεί ότι μία εκτίμηση για ανάκαμψη της τάξης του 3% το 2021 για την Ελλάδα θα είναι κοντά στην πραγματικότητα. Βέβαια, υπάρχουν μια σειρά άγνωστες παράμετροι όπως ο ελληνικός τουρισμός, με τον καθηγητή του LSE να αναφέρει ότι «πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι φοβούνται μέσα στην πανδημία να ταξιδέψουν».
Στην παράμετρο του τουρισμού αναφέρθηκε, μιλώντας στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» και ο οικονομολόγος και πρώην υπουργός Δημήτρης Λιάκος, κάνοντας λόγο για «best case scenario» εάν οι τουριστικές εισπράξεις φτάσουν φέτος το 50% του 2019.
Συνεκτιμώντας και μία σειρά άλλων παραγόντων οι οποίοι σχετίζονται με την πορεία των εμβολιασμών και την ακολουθία της πανδημίας σε διεθνές επίπεδο, ο ίδιος εκτιμά ότι «στην καλύτερη των περιπτώσεων η φετινή ανάπτυξη θα αγγίξει το 4%», ενώ ομολογεί πως «αν τα πράγματα δεν πάνε καλά δεν αποκλείεται να δούμε και ποσοστό της τάξης του 1%».
Στην εκτίμησή του ότι φέτος η ανάκαμψη θα είναι φέτος κοντά στο 2,7% εμμένει ο λέκτορας στο Οικονομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης και επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, Φραγκίσκος Κουτεντάκης.
Θέτοντας και εκείνος το ζήτημα της αβεβαιότητας δεν αποκλείει «το ποσοστό να είναι και υψηλότερο, εφόσον κινηθεί με γρήγορους ρυθμούς ο εμβολιασμός», προσθέτοντας όμως πως υπάρχει πιθανότητα «να κινηθούμε και κάτω του 2,7% σε περίπτωση που υπάρξουν καθυστερήσεις».
Αισιοδοξία για 2ο και 3ο τρίμηνο
Στην κυβέρνηση θεωρούν ότι το β΄τρίμηνο του 2021 θα καταγραφεί θετικό πρόσημο στην πορεία του ΑΕΠ. Και αυτό καθότι παρά τους περιορισμούς στην οικονομία οι οποίοι συνεχίζονται, διότι το λιανεμπόριο ήδη λειτουργεί (έστω και με τις μεθόδους των click inside και click away), ενώ τον περσινό Απρίλιο ήταν κλειστά!
Επίσης, η εστίαση αναμένεται να ανοίξει μέσα στον επόμενο μήνα, ενώ η παροχή υπηρεσιών και η μεταποίηση λειτουργούν πλέον σχεδόν σε μεγάλο βαθμό σε αντίθεση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα του αυστηρού lockdown.
Τώρα, για το γ΄τρίμηνο, η κυβέρνηση αισιοδοξεί για την τουριστική κίνηση, αναμένοντας να είναι μεγαλύτερη συγκριτικά με πέρυσι, κυρίως λόγω των εμβολιασμών. Το βασικό σενάριο που έχουν καταστρώσει στο υπουργείο Οικονομικών προβλέπει ότι ο τουριστικός κλάδος θα μπορέσει να ανακτήσει τον μισό τζίρο του 2019, με τον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταικούρα να θεωρεί πως είναι κρίσιμο το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου.
Πάντως, ο περασμένος Μάρτιος εκτιμάται ότι ήταν καταστροφικός μήνας για τα δημόσια έσοδα. Το α΄δίμηνο του 2021 κύλησε καλύτερα από το αναμενόμενο, σύμφωνα με την κυβέρνηση, αλλά κυρίως εξαιτίας της παράτασης στην προθεσμία πληρωμής των τελών κυκλοφορίας. Όμως, ο προηγούμενος μήνας, αναμένεται ότι θα εμπεριέχει όλη την ζημιά, ειδικά στους έμμεσους φόρους, λόγω των μειωμένων συναλλαγών.
Τι προβλέπουν οι διεθνείς οργανισμοί
Ποιες είναι όμως οι εκτιμήσεις εγχώριων και διεθνών οργανισμών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας;
Η νέα αναθεωρημένη πρόβλεψη του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα φαίνεται να ταυτίζεται με εκείνη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, όπως καταγράφηκε στην ετήσια έκθεση της κεντρικής τράπεζας για την ελληνική οικονομία.
