Project Syndicate

ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ – Μετά από την πιο σοβαρή παγκόσμια ύφεση εδώ και δεκαετίες, οι ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς δείχνουν όλο και περισσότερο αισιόδοξοι, ότι η παγκόσμια παραγωγή θα ανακάμψει σημαντικά από τη φετινή χρονιά και έπειτα. Ωστόσο, η επερχόμενη οικονομική μεγέθυνση θα κατανεμηθεί άνισα, τόσο εντός των ίδιων των οικονομιών όσο και μεταξύ τους. To εάν η ανάκαμψη θα είναι σχήματος V (δυναμική επιστροφή στην ανάπτυξη άνω του δυνητικού επιπέδου), είτε σχήματος U (μια λιγότερο δυναμική εκδοχή του V) ή σχήματος W ( διπλή ύφεση) θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες σε διαφορετικές οικονομίες και περιοχές.

Με τον κορωνοϊό να συνεχίζει να καλπάζει ανεξέλεγκτα σε πολλές χώρες, ένα βασικό ερώτημα είναι εάν η εμφάνιση νέων λοιμογόνων στελεχών θα προκαλέσει επαναλαμβανόμενες εναλλαγές επεκτατικών και περιοριστικών οικονομικών μέτρων, όπως έχουμε δει σε ορισμένες περιπτώσεις που οι οικονομίες ξανανοίγουν πολύ σύντομα. Μία ιδιαίτερα δυσοίωνη πιθανότητα είναι η εμφάνιση παραλλαγών ανθεκτικών στο εμβόλιο, αυξάνοντας, έτσι, την ανάγκη για εμβολιασμούς, οι οποίοι, μέχρι στιγμής, προχωρούν με πολύ αργούς ρυθμούς σε αρκετές περιοχές.

Πέραν από τον ιό υπάρχουν και αρκετοί σχετικοί οικονομικοί κίνδυνοι που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Μια αργή ή ανεπαρκώς ισχυρή ανάκαμψη θα μπορούσε να οδηγήσει σε μόνιμες πληγές, εάν πάρα πολλές επιχειρήσεις καταρρεύσουν και οι αγορές εργασίας αρχίσουν να παρουσιάζουν υστέρηση (όταν η μακροχρόνια ανεργία καθιστά τους εργαζόμενους άνεργους λόγω διάβρωσης δεξιοτήτων). Ένα άλλο ερώτημα είναι η απομόχλευση που θα υπάρξει μεταξύ των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων (μικρών και μεγάλων) και των νοικοκυριών, και εάν αυτό το αποτέλεσμα θα αντισταθμιστεί πλήρως από την απελευθέρωση της ζήτησης, δεδομένου του ότι οι καταναλωτές ξοδεύουν τις οικονομίες τους από την περίοδο της πανδημίας.

Ένας άλλος τομέας ανησυχίας είναι ο κοινωνικοπολιτικός: θα μετατραπεί η αυξανόμενη ανισότητα σε μία ακόμα πιο έντονη πηγή αστάθειας και υποτονικής συνολικής ζήτησης; Πολλά θα εξαρτηθούν από την κλίμακα, τον σκοπό και τις πολιτικές που θα υπάρξουν για τη στήριξη του εισοδήματος και των εξόδων όσων έχουν πληγεί από την πανδημία. Παρομοίως, απομένει να δούμε εάν το κίνητρο μακροοικονομικής πολιτικής (νομισματικό, πιστωτικό και φορολογικό), που έχει εφαρμοστεί μέχρι στιγμής, θα είναι επαρκές, ανεπαρκές ή πραγματικά υπερβολικό, οδηγώντας σε μία απότομη αύξηση του πληθωρισμού και των πληθωριστικών προσδοκιών σε ορισμένες περιπτώσεις.

Λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις αβεβαιότητες, η ανάκαμψη, τώρα, μοιάζει να είναι πιο δυναμική στις ΗΠΑ, την Κίνα και τις αναδυόμενες ασιατικές αγορές, οι οποίες αποτελούν μέρος των κινεζικών παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού. Στις ΗΠΑ, η μείωση των νέων κρουσμάτων, τα υψηλά ποσοστά εμβολιασμού, η αυξημένη εμπιστοσύνη των καταναλωτών και των επιχειρήσεων και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της δημοσιονομικής και νομισματικής επέκτασης θα οδηγήσουν σε μια ισχυρή ανάκαμψη αυτή τη χρονιά.

Εδώ, ο βασικός κίνδυνος είναι η «υπερθέρμανση» της οικονομίας. Η πρόσφατη αύξηση του πληθωρισμού θα μπορούσε να αποδειχθεί περισσότερο επίμονη από όσο περίμενε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, και οι σημερινές επιπόλαιες χρηματοοικονομικές αγορές επιδέχονται διορθώσεων, αποδυναμώνοντας έτσι την εμπιστοσύνη.

Στην Κίνα και τις οικονομίες που συνδέονται στενά με αυτήν, η ανάκαμψη οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στην επιτυχία των αρχών σχετικά με τον άμεσο περιορισμό του ιού και στα αποτελέσματα της μακροοικονομικής ανάκαμψης, τα οποία επέτρεψαν την ταχεία επανέναρξη της αγοράς και την αποκατάσταση της αυτοπεποίθησης των επιχειρήσεων. Ωστόσο, τα υψηλά επίπεδα χρέους και μόχλευσης, σε ορισμένους τομείς του κινεζικού ιδιωτικού και δημόσιου φορέα, θα θέσουν ορισμένους κινδύνους, καθώς η Κίνα προσπαθεί να διατηρήσει ισχυρότερη ανάπτυξη, ενώ, παράλληλα, υφίσταται υπερβολική πίστωση στις αγορές της. Γενικότερα, η προοπτική μιας κλιμακούμενης αντιπαλότητας – ένα είδος ενός νέου πιο έντονου ψυχρού πολέμου – μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας θα απειλήσει την κινεζική και την παγκόσμια ανάπτυξη, ιδίως εάν οδηγεί σε μια πληρέστερη οικονομική αποσύνδεση και έναν νέο προστατευτισμό.

