Η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γιέλεν προκάλεσε αίσθηση την προηγούμενη εβδομάδα όταν ανέφερε ότι τα επιτόκια δανεισμού θα πρέπει να αυξηθούν «εάν δεν θέλουμε να υπερθερμανθεί η οικονομία». Στη συνέχεια και μετά τους τριγμούς που δημιουργήθηκαν στις αγορές έσπευσε να διευκρινίσει ότι δεν προβλέπει ούτε προτείνει μια τέτοια αύξηση στο κόστος δανεισμού. Η Γιέλεν όμως, που παρεμπιπτόντως έχει θητεύσει με επιτυχία και ως πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED), μόνο τυχαία δεν είναι.

Οι δηλώσεις της αυτές δείχνουν για τα καλά ότι πλέον το άλμα του πληθωρισμού μπαίνει για τα καλά στο μικροσκόπιο των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών καθώς αυξάνονται οι ανησυχίες για τις επιπτώσεις που η άνοδος των τιμών μπορεί να έχει στην οικονομία. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη -και περισσότερο στη Γερμανία. Μια διατηρήσιμη εξάλλου ενίσχυση πληθωρισμού για σειρά μηνών που θα οδηγούσε τελικά σε αύξηση επιτοκίων, θα προκαλούσε μεταξύ άλλων επιπλοκές και για την εξυπηρέτηση του χρέους που έχει φτάσει σε ασύλληπτα επίπεδα παγκοσμίως λόγω της πανδημίας.

Η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν αναμένεται να αλλάξουν άμεσα τη νομισματική τους πολιτική καθώς η οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε σταυροδρόμι, αλλά οι συζητήσεις μεταξύ οικονομολόγων, κεντρικών τραπεζιτών και πολιτικών εντείνονται. Πολλά θα εξαρτηθούν από το πόσο σύντομα θα καταπολεμηθεί ο COVID-19 και το εάν θα καλυφθούν ελλείψεις προϊόντων που έχουν οδηγήσει σε αυξήσεις τιμών. Επίσης κρίσιμος παράγοντας είναι το πότε θα επανέλθει η οικονομία σε κανονικούς ρυθμούς μετά την έκρηξη οικονομικής δραστηριότητας που καταγράφεται όσο προχωρούν οι εμβολιασμοί και ανοίγουν περισσότερες δραστηριότητες.

Το ράλι των τιμών

Στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός τον Απρίλιο σκαρφάλωσε στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008 φτάνοντας το 4,2% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο περσινό μήνα, δημιουργώντας προϋποθέσεις για να έλθει πιο κοντά μια αύξηση επιτοκίων από τη FED. Στη Γερμανία ο πληθωρισμός τον Απρίλιο διαμορφώθηκε σε 2% σκαρφαλώνοντας στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δύο ετών. Το μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Ισαμπέλ Σνάμπελ μάλιστα παραδέχεται ότι ο πληθωρισμός στη χώρα μπορεί να αυξηθεί φέτος πάνω από το 3%, αν και θεωρεί ότι αυτό μπορεί να είναι προσωρινό και δεν δίνει σήμα για αλλαγή στάσης της ΕΚΤ. Ειδικά στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής τράπεζας πάντως στο παρελθόν είχαν υπάρξει φωνές που ζητούσαν λιγότερο επεκτατική νομισματική πολιτική, ειδικά όσον αφορά τις αγορές ομολόγων αλλά και τα επιτόκια. Προς το παρόν συνολικά στην ευρωζώνη ο πληθωρισμός παραμένει σταθερά κάτω από το στόχο της ΕΚΤ που ορίζεται σε ποσοστί λίγο χαμηλότερα από 2%.