Το ΔΝΤ, η Κομισιόν και η Παγκόσμια Τράπεζα «κατεβάζουν» λίγο τους…ρυθμούς για την φετινή χρονιά σε 3,8%, 3,5% και 3,8% αντίστοιχα.
Ακολουθεί η πρόβλεψη της Capital Economics με 3,3%, ενώ υπάρχουν πολύ δυσοίωνες εκτιμήσεις, όπως της HSBC (2,2%), του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής (2,7%) και η πρόσφατη της Deutsche Bank με 2%.
Χειρότερη όλων είναι εκείνη του ΟΟΣΑ με ποσοστό μόλις 0,9%, η οποία θα αποτελούσε έναν πραγματικό εφιάλτη, εάν επιβεβαιωνόταν.
Η μεταβλητή του Ταμείου Ανάκαμψης
Πέραν της φύσης της πανδημίας και της διαχείρισής της σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είτε αυτό αφορά την πορεία των εμβολιασμών, είτε το πώς θα κινηθεί ο τουρισμός, υπάρχει και ένας επιπλέον αστάθμητος παράγοντας που δεν είναι άλλος από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Υπάρχει ο κίνδυνος καθυστερήσεων στις εκταμιεύσεις των πόρων του Ταμείου. Τα βλέμματα είναι στραμμένα στο Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης, το οποίο αναμένεται να αποφανθεί επί του θέματος περί τα τέλη Απριλίου. Παρά τις αντεγκλήσεις μεταξύ Κομισιόν και Γερμανίας και τις εκατέρωθεν διαρροές, με την ταυτόχρονη παρέμβαση (υπέρ της εξεύρεσης γρήγορης λύσης για το Ταμείο) γερμανίδας μέλους της ΕΚΤ Ίζαμπελ Σνάμπελ, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι θα προχωρήσει η Κομισιόν, δίχως την τελική έγκριση του γερμανικού κοινοβουλίου.
Την περασμένη εβδομάδα ανέκυψε και ένα επιπλέον ζήτημα, με το μικρότερο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού στην Πολωνία να εγείρει ενστάσεις σε σχέση με το Ευρωπαϊκό Ταμείο, κάτι το οποίο προκαλεί επιπρόσθετο προβληματισμό.
Σε κάθε περίπτωση η Ε.Ε. έχει διαμηνύσει πως θα υπάρξει δανεισμός για το Ταμείο εντός Ιουλίου, ενώ όλα τα κράτη-μέλη θα πρέπει να έχουν αποστείλει τα σχέδιά τους, μέχρι τέλος του μήνα.
Σύμφωνα με τους σχεδιασμούς της Κομισιόν, όποιου κράτους-μέλους το σχέδιο εγκριθεί πρώτο, θα λάβει και την προκαταβολή 13% που του αναλογεί. Για την Ελλάδα το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε 4,1 δισ. ευρώ.
Μεγάλη αβεβαιότητα
«Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με τον χρόνο εκταμιεύσεων που θα γίνουν από την πλευρά του Ταμείου και αυτό προκαλεί προβληματισμό», αναφέρει ο Δημήτρης Λιάκος, προσθέτοντας πως είναι «πολύ σημαντικό για την Ελλάδα το γεγονός ότι η ΕΚΤ συνεχίζει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που υπάρχει για όλες τις χώρες».
Από την πλευρά του, ο Δημήτρης Βαγιανός θεωρεί ότι θα πρέπει να «τρέξει» με γρήγορους ρυθμούς η εκταμίευση των πόρων, κάνοντας λόγο για «ευρωπαϊκά κονδύλια, τα οποία θα έχουν πολλαπλό αντίκτυπο».
Επισημαίνει ωστόσο πως είναι κεφαλαιώδες «να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις μαζί με το Ταμείο Ανάκαμψης», εκφράζοντας παράλληλα την απορία του για όσους άσκησαν «άδικα κατά τη γνώμη μου κριτική σε σχέση με τις προβλέψεις του σχεδίου Πισσαρίδη για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις» για να προσθέσει με νόημα ότι «δεν είχαμε πει ότι θα πρέπει να εξαφανιστούν».
Όπως εξήγησε, είναι προς την σωστή κατεύθυνση της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το να δημιουργηθεί ευνοϊκό θεσμικό πλαίσιο «για να μεγεθυνθούν πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα», αλλά «και να υπάρξουν –χωρίς άνωθεν επιβολή- συγχωνεύσεις».
