Mπορεί η Ευρωπαϊκή Ενωση να μάθει από τα δημοσιονομικά λάθη της;
Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν ότι μερικές φορές μπορεί
«Οι Αμερικανοί καταλήγουν να κάνουν το σωστό, όταν έχουν εξαντλήσει κάθε άλλη πιθανότητα,» φέρεται να έχει πει ο Ουίνστον Τσόρτσιλ σε μια από τις διάσημες ατάκες του. Υπάρχουν δύο προβλήματα με αυτό. Πρώτον, δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Τσόρτσιλ πράγματι είπε κάτι τέτοιο, και δεύτερον, σήμερα η φράση αυτή ταιριάζει καλύτερα στην ευρωπαϊκή ηγεσία παρά στους φίλους της στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.
Για παράδειγμα, η ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής Ενωσης από την πανδημία. Για πρώτη φορά από την προηγούμενη άνοιξη, η οικονομική αισιοδοξία είναι διάχυτη στην ατμόσφαιρα. Σ΄ ολόκληρη την Ευρώπη, οι εμβολιασμοί προχωρούν, μαζί με τις κρατήσεις για θερινές διακοπές και τα μπαρ ανοίγουν. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μόλις προ ημερών αναθεώρησε προς τα πάνω τις προβλέψεις για το 2021 και το 2022, κάνοντας αναφορά στην επίδραση του Ταμείου Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ. Τα χρήματα αυτά θα αρχίσουν να εμφανίζονται στα ευρωπαϊκά κρατικά ταμεία αργότερα στη διάρκεια του έτους. Συνολικά, το ΑΕΠ της Ε.Ε. θα επιστρέψει στα προ-πανδημίας επίπεδα στο τέλος του 2021, δηλαδή ταχύτερα από τις αρχικές προσδοκίες και αναμένεται να συμβεί μερικούς μήνες μετά την Αμερική, η οποία επωφελήθηκε από τα πακέτα τόνωσης του Ντόναλντ Τραμπ και του Τζο Μπάιντεν. Στο 10ετές χάσμα ανάμεσα στην αρχική τους αντίδραση στην κρίση της Ευρωζώνης και την πανδημία, οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να πήραν κάποια μαθήματα, αν και ακόμη δεν τα έχουν μάθει σε αρκετό βαθμό.
Εκεί που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν ενεργή στο να κάνει τα πράγματα χειρότερα πριν από μια δεκαετία, τώρα βοηθά τις κυβερνήσεις να βγουν από την τρύπα τους. Την άνοιξη του 2011 η κεντρική τράπεζα αύξανε τα επιτόκια και ανησυχούσε για την προσωρινή άνοδο του πληθωρισμού, παρά για τη στάσιμη ανάπτυξη. Δεν λειτουργούσε ως έσχατος δανειστής μέχρι ένα χρόνο αργότερα, όταν ο Μάριο Ντράγκι τελικά δεσμεύθηκε να κάνει «ό,τι χρειαστεί» για να σώσει το ευρώ. Τότε άρχισε η μακρά, αργή εκστρατεία του Ντράγκι για να αναγκάσει την ΕΚΤ να υιοθετήσει ανορθόδοξα μέτρα, όπως η ποσοτική χαλάρωση. Ως αποτέλεσμα, η τράπεζα βρίσκεται σήμερα σε θέση να μπορεί να τυπώνει χρήμα, να αγνοεί τα γεράκια και να διατηρεί τα επιτόκια σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Η επίσημη εντολή της για σταθερότητα τιμών αντικαταστάθηκε από το ανεπίσημο διάταγμα στήριξης της οικονομικής ανάπτυξης, μείωσης της ανεργίας και του να κάνει «ό,τι χρειαστεί».
Εάν οι τεχνοκράτες άλλαξαν στάση, το ίδιο, σε κάποιο βαθμό, έκαναν οι πολιτικοί. Μακροχρόνιες πολιτικές βεβαιότητες αναθεωρήθηκαν. Στη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης το κοινό χρέος θεωρήθηκε ως αναγκαίο βήμα για να εγγυηθεί το μέλλον του ευρώ, ιδέα που απέρριψε η Αγκελα Μέρκελ, η γερμανίδα καγκελάριος. Η κ. Μέρκελ άλλαξε πορεία τον προηγούμενο Μάιο. Επειτα από ένα έτος παζαριού, η Κομισιόν θα αρχίσει την έκδοση των 750 δισ. ευρώ που θα διανεμηθεί στα κράτη-μέλη υπό τη μορφή φθηνών δανείων και επιχορηγήσεων. Πράγματι, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το πρόγραμμα είναι μικρό. Όμως, για κάποιες χώρες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη ρευστού, είναι σημαντικό. Στη Γερμανία ανέρχεται στο 1% του ΑΕΠ, στην Ιταλία στο 11%, ενώ στην Ελλάδα –που υπολογίζεται να λάβει 32 δισ. ευρώ σε δάνεια και επιχορηγήσεις- είναι ένα χρήσιμο ποσό για μια οικονομία των 170 δισ. ευρώ.
