
Η ιδέα μιας αυτόνομης από το ΝΑΤΟ και της ΗΠΑ ευρωπαϊκής άμυνας μοιάζει ελκυστική σε όλους όσοι πιστεύουν – ακόμη- στο ένδοξο μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Ο Εμμανουέλ Μακρόν, πρόεδρος μιας χώρας με μακρά παράδοση αυτονομίας στον αμυντικό τομέα λόγω Ντε Γκωλ και πυρηνικής δύναμης (αλλά και για να χαϊδέψει τα αυτιά των γκωλικής παράδοσης ψηφοφόρων) έκανε σημαία του τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ με την περίφημη συνέντευξή του στον Economist, το Δεκέμβριο του 2019, δηλώνοντας με τον παροιμιώδη γαλλικό στόμφο ότι «το ΝΑΤΟ είναι εγκεφαλικά νεκρό.»
Η αλλαγή ηγεσίας στις ΗΠΑ από τον αντι-ευρωπαϊστή Τραμπ στο φιλο-ευρωπαϊστή Μπάιντεν, οδήγησε τον Μακρόν να χαμηλώσει τους τόνους αλλά η Γαλλία αναλαμβάνει την προεδρία της ΕΕ το πρώτο εξάμηνο του 2022 και η ευρωπαϊκή αμυντική αυτονομία θα είναι μία από τις προτεραιότητές της. Είναι λοιπόν επίκαιρο να εξετάσουμε σε ποιο βαθμό αυτή η ιδέα είναι ρεαλιστική.
Η απάντηση έρχεται από τη Γερμανία η οποία τόσο δια στόματος της καγκελαρίου Μέρκελ όσο και δια της αρμόδιας υπουργού Αμυνας Καρενμπάουερ, διεμήνυσαν στον Μακρόν ότι δεν βλέπουν την ευρωπαϊκή άμυνα να αναπτύσσεται ανεξαρτήτως των ΗΠΑ και εκτός ΝΑΤΟ.
H γερμανική αυτή θέση δεν πρόκειται ν’ αλλάξει γιατί είναι κυρίαρχη σε όλο το γερμανικό πολιτικό φάσμα, όχι μόνο στους χριστιανοδημοκράτες. Μια κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Πρασίνων όπως πιθανολογείται ότι θα προκύψει μετά τις εκλογές του φθινοπώρου μάλλον δεν θα έχει ως άμεση προτεραιότητα την αύξηση των αμυντικών δαπανών. Επιπλέον, το ζήτημα του υπερεξοπλισμού της Γερμανίας, ακόμη και με ευρωπαϊκή ομπρέλα, δεν είναι ένα τεχνικό ζήτημα, αλλά βαθύτατα πολιτικό εξαιτίας του παρελθόντος της.
Τι λοιπόν μπορεί να κάνει η Ευρώπη για την άμυνά της; Ασφαλώς, θα πρέπει να εντείνει και να επιταχύνει τις προσπάθειές της για απόκτηση αμυντικών δυνατοτήτων που θα επιτρέψουν στην ΕΕ να ενισχύσει την παρουσία της σε ειρηνευτικές και άλλες επιχειρήσεις που συμβάλουν στην ασφάλεια των χωρών-μελών της. Αλλά ταυτοχρόνως θα πρέπει ορισμένα βασικά στοιχεία να ξεκαθαρισθούν αν θέλουμε να μιλάμε σοβαρά για «κοινή ευρωπαϊκή άμυνα».
Ποια είναι αυτά;
Πρώτον, αν υπάρχει κοινή αντίληψη απειλών στις χώρες-μέλη της ΕΕ και ποιες είναι οι απειλές αυτές. Για όποιον παρακολουθεί τη σχετική συζήτηση στην ΕΕ, τέτοια κοινή αντίληψη δεν υπάρχει.
Δεύτερον, και σε συνάρτηση με το πρώτο: ποιος είναι ο εχθρός ή οι εχθροί της ΕΕ; Ούτε σ’ αυτό υπάρχει συναντίληψη.
Τρίτον, πόσα είναι διατεθειμένοι οι Ευρωπαίοι να διαθέσουν για την άμυνα τους από κοινού; Στο σύνολό τους, τα κράτη της ΕΕ δαπανούν σήμερα 223 δις ευρώ για την άμυνά τους. Αλλά θα ήταν διατεθειμένα να τα διαθέσουν σε έναν κοινό κορβανά;
Τέταρτον, ακόμη και αν υπήρχε αυτή η διάθεση πως θα μπορούσαν να διαθέσουν τον προϋπολογισμό για κοινή άμυνα; Για να αγοράζουν τα ίδια όπλα για όλες τις χώρες;
Πέμπτον, ποια θα ήταν η σχέση μιας ενιαίας ευρωπαϊκής άμυνας με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ;
Επειδή τα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι εύκολο να απαντηθούν καθώς δεν υπάρχουν δυστυχώς απαντήσεις, ας προσγειωθούμε στην πραγματικότητα. Τα κράτη της ΕΕ, στο σύνολό τους, δεν έχουν επιδείξει διάθεση να ανεξαρτητοποιήσουν την άμυνα τους από το ΝΑΤΟ και την ασφάλεια που τους παρέχει η αμερικανική ομπρέλα. Ακόμη και αν η πολιτική βούληση υπήρχε, το να αποδυθεί η ΕΕ σε μια κούρσα εξοπλισμών ώστε να πλησιάσει το επίπεδο των ΗΠΑ ή της Ρωσίας ή της Κίνας, θα οδηγούσε μαθηματικά σε συρρίκνωση άλλων πολιτικών που είναι πολύ πιο αποτελεσματικές και χρήσιμες για τους πολίτες της – κοινωνική πολιτική, ταμείο ανάκαμψης κλπ.
Ωστόσο, τα νέα γεωπολιτικά δεδομένα επιβάλλουν να συγχρονισθεί η ΕΕ με τις ΗΠΑ για την αντιμετώπιση κοινών απειλών. Η προσοχή όλων στρέφεται σήμερα στην Κίνα που χωρίς να χαρακτηρίζεται «εχθρός» έχει αναδειχθεί σε στρατηγικό ανταγωνιστή της Δύσης. Η αμερικανική πλευρά αναθεωρεί τις προτεραιότητές της για να την αντιμετωπίσει. Αυτό δημιουργεί ένα κενό σε περιοχές που αφορούν άμεσα στην ασφάλεια της Ευρώπης, όπως η Αφρική, η Μέση Ανατολή, η Μαύρη Θάλασσα, τα σύνορα με τη Ρωσία. Αυτό το κενό θα κληθεί αργά ή γρήγορα η Ευρωπαϊκή Ενωση να το διαχειρισθεί. Αν το κάνει εγκαίρως, μπορεί να αποφύγει κρίσεις που θα δοκιμάσουν τη συνοχή της.
Συμπερασματικά, υπάρχει ανάγκη για κοινή ευρωπαϊκή άμυνα. Το πόσο αυτόνομη θα είναι από το ΝΑΤΟ είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης και κόστους. Αλλά από τη στιγμή που οι δύο οργανισμοί έχουν κατά πλειοψηφία κοινά μέλη, το πιο ρεαλιστικό θα ήταν η συνεργασία τους για κατανομή βαρών, ευθυνών και αρμοδιοτήτων.


Latest News

Μα είναι κάτι πιο βαθύ…
Που τους «λερώνει» στα μάτια της κοινωνίας και ο άτολμος ανασχηματισμός ανακύκλωσης προσώπων δεν μπορεί να σβήσει το στίγμα. Είναι κάτι πιο βαθύ αυτό που συντελείται στη κοινωνία, η οποία απαιτεί ουσιαστικές αλλαγές και ριζικές τομές με το μέχρι τώρα.

Στρωμένο κόκκινο χαλί
O νέος υπουργός θα έχει την ευθύνη της μεγάλης διαπραγμάτευσης για το πώς θα λειτουργήσει η ρήτρα διαφυγής για τις αμυντικές δαπάνες, με το σκηνικό να μην είναι... στρωμένο με ροδοπέταλα

Πιο σημαντικές οι αυτονόητες
Γραφειοκρατία επί της γραφειοκρατίας και εγκρίσεις επί εγκρίσεων και για την παραμικρή προμήθεια και επί της ουσίας κανένας έλεγχος

Οταν κλέβεις στον καπιταλισμό
Οι μισές από τις ρευματοκλοπές που διαπιστώθηκαν αφορούσαν επιχειρήσεις (πιθανότατα franchise) γνωστών αλυσίδων εστίασης

Αναβάθμιση στα δύσκολα
Το ελληνικό δημόσιο χρέος, που μέσα στην πανδημία το 2020 εκτοξεύτηκε στο 209,4% του ΑΕΠ, το 2024 έχει μειωθεί στο 154% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010

Το στοίχημα του ενός εκατομμυρίου επιπλέον γερμανών τουριστών
Τα μεγάλα γερμανικά τουριστικά γραφεία κινούνται με άνοδο από 12% έως 20% στις προκρατήσεις προς τη χώρα μας σε σχέση με πέρυσι

Η ευρωπαϊκή άμυνα και η μεγάλη ευρωπαϊκή ασθένεια
Οι σωστές διαγνώσεις του Μάριο Ντραγκι και του Εμμανουέλ Μακρόν, δεν θα πρέπει να οδήγησαν σε λάθος.... ιατρική

Οι ενθουσιώδεις και οι κυνικοί
«Θα πρέπει όλοι να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί – θα πρέπει να είμαστε ευέλικτοι για να ανταποκριθούμε στα δεδομένα» είπε η Κριστίν Λαγκάρντ

Γερμανική αναθέρμανση
Η Γερμανία βρίσκεται σε σοκ εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα

Η ελληνική κυβέρνηση και οι μισθολογικοί στόχοι για το 2027
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να επισπεύσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ώστε οι μέσοι μισθοί να γίνουν υψηλότεροι για τους περισσότερους Έλληνες πολίτες