«Το να υπάρχει τέτοιο μικρό μέγεθος επιχειρήσεων δημιουργεί προβλήματα στη φορολογική συμμόρφωση» παραδέχεται ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης, επισημαίνοντας πως «το να μεγαλώσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι θετικό επί της αρχής», για να σημειώσει όμως ότι «θα πρέπει να προσέξουμε να μην καταστραφούν».
Ιδιωτικό χρέος και ανεργία
Η πανδημική κρίση έχει φέρει επιπλέον προβλήματα στην ελληνική οικονομία, τα οποία χρήζουν λύσεων και συνδέονται άμεσα με την πορεία του ΑΕΠ.
Ένα από αυτά αφορά το ιδιωτικό χρέος, το οποίο ξεπέρασε τα 242 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020, σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής.
«Είναι σημαντικό να υπάρξει μείωση των χρεών για τις επιχειρήσεις», παρατηρεί ο καθηγητής του LSE Δ. Βαγιανός, σημειώνοντας επίσης ότι «στο πνεύμα του νέου πτωχευτικού νόμου, τα χρέη προς το Δημόσιο θα μπορούσαν να μειώνονται αυτόματα κατά ένα ποσοστό, αν συναινούν οι ιδιώτες πιστωτές να απομειώσουν αντίστοιχα την αξία των δικών τους απαιτήσεων».
Την ανησυχία του εκφράζει και ο πρώην υπουργός Δημήτρης Λιάκος, συνδέοντας το συγκεκριμένο ζήτημα και με το ακανθώδες ζήτημα της ανεργίας.
«Θα υπάρξει πρόβλημα με το μέγεθος της ανεργίας» παρατηρεί ο κ. Βαγιανός, προσθέτοντας ότι το μέγεθος αυτό έχει κρατηθεί σταθερό, εξαιτίας των κυβερνητικών προγραμμάτων στήριξης προς τις επιχειρήσεις. Από εκεί και πέρα, «πρέπει να δούμε τι θα συμβεί όταν αυτά θα σταματήσουν να ισχύουν», παρατηρεί, ενώ ο κ. Κουτεντάκης σημειώνει πως «όταν αρθούν τα μέτρα ενδεχομένως να δούμε μείωση του εργατικού δυναμικού», διαπιστώνοντας ότι μέχρι στιγμής υπάρχει αύξηση, λόγω των κυβερνητικών μέτρων που ελήφθησαν.
Την ίδια στιγμή, ο Δ. Λιάκος εκτιμά ότι δεν πρόκειται να δούμε αριθμούς οι οποίοι θυμίζουν μνημονιακές περιόδους: «Αυτήν την στιγμή βρισκόμαστε λίγο πάνω από το 16% σε ό,τι αφορά την ανεργία. Όταν σταματήσουν οι αναστολές ίσως να δούμε ένα ποσοστό έως 18,5%. Σε κάθε περίπτωση δεν αναμένω να ξεπεράσουμε το 20% μέσα στη χρονιά», υπενθυμίζοντας την επισήμανση της επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ προς τις κυβερνήσεις: «Μην βιαστείτε να πάρετε πίσω τα μέτρα».
Θετική προοπτική το 2022
Όλα τα παραπάνω θα αφήσουν ένα αποτύπωμα, το οποίο θα σχηματίσει και μία βάση για την επόμενη χρονιά. Όπως φαίνεται και στον πίνακα, οι προβλέψεις όλων των οικονομικών παραγόντων συντείνουν στο ότι το 2022 θα είναι ένα έτος κατά το οποίο είναι πιθανό να οι απώλειες που υπήρξαν το 2020, ενώ κυριαρχεί και ένα κλίμα συγκρατημένης αισιοδοξίας πως η κατάσταση θα είναι ακόμη καλύτερη.
«Είναι εφικτό να κινηθεί η ανάπτυξη το 2020 σε ένα επίπεδο κοντά στο 4 – 5%» προβλέπει ο κ. Βαγιανός, ενώ ο κ. Λιάκος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Κατά τη γνώμη μου το σενάριο βάσης για την επόμενη χρονιά ξεκινά από μία αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 5%», πάντα υπό την αίρεση όλων των παραγόντων, οι οποίοι προαναφέρθηκαν, ενώ ο κ. Κουτεντάκης αναφέρει ότι το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής δεν έχει «τρέξει» κάποιο σενάριο για του χρόνου.
Εάν κάποιος αισιόδοξος επιθυμούσε να ρισκάρει μια πρόβλεψη για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και… επέμενε να την σχηματοποιήσει, ίσως να κατέληγε στο σχήμα «U» ή σε κάτι κοντά σε αυτό.
Ωστόσο, η υψηλή αβεβαιότητα εξαιτίας της πορείας των εμβολιασμών, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ενδοευρωπαικές «τριβές» για το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και τα σημαντικά προβλήματα που έχουν ανακύψει εντός της Ελλάδας κάνουν τους αναλυτές να κρατούν «μικρό καλάθι», κατά το κοινώς λεγόμενο.
Χρέος και επανάληψη του 2010
Εκτός των μακροοικονομικών ζητημάτων, υπάρχουν και εκείνα που σχετίζονται άμεσα με τη δημοσιονομική ατζέντα. Μέσα στις επόμενες ημέρες αναμένεται να υπάρξει τροποποίηση του προϋπολογισμού, καθώς ο λογαριασμός των μέτρων στήριξης έχει ανέβει στα 14 δισ. ευρώ, σύμφωνα με κυβερνητικές εκτιμήσεις, όταν η αρχική πρόβλεψη ήταν στα 7,5 δισ. ευρώ.
Ήδη το ελληνικό χρέος κινείται άνω του 200%, σύμφωνα με όλες τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις, κάτι το οποίο αποτελεί ένα πάρα πολύ μεγάλο θέμα. Βέβαια, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ESM και το ΔΝΤ, εκτιμούν ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, ενώ και χρηματοπιστωτικοί οίκοι, όπως η Fitch κινούνται στην ίδια «γραμμή».
Το βασικό ζήτημα είναι τι θα συμβεί στην πορεία, καθότι το δίδυμο υψηλό έλλειμμα – υψηλό χρέος ξυπνά μνήμες στην Ελλάδα, όμως ο Φραγκίσκος Κουτεντάκης διαβεβαιώνει πως «η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική σε σχέση με το 2010», για να σημειώσει πως «δεν μπορεί να υπάρξει ad hoc διαχείριση της Ελλάδας», καθότι «το φαινόμενο εκτόξευσης δαπανών και χρέους συναντάται σε όλη την Ευρώπη και αφορά άμεσα χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία».
Είναι πολύ σημαντικό να «εξετάσουμε το Δημοσιονομικό Πλαίσιο της επόμενη μέρας στην Ευρώπη» αναφέρει ο Δημήτρης Λιάκος, σημειώνοντας με νόημα ότι «Εάν επανέλθουμε σε παλιές λογικές θα υπάρξει πρόβλημα, όχι μόνο για εμάς αλλά και για χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Πορτογαλία».
Η κορυφογραμμή του 2033
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, φαίνεται πως η Κομισιόν θα θέσει εκτός λειτουργίας το Σύμφωνο Σταθερότητας και το 2022, κάτι το οποίο θα δώσει στις χώρες τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν δαπάνες χωρίς μεγάλες συνέπειες.
Πάντως, θα αποτελέσει σημείο σύγκρουσης η μακροπρόθεσμη διαχείριση της οικονομικής κατάστασης, μετά το πέρας της πανδημικής κρίσης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Ρολφ Στράουχ τόνισε προ ημερών πως «μόλις ξεκινήσει η ανάκαμψη, η Ελλάδα θα πρέπει να επιστρέψει στον δημοσιονομικό στόχο που συμφωνήθηκε με τους εταίρους της ευρωζώνης», κάτι το οποίο οδηγεί στην επίτευξη υψηλών πλεονασμάτων.
Πάντως, ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα για το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Στο παραπάνω φαίνεται να συμφωνεί και ο καθηγητής του LSE Δημήτρης Βαγιανός, ο οποίος όμως χτυπά «καμπανάκι» κινδύνου για την επόμενη 10ετία.
«Σημαντικό τμήμα των πληρωμών προς τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς έχει μετατεθεί για το 2033 και μετά», αναφέρει χαρακτηριστικά στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο».
Ενδεχομένως τότε να χρειαστεί και «νέα διευθέτηση», όπως αναφέρει, πέραν των μακροπρόθεσμων μέτρων που είχαν συμφωνηθεί μεταξύ της προηγούμενης κυβέρνησης και των ευρωπαϊκών θεσμών.
Και συνεχίζει: «Θα ήταν εφικτό να μην υπάρξει οποιοδήποτε ζήτημα εάν η ελληνική οικονομία πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης την επόμενη δεκαετία», επισημαίνοντας πως σημερινές προβλέψεις που κάνουν λόγο για περίπου 1,5% κατά τα επόμενα χρόνια είναι πιθανό να οδηγήσουν σε ανάγκη νέας αναδιάρθρωσης.