Την έξοδο της Ελλάδας από την μεταμνημονιακή εποπτεία επιδιώκει η κυβέρνηση, σε μια προσπάθεια να ανακτήσει πλήρως τα ηνία χάραξης οικονομικής πολιτικής, μέχρι και το εκλογικό 2023.
Εντός τους οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης κυριαρχεί η αντίληψη ότι η «απαγκίστρωση» θα πρέπει να συμβεί εντός του επόμενου έτους, το οποίο θα είναι και πάλι «χαλαρό» από άποψη δημοσιονομική, καθότι δε θα ισχύει και πάλι το Σύμφωνο Σταθερότητας, με βάση τα σημερινά δεδομένα.
Ωστόσο, το κρίσιμο ζήτημα είναι τι θα γίνει το 2023, όταν θα επιστρέψουμε στην δημοσιονομική κανονικότητα.
Πλεονάσματα
Ήδη έχει εκφραστεί η ανάγκη, τουλάχιστον από τον ESM, να επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό το έχει επισημάνει και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας και μάλιστα το συμπεριέλαβε στο κείμενο του Προγράμματος Σταθερότητας, το οποίο απέστειλε στην Κομισιόν στα τέλη του προηγούμενου μήνα.
Όμως το βασικό ζήτημα είναι ο καθορισμός του ύψους των πρωτογενών πλεονασμάτων. Όσες περισσότερες ελευθερίες έχει η Ελλάδα, τόσο πιο εύκολη θα είναι η διαπραγμάτευση επί του στόχο.
Από το 2023 η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει στα πρωτογενή πλεονάσματα, 2% το 2023 και 2,9% το 2024, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας, ήτοι κάτω από το 3,5% του ΑΕΠ που προβλεπόταν για την χώρα μας για τον επόμενο χρόνο, ως μεταμνημονιακή δέσμευση.
Ετσι, μαζί με το θέμα της άρσης της ενισχυμένης εποπτείας, η κυβέρνηση της ΝΔ επιθυμεί να ανοίξει και το θέμα των δημοσιονομικών στόχων που θα επανέλθουν από το 2023, για όλα τα κράτη μέλη.
Σίγουρα, το υψηλό χρέος της χώρας, το οποίο κινείται πάνω από 200%, δεν αποτελεί διαπραγματευττικό ατού, όμως αυτήν τη φορά δε φέρει ευθύνη η Ελλάδα, καθότι το οικονομικό ζήτημα είναι παγκόσμιο και αφορά πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Πορτογαλία.
Ορίζοντας εκλογών
Από εκεί και πέρα, η κυβέρνηση επιθυμεί να χαράξει την δική της πολιτική, καθότι ας μην λησμονείται το γεγονός πως το 2023 είνα έτος εκλογών και ο πρωθυπουργός επιθυμεί (ή τουλάχιστον αυτό λέει στους συνομιλητές του αλλά και δημοσίως) ότι θέλει να εξαντλήσει την 4ετία.
Η άρση της μεταμνημονιακής εποπτείας θα δώσει χώρο στην κυβέρνηση να κινηθεί, με ορίζοντα τις εκλογές, χωρίς να χρειάζεται κάθε 3 μήνες να συνδιαλέγεται με τους επικεφαλής των Θεσμών.
Επιθυμεί να υπάρχει μόνο το ευρωπαϊκό εξάμηνο, κάτι το οποίο ισχύει για όλες τις χώρες, αλλά και ο έλεγχος για το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποία αφορά επενδυτικά σχέδια, τα οποία και εκείνη προωθεί, αλλά και μεταρρυθμίσεις, τις οποίες η ίδια έχει επιλέξει.
Η συμφωνία
Ας δούμε όμως τι προέβλεπε η συμφωνία με τους θεσμούς, η οποία έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 2018. Η συμφωνία προέβλεπε ότι αφενός το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας θα ανανεώνεται κάθε εξάμηνο και αφετέρου στα μέσα του 2022, τέσσερα χρόνια μετά την επιβολή του, θα υπάρξει νέα συζήτηση επί του θέματος.
Κι αυτό, καθώς η Κομισιόν υποχρεούται σε αυτό το χρονικό σημείο να κάνει μια έκθεση, με την οποία θα αποφασίσει αν η Ελλάδα πρέπει να συνεχίσει να βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας ή όχι, αφού η χώρα θα έχει ολοκληρώσει τις δεσμεύσεις της στους εξής τομείς: Τη δημοσιονομική πολιτική, την κοινωνική πρόνοια, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, την πλήρη λειτουργία του Ταμείου Συμμετοχών και Περιουσίας και τον εκσυγχρονισμό της διοικητικής δομής του δημοσίου.
Αυτήν τη στιγμή, σε εκκρεμότητα παραμένουν η ολοκλήρωση του πτωχευτικού κώδικα (ξεκινάει ουσιαστικά από 1η Ιουνίου), ο μηδενισμός των ληξιπρόθεσμών οφειλών του δημοσίου, η δημιουργία συστήματος πρωτοβάθμιας υγείας και η ψηφιοποίηση της δικαιοσύνης.
Στην κυβέρνηση εκτιμούν ότι όλα τα παραπάνω θα έχουν ολοκληρωθεί μέχρι τις αρχές της επόμενης χρονιάς, κάτι το οποία θα δώσει τη δυνατότητα στην Κομισιόν να άρει τους όποιους μεταμνημονιακούς περιορισμούς.
Latest News
Πώς σχολιάζει το υπουργείο Οικονομίας την έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα
Η Ελλάδα κλείνει την ψαλίδα με την Ευρώπη
Κομισιόν για Ελλάδα: Ανάπτυξη 2,1% και πληθωρισμός 3% το 2024 – Πόσο θα μειωθεί το χρέος έως το 2026
Οι επενδύσεις προβλέπεται να επιταχυνθούν περαιτέρω, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο κοντά στο 9% το 2025, κατά την Κομισιόν