H Ευρώπη είναι χειρότερη, έχοντας υποστεί διπλή ύφεση το τελευταίο τρίμηνο του 2020 και το πρώτο τρίμηνο του 2021, λόγω ενός νέου κύματος λοιμώξεων και lockdown. Η ανάκαμψή της θα παραμείνει αδύναμη κατά το δεύτερο τρίμηνο, αλλά η ανάπτυξη θα μπορούσε να επιταχυνθεί κατά το δεύτερο ήμισυ του έτους, εάν τα ποσοστά εμβολιασμού συνεχίσουν να αυξάνονται και η μακροοικονομική πολιτική παραμείνει ευνοϊκή για την ανάπτυξη. Ωστόσο, η σταδιακή κατάργηση των πολύπλοκων συστημάτων και των διαφόρων πιστωτικών εγγυήσεων ήδη από νωρίς θα μπορούσε να προκαλέσει μόνιμες πληγές και υστέρηση.

Επιπλέον, χωρίς μακροχρόνιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τμήματα της ευρωζώνης θα συνεχίσουν να καταγράφουν χαμηλή δυνητική ανάπτυξη και υψηλούς δείκτες δημόσιου χρέους. Όσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνεχίζει να αγοράζει περιουσιακά στοιχεία, το διαφορικό επιτόκιο των κρατικών ομολόγων (δηλαδή, η διαφορά μεταξύ των αποδόσεων των γερμανικών και των ιταλικών ομολόγων) ενδέχεται να παραμείνουν χαμηλή. Αλλά, η νομισματική στήριξη θα πρέπει, τελικά, να σταματήσει και τα ελλείμματα θα πρέπει να μειωθούν. Και τα λαϊκιστικά ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, που θέλουν να εκμεταλλευτούν την κρίση, θα συνεχίσουν να εμφανίζονται.

Η Ιαπωνία είχε, επίσης, μία πολύ αργή επανεκκίνηση της οικονομίας. Ακολουθώντας ένα νέο lockdown, για να ελέγξει το νέο κύμα της πανδημίας, υπέστη αρνητική ανάπτυξη το πρώτο τρίμηνο αυτού του έτους και τώρα πασχίζει για την υλοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων το καλοκαίρι στο Τόκυο. Επίσης, η Ιαπωνία χρειάζεται απεγνωσμένα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, για να αυξήσει την πιθανή ανάπτυξη και να επιτρέψει μια ενδεχόμενη δημοσιονομική εξυγίανση. Και το τεράστιο δημόσιο χρέος της μπορεί, τελικά, να γίνει μη βιώσιμο, παρά την επίμονη νομισματοποίηση από την Τράπεζα της Ιαπωνίας.

Τέλος, οι προοπτικές είναι πιο εύθραυστες για πολλές αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπου η υψηλή πυκνότητα πληθυσμού, τα ασθενέστερα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού θα συνεχίσουν να επιτρέπουν την εξάπλωση του ιού. Σε πολλές από αυτές τις χώρες, η αισιοδοξία των επιχειρήσεων και των καταναλωτών μειώνεται. Τα έσοδα από τον τουρισμό και τα εμβάσματα έχουν στεγνώσει, οι δείκτες χρέους είναι ήδη υψηλοί και πιθανώς μη βιώσιμοι, και οι οικονομικές συνθήκες είναι ιδιαίτερα δύσκολες, λόγω του υψηλότερου κόστους δανεισμού και των ασθενέστερων νομισμάτων. Επιπλέον, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για χαλάρωση των πολιτικών που ακολουθούνται ήδη, και σε ορισμένες περιπτώσεις, η αξιοπιστία της πολιτικής θα μπορούσε να υπονομευθεί από τη λαϊκιστική πολιτική.

Μεταξύ των πιο προβληματικών οικονομιών είναι η Ινδία, η Ρωσία, η Τουρκία, η Βραζιλία, η Νότια Αφρική, πολλά μέρη της υποσαχάριας Αφρικής και τα πιο εύθραυστα κράτη εισαγωγής πετρελαίου στη Μέση Ανατολή. Πολλές χώρες βιώνουν «κατάθλιψη» και όχι ύφεση. Περισσότεροι από 2 εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται σε κίνδυνο να ζήσουν ακραίες συνθήκες φτώχειας. Συνδυάζοντας αυτές τις ανισότητες, οι χώρες που είναι πιο ευάλωτες στην πείνα και τις ασθένειες τείνουν, επίσης, να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερη απειλή από την κλιματική αλλαγή, παραμένοντας, έτσι, πιθανές πηγές αστάθειας.

Ενώ η συνολική εμπιστοσύνη ανακάμπτει, ορισμένες χρηματοπιστωτικές αγορές είναι περιέργως υπερβολικές και υπάρχει ακόμη κίνδυνος και αβεβαιότητα. Η κρίση του κορωνοϊού θα οδηγήσει, πιθανότατα, σε αύξηση της ανισότητας εντός και μεταξύ των χωρών. Όσο περισσότερο μένουν πίσω οι ευάλωτες ομάδες, τόσο μεγαλύτερος είναι μελλοντικά ο κίνδυνος κοινωνικής, πολιτικής και γεωπολιτικής αστάθειας.

Ο Nouriel Roubini είναι Πρόεδρος της Roubini Macro Associates και παρουσιαστής της εκπομπής NourielToday.com.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts