Οι εμβολιασμοί επιταχύνονται, η πανδημία τιθασσεύεται, οι κυβερνήσεις εξαγγέλλουν τα δισ. και τα τρισ. σαν να πρόκειται για πασατέμπο, οι κεντρικές τράπεζες έχουν ξεχάσει τι θα πει πληθωρισμός και οι αγορές έχουν την τάση να προεξοφλούν το μέλλον. Να γιατί οι τιμές του πετρελαίου και των εμπορευμάτων έχουν πάρει την ανιούσα και έχουν φτάσει, σε κάποιες περιπτώσεις, στα υψηλότερα επίπεδα από το όχι τόσο μακρινό (και σίγουρα αλήστου μνήμης για μας τους Έλληνες) 2011.
Η τιμή του Brent περνά, θα έλεγε κανείς, μια περίοδο πλατωνικού φλερτ με τα 70 δολάρια το βαρέλι. Στο κατώφλι των 70 δολαρίων, που είναι το υψηλότερο από τον Ιούλιο του 2018, βρίσκεται εδώ και ενάμιση μήνα. Διστάζει όμως να το ξεπεράσει πρώτον επειδή η πανδημία εμφανίζει ξαφνική έξαρση σε κάποιες περιοχές του πλανήτη και δεύτερον επειδή η εποχή της άνοιξης δεν δικαιολογεί μεγάλες ανατιμήσεις. Διότι ο ενεργοβόρος χειμώνας στο βόρειο ημισφαίριο τελειώνει και η driving season των Αμερικανών, η εποχή των καλοκαιρινών διακοπών δηλαδή, που εκτινάσσει τη ζήτηση για διυλισμένα καύσιμα στις ΗΠΑ, ακόμα αργεί – ξεκινά τυπικά την 1η Ιουνίου.
«Τσίμπησε» πάνω από 35% εφέτος
Η τιμή του Brent έχει ενισχυθεί κατά το ένα τρίτο και πλέον από την αρχή του έτους χάρη στις προσδοκίες της αγοράς για έξοδο από την πανδημική κρίση, για τερματισμό των περιορισμών στις μετακινήσεις και για άρση των περιορισμών στις ανθρώπινες δραστηριότητες εν γένει. Ανάλογη άνοδο εμφανίζει και η τιμή του αργού στην αγορά εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης, που δείχνει να σταθεροποιείται πάνω από τα 66 δολάρια το βαρέλι.
Το Αμερικανικό Πετρελαϊκό Ινστιτούτο ανακοίνωσε εξάλλου μείωση των αμερικανικών αποθεμάτων αργού κατά 7,69 εκατ. βαρέλια την περασμένη εβδομάδα (η μεγαλύτερη πτώση από τον περασμένο Ιανουάριο), ενώ κατέγραψε επίσης μείωση των αποθεμάτων βενζίνης και άλλων διυλισμένων καυσίμων. Η τελευταία αυτή εξέλιξη δίνει επιχειρήματα στους επενδυτές να ποντάρουν στην προοπτική ενίσχυσης των τιμών.
Ασφαλώς στην Ινδία των 1,4 δισ. πολιτών η πανδημία καλπάζει και επηρεάζει αρνητικά τα συναισθήματα των επενδυτών στις αγορές εμπορευμάτων. Ασφαλώς στην Αυστραλία, τη χώρα που φαινόταν ότι είχε αφήσει πίσω της οριστικά την πανδημία, εντοπίστηκαν τις τελευταίες ημέρες κάποια ανησυχητικά κρούσματα, που συνδέονται πιθανότατα με το γεγονός ότι το νότιο ημισφαίριο βρίσκεται σε προχωρημένο φθινόπωρο-αρχή χειμώνα. Η θερμοκρασία πέφτει και το κρύο, ως γνωστόν, ευνοεί την ανάπτυξη των ιών.
Οι αρνητικές για τη σοβούσα παγκόσμια υγειονομική κρίση εξελίξεις στην Ινδία και την Αυστραλία, πάντως, δεν μοιάζουν ικανές προς το παρόν να πτοήσουν το φρόνημα των παραγόντων της αγοράς και την πεποίθησή τους ότι η ζήτηση όχι μόνο για πετρέλαιο και ενέργεια εν γένει, αλλά για όλα τα εμπορεύματα και για τα τρόφιμα επίσης, τους επόμενους μήνες θα εκτοξευθεί.