Για τις πλούσιες χώρες, τα κεφάλαια αυτά είναι ένα δημοσιονομικό απεριτίφ. Εναπόκειται στις εθνικές κυβερνήσεις να τονώσουν τις οικονομίες τους στη μετα-πανδημική εποχή. Εδώ, ξανά, οι συμπεριφορές άλλαξαν, αν και όχι αρκετά. Σε αντίθεση με μια δεκαετία πριν, οι δαπάνες θεωρούνται περισσότερο ως λύση παρά αμαρτία. Χώρες όπως η Ελλάδα υπέμειναν χειρουργεία ερευνητικού χαρακτήρα, και υποχρεώθηκαν να περικόψουν δαπάνες αντί να τονώσουν τις οικονομίες τους. Αυτή η προσέγγιση απέτυχε να μειώσει το ελληνικό χρέος ή να παράξει ταχύτερη ανάπτυξη. Σήμερα, οι υποστηρικτές της επιστροφής σε λιτότητα δεν ξεχωρίζουν από το έδαφος.
Με λίγη τύχη, η πολιτική περίσταση θα μπορούσε να υιοθετήσει αυτή την προσέγγιση σε μόνιμη βάση στους ευρωπαϊκούς κανόνες για τις κυβερνητικές δαπάνες. Παρότι έχουν ανασταλεί προσωρινά στη διάρκεια της πανδημίας, οι χώρες της Ε.Ε. υποχρεούνται να διατηρούν δημοσιονομικά ελλείμματα κάτω του 3% και εθνικό χρέος κάτω του 60% του ΑΕΠ. Σε μια εποχή που το δημόσιο χρέος της Ιταλίας –της τρίτης σε μέγεθος οικονομίας της Ε.Ε.- βρίσκεται στο 160% του ΑΕΠ, οι κανόνες αυτοί φαίνονται αλλόκοτοι.
Οι οικονομίες του ευρωπαϊκου Νότου έχουν ζητήσει την αλλαγή αυτής της πολιτικής από την προηγούμενη κρίση. Τώρα, φαίνεται πως η επιθυμία τους θα πραγματοποιηθεί. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, επί μακρόν υποστήριζε πιο χαλαρούς δημοσιονομικούς κανόνες. Το ίδιο ο κ. Ντράγκι, σήμερα πρωθυπουργός της Ιταλίας. Εν τω μεταξύ, η άνοδος των Πρασίνων σημαίνει ότι η επόμενη κυβέρνηση στη Γερμανία πιθανότατα θα είναι η πλέον ανήθικη της γενιάς. Πρόκειται για μια σπάνια ευθυγράμμιση η οποία θα μπορούσε, ίσως, να οδηγήσει σε μια πιο μόνιμη αλλαγή.
Ερχεται η μεγάλη ανάπτυξη
Οι υποστηρικτές της ανάπτυξης δεν έχουν ακόμη κατατροπώσει τους αρνητές. Υπάρχουν πολλές ευκαιρίες για λασπολογία. Ο πληθωρισμός εξακολουθεί να στοιχειώνει την ευρωπαϊκή πολιτική. Ενώ οι θόρυβοι που έρχονται από την ΕΚΤ σημαίνουν ότι μια μέτρια άνοδος του πληθωρισμού φέτος θα ξεπεραστεί εύκολα, αυτοί οι ισχυρισμοί θα δοκιμαστούν πραγματικά όταν οι Γερμανοί πολιτικοί αρχίζουν αν κραυγάζουν. (Οι επικείμενες εκλογές θα δώσουν πολλές δικαιολογίες για τέτοιες υστερίες). Μια βελτιωμένη οικονομική προοπτική ίσως χαλαρώσει τις πιέσεις στις χώρες για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων. Αντί να μετατρέψουν το Ταμείο Ανάκαμψης σε έναν μόνιμο μηχανισμό –έτοιμο να εκδόσει περισσότερο χρέος αν χρειαστεί- ορισμένες κυβερνήσεις θα προσπαθήσουν να το διατηρήσουν προσωρινό, δημιουργώντας ένα αχρείαστο δράμα σχετικά με την επανοικοδόμησή του στην επόμενη κρίση.
Η τυρανία των χαμηλών προσδοκιών κρέμεται πάνω από την Ε.Ε.. Στην προηγούμενη κρίση, απλά η επιβίωση ήταν αρκετή, χωρίς να λαμβάνεται υπ΄όψιν η ευημερία. Τώρα, το να βρίσκεται λίγο πίσω από την αμερικανική οικονομία –μην ασχολείστε με την Κίνα- θεωρείται επίτευγμα. Για ένα μπλοκ με επιδιώξεις να γίνει υπερδύναμη, αυτό δεν είναι αρκετό.
Κι όμως, η Ε.Ε. είναι ισχυρότερη απ’ ό,τι της επιτρέπουν. Μπορεί να διορθώνει τα λάθη της, αν και αργά. Χρειάστηκε μια δεκαετία για να ξηλώσει τα λάθη της προηγούμενης κρίσης. Οσο η Ε.Ε. δεν είναι ένα κράτος, δεν θα έχει την ταχύτητα, δύναμη ή την ευελιξία του ενός. Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, ο κ. Μπάιντεν μπορεί να προωθεί σχέδιο για δαπάνες τρισεκατομμυρίων γνωρίζοντας πως έχει την εξουσία να το πράξει. Αντιθέτως, οι πολιτικές στην Ε.Ε. είναι καλειδοσκοπικές. Η συναίνεση πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα σε υπουργούς που αλλάζουν και εν μέσω συνεχών αλλαγών σε συμμαχίες. Οι επιφυλακτικές χώρες θα πρέπει να δελεαστούν αργά. Μια ισχυρότερη, περισσότερο συνεκτική Ε.Ε. έρχεται, όμως όχι άμεσα. Μπορεί να χρειαστεί αρκετό χρόνο μέχρις ότου εξαντλήσει τις άλλες επιλογές.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com