Κορυφαίοι οικονομολόγοι και πολιτικοί παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις και διατηρούν διαφορετικά μεγάλη αισιοδοξίας. Ο καθηγητής οικονομικών στο Stern School of Business του New York University Stern School of Business και πρόεδρος της Roubini Macro Associates, Νουριέλ Ρουμπινί, θεωρεί ότι μακροπρόθεσμα ο πληθωρισμός μπορεί να αποτελέσει κίνδυνο. Ο νομπελίστας οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν θεωρεί ότι πρέπει να εξεταστούν σε βάθος χρόνου κι άλλα στοιχεία και πως προς το παρόν μόνο το ποσοστό του πληθωρισμού δεν δείχνει όλη την εικόνα. Ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας και νυν επικεφαλής της Μπούντεσταγκ Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κάνει ανοικτά λόγο για μεγάλες αυξήσεις τιμών που μπορεί στο τέλος να επηρεάσουν τα επιτόκια και την εξυπηρέτηση χρέους.

Προς το παρόν οι πιο πολλοί οικονομολόγοι και αξιωματούχοι κεντρικών τραπεζών θεωρούν ότι το άλμα των τιμών πιθανότατα αντικατοπτρίζει τις λεγόμενες πανδημικές τάσεις που πιθανότατα, όπως λένε, θα αποδειχθούν προσωρινές. Ωστόσο, επενδυτές και αυξανόμενη μερίδα πολιτικών ανησυχούν ότι οι τιμές μπορεί να συνεχίσουν να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς, ενδεχομένως φτάνοντας σε σημείο να υπάρξει ανάγκη πιο απότομη αύξηση στο κόστος δανεισμού. Αυτό θα μπορούσε να επιβραδύνει την οικονομική ανάπτυξη και να βουλιάξει τα χρηματιστήρια.

Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Γερμανία έχει μακρά και επίπονη ιστορία υψηλού πληθωρισμού που εντείνει τις όποιες ανησυχίες. Στις ΗΠΑ τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 οι πολύ ψηλές κρατικές δαπάνες, η πετρελαϊκή κρίση και η στάση αναμονής της FED οδήγησαν σε μεγάλο άλμα των τιμών. Σήμερα είναι λίγοι εκείνοι που αναμένουν επιστροφή σε παρόμοια αύξηση τιμών, εν μέρει επειδή η FED έχει δεσμευτεί να δράσει για να διατηρήσει τον πληθωρισμό υπό έλεγχο. Όμως εάν χρειαστεί να κλείσει απότομα η κάνουλα της ρευστότητας για να μπει φρένο στις τιμές τότε θα μπορούσαν να υπάρξουν αναταράξεις. Αντίστοιχη είναι και η εμπειρία της Γερμανίας τη δεκαετία το 1920 που επηρεάζει ακόμη και σήμερα την πολιτική και οικονομική σκηνή.

Τι λένε Ρουμπινί, Κρούγκμαν, Σόιμπλε

Νουριέλ Ρουμπινί

Βραχυπρόθεσμα, η χαλάρωση στις αγορές αγαθών, εργασίας και εμπορευμάτων, αλλά και σε ορισμένες αγορές ακινήτων, θα αποτρέψει μια συνεχή πληθωριστική αύξηση θεωρεί ο Ρουμπινί που προέβλεψε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.

Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια, οι χαλαρές νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές θα αρχίσουν να προκαλούν επίμονη πληθωριστική ανοδική πίεση, ειδικά εάν υπάρξουν νέα παραδείγματα πολλών συνεχών αρνητικών διαταραχών του εφοδιασμού, λέει.

Ο Ρουμπινί προειδοποιεί ότι η επιστροφή του πληθωρισμού θα είχε σοβαρές οικονομικές και χρηματοοικονομικές συνέπειες, καθώς αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει μια νέα περίοδο μακροοικονομικής αστάθειας.

Το μεγάλο ενδιαφέρον για αγορές ομολόγων θα μπορούσε να τελειώσει με αποτέλεσμα η αύξηση των ονομαστικών και πραγματικών αποδόσεων των κρατικών τίτλων χρεών θα κάνει τα σημερινά χρέη μη βιώσιμα, συντρίβοντας τις παγκόσμιες αγορές μετοχών, όπως λέει.

Σε εύθετο χρόνο, θα μπορούσαμε ακόμη και να δούμε την επιστροφή οικονομικών προβλημάτων αντίστοιχων με αυτών της δεκαετίας του 1970.

Πολ Κρούγκμαν

Ο νομπελίστας οικονομολόγος είναι πιο καθησυχαστικός. Όπως λέει όποιος δεν περίμενε να δει ορισμένες τιμές να αυξάνονται καθώς η οικονομία αντιμετωπίζει την πανδημία δεν πρόσεχε και πολύ τις εξελίξεις.

Ο ίδιος θεωρεί πως είναι πολύ νωρίς για να πούμε ποια πλευρά, οι αισιόδοξοι ή οι απαισιόδοξοι, έχουν δίκιο για τον πληθωρισμό.

Τα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού πιστεύει ότι βρίσκονται πίσω από ορισμένους αυξανόμενους δείκτες τιμών, αλλά μένει να δούμε αν αυτές οι επιπτώσεις υποχωρούν ή οδηγούν σε ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις.

Ο Κρούγκμαν παρακολουθεί μια σειρά δείκτες για να καθορίσει εάν ο πληθωρισμός ενέχει σημαντικό κίνδυνο για την ανάκαμψη.

Θεωρεί πως το ποσοστό του πληθωρισμού από μόνο του δεν είναι αρκετό για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα.

Βόλφγκανγκ Σόιμπλε

Ο Σόιμπλε ανησυχεί για τις επιπτώσεις των πολύ χαλαρών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών στις τιμές. Όπως λέει υπάρχουν ήδη σημάδια καλπασμού του πληθωρισμού, αν και όχι στην περίπτωση καταναλωτικών αγαθών.

Οι τιμές των ακινήτων, των μετοχών και της τέχνης, από την άλλη πλευρά, αυξάνονται ήδη με διψήφιο τριμηνιαίο ρυθμό στη Γερμανία.

Θεωρεί ότι ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος στην Ευρώπη, όπου, ακόμη περισσότερο από ό, τι στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι χρηματοδοτούμενες από το χρέος δημοσιονομικές πολιτικές έχουν νομισματική υποστήριξη.

Με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να λειτουργεί ως εκτυπωτήριο χρήματος, όπως αναφέρει, η νομισματική βάση στην ευρωζώνη αυξήθηκε από σχεδόν 1 τρισεκατομμύριο ευρώ το 2009 σε σχεδόν 5 τρισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2020.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
Αμερικανικές εκλογές: Το ποσό ρεκόρ στη συγκέντρωση κεφαλαίων
Διεθνή |

Έσπασε ρεκόρ η συγκέντρωση κεφαλαίων στις αμερικανικές εκλογές - Το ιλλιγγειώδες ποσό

Ο δωρητής με τη μεγαλύτερη συμβολή σε προεκλογική εκστρατεία ήταν ο Τίμοθι Μέλον, τραπεζίτης, 81 ετών, που προσέφερε 197 εκατ. δολάρια στους υποψήφιους των Ρεπουμπλικάνων

Αμερικανικές εκλογές 2024: Η Wall Street αντιμέτωπη με την στιγμή της αλήθειας
Wall Street |

Οδηγίες προς ναυτιλομένους στη Wall Street - Ποιοι κερδίζουν, ποιοι χάνουν ανάλογα με τον νικητή

Καθώς οι Αμερικανοί ψηφίζουν δύο υποψηφίους με δραματικά διαφορετικές πολιτικές ατζέντες, οι traders από τη Σιγκαπούρη έως τη Νέα Υόρκη έχουν νέες ευκαιρίες για να κερδίσουν τεράστια κέρδη - ή να έχουν οδυνηρές απώλειες