Ανάρπαστα εμπορεύματα
Ο Bloomberg Commodity Spot Index, ο δείκτης του αμερικανικού ομίλου ΜΜΕ που συντίθεται από τις εξελίξεις στις τιμές 23 πρώτων υλών, ενισχύθηκε κατά 0,8% την Τρίτη φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο από το 2011. Από το Μάρτιο του 2020 ο δείκτης έχει εκτιναχθεί κατά 70% υψηλότερα. Τον καταθλιπτικό εκείνο Μάρτιο που ο κόσμος συνειδητοποιούσε ότι βρίσκεται αντιμέτωπος με μια πανδημία ανάλογη με εκείνη των αρχών του 20ού αιώνα και η παρασκευή εμβολίων έμοιαζε ακόμα πολύ μακρινή προοπτική, ο δείκτης είχε υποχωρήσει στα χαμηλότερα τετραετίας (από το 2016 δηλαδή).
Για κάποια από τα εμπορεύματα που μετέχουν στο δείκτη του Bloomberg, κυρίως τρόφιμα όπως το καλαμπόκι, το σιτάρι και η ζάχαρη, έχουν και άλλους λόγους να εκτοξεύονται. Ένας εξ αυτών είναι η ξηρασία που πλήττει τις φυτείες των προϊόντων αυτών στη Βραζιλία, στιις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Το πληθωριστικό στοίχημα
Το αποτέλεσμα των εξελίξεων αυτών είναι μεγάλα hedge funds να ποντάρουν στην περαιτέρω άνοδο των τιμών των εμπορευμάτων και να εκτιμούν πλέον ότι το «πληθωριστικό στοίχημα», που παίζουν, θα τους βγει. Η δήλωση της αμερικανίδας υπουργού Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν σε συνέντευξη που έδωσε την Τρίτη ότι τα αμερικανικά επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν για να μην υπερθερμανθεί η οικονομία σίγουρα υπήρξε μια μικρή ψυχρολουσία για τους τζογαδόρους της πληθωριστικής ρευστότητας.
Η Γέλεν, που υπήρξε ως γνωστόν η προκάτοχος του Τζερόμ Πάουελ στην προεδρία της Fed, αντιλαμβανόμενη ότι η δήλωσή της πιθανόν να εκληφθεί ως παρέμβαση στην ανεξάρτητη Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ, αμέσως ξεκαθάρισε ότι μιλά θεωρητικά και ότι σε καμιά περίπτωση δεν προβλέπει αυξήσεις επιτοκίων ή επίταση των πληθωριστικών πιέσεων.
Το ζήτημα εν προκειμένω είναι ότι διαβεβαιώσεις πολιτικών και τραπεζιτών ότι δεν θα βιαστούν να ανακόψουν την ορμή ανάκαμψης της αμερικανικής και παγκόσμιας οικονομίας προς την ανάκαμψη και την έξοδο από την κρίση, έχουν αναγκάσει τις επιχειρήσεις να συνυπολογίζουν τον πληθωριστικό παράγοντα στις εκτιμήσεις τους για το μέλλον. Η Ford Motor, για παράδειγμα, θεωρεί ότι τα τρία τελευταία τρίμηνα του 2021 οι ανατιμήσεις στις πρώτες ύλες και συγκεκριμένα στο χάλυβα, στο αλουμίνιο και στα πολύτιμα μέταλλα, θα ανεβάσουν το λειτουργικό της κόστος κατά 2,5 δισ. δολάρια.
Goldman Sachs VS JP Morgan
Σύμφωνα με την Goldman Sachs εξάλλου, το επόμενο εξάμηνο οι τιμές των εμπορευμάτων θα ενισχυθούν περαιτέρω κατά 13,5%. Οι ειδικοί της κορυφαίας τράπεζας της Wall Street προβλέπουν ότι το πετρέλαιο θα φθάσει στα 80 δολάρια το βαρέλι και ότι η τιμή του χαλκού θα «πιάσει» τα 11.000 δολάρια ο μετρικός τόνος (τον Απρίλιο η τιμή του τόνου είχε ξεπεράσει τα 10.000 δολάρια).
Υπάρχουν, βέβαια, και αντίθετες προβλέψεις. Η Capital Economics, για παράδειγμα, θεωρεί ότι το τέταρτο τρίμηνο του έτους που διανύουμε η τιμή του μετρικού τόνου του χαλκού θα υποχωρήσει στα 8.250 δολάρια, ενώ και η τιμή των χαλυβδόφυλλων, που προσφάτως εκτινάχθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ, προς το τέλος του έτους θα έχει αποκλιμακωθεί κατά 20%.
Αναλυτές της JPMorgan Chase συμφωνούν με τους συναδέλφους της Capital Economics ότι η ζήτηση για εμπορεύματα θα περιοριστεί τους επόμενους μήνες κι αυτό επειδή οι εργαζόμενοι που θα επιστρέψουν στα γραφεία τους και το άνοιγμα των οικονομιών θα ενισχύσει τη ζήτηση για υπηρεσίες και όχι για αγαθά, που την περίοδο της καραντίνας και της τήρησης κοινωνικών αποστάσεων κάλυπτε επαρκέστατα το ηλεκτρονικό εμπόριο.
Η ζήτηση, λοιπόν, για μέταλα που χρησιμοποιούνται σε ηλεκτρονικές συσκευές και σε εξοπλισμό κουζίνας και οικιών εν γένει θα μειωθεί όσο οι καταναλωτές «ξεμυτίζουν» από τα σπίτια τους, εκτιμούν οι αναλυτές της JPMorgan Chase. Όπερ έδει δείξαι.
Latest News
Ποια είναι η τολμηρότερη αεροπορική εταιρεία στον πλανήτη;
Η Middle East Airlines είναι ο μόνος αερομεταφορέας που εξυπηρετεί τη χώρα εν μέσω ισραηλινών βομβαρδισμών και μαχών με τη Χεζμπολάχ
Ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ευρώπης μήνυσε το X του Έλον Μασκ
Ο Μπερνό μηνύει το Χ για αναδημοσίευση άνευ καταβολής δικαιωμάτων από ειδησεογραφικά μέσα του
Από... Εξολοθρευτής, μεγαλοστέλεχος εταιρείας της λίστας Fortune 500
Ο Άρνολντ Σβαρτσνέγκερ γίνεται ο Εξολοθρευτής για ένα μεγάλο πρόβλημα της γενιάς του.
Οι BRICS στο... τιμόνι των G20 για έναν ακόμη χρόνο
Η Σύνοδος Κορυφής του Ρίο ντε Τζανέιρο ακολουθεί αυτή του Νέου Δελχί (Ινδία) και συνερχεται πριν απο αυτη του Γιοχάνεσμπουργκ (Νότια Αφρική), δίνοντας στις 3 χώρες μέλη των των BRICS τη δυνατότητα να διαμορφώσου την ατζέντα των G20
Ο κρατικός κολοσσός καπνού της Κίνας ανθεί, κόντρα σε παγκόσμιες τάσεις
Η China Tobacco είναι σχεδόν μονοπώλιο σε ένα έθνος θεριακλήδων
Πώς οι εταιρείες μπορούν να αντιμετωπίσουν την ασθένεια στην εργασία
Τα υψηλά επίπεδα απουσιών που προκαλείται από ασθένεια μετά την πανδημία δημιουργούν προβλήματα στους εργοδότες
Ύφεση και ακυβερνησία απειλούν Γαλλία και Γερμανία
Παρεμφερή προβλήματα αντιμετωπίζουν ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς και ο Γάλλος πρωθυπουργός Μπαρνιέ. Θέλουν να υλοποιήσουν συγκεκριμένους στόχους, αλλά τους λείπουν τα χρήματα.
Απρόσμενη ανάπτυξη της ισραηλινής οικονομίας εν μέσω πολέμου
Παρά τον πόλεμο το ΑΕΠ του Ισραήλ αυξήθηκε κατά 3,8% σε ετήσια βάση το τρίτο τρίμηνο
«Taramagate»: Τι συμβαίνει στη Βρετανία με την έλλειψη ταραμοσαλάτας
Η απεργία σε ένα εργοστάσιο στη Βρετανία έχει προκαλέσει πανικό στους Λονδρέζους που διαμαρτύρονται για την ταραμοσαλάτα
Σίγουρος για τον πληθωρισμό παρά τις υψηλές υπηρεσίες o Λουίς ντε Γκίντος
Η οικονομία έχει απογοητεύσει πρόσφατα, καθώς η κατανάλωση παραμένει αδύναμη, δήλωσε ο Λουίς ντε Γκίντος