Δεν αποτέλεσε έκπληξη η απόφαση της Moody’s να μην προχωρήσει στην προγραμματισμένη αξιολόγησή της για την ελληνική οικονομία, την περασμένη Παρασκευή
Κι αυτό καθώς ο οίκος συνηθίζει τις αναβολές αξιολογήσεων κατά τα τελευταία χρόνια, ενώ σε νέα έκθεσή του αποκαλύπτει τις διαθέσεις του σε ό,τι αφορά τις κινήσεις του γενικότερα αυτό το έτος.
Άλλωστε, την περασμένη Παρασκευή, ο οίκος ανέβαλε συνολικά 24 αξιολογήσεις, κάτι το οποίο σημαίνει πως η αναβολή της ελληνικής αξιολόγησης δεν αποτελεί εξαίρεση.
Επίσης, αξίζει να υπενθυμιστεί ότι τον περασμένο Νοέμβριο, ο διεθνής οίκος αναβάθμισε τη χώρα μας κατά μία βαθμίδα στο Ba3 και ακολούθησαν αρκετές εκθέσεις οι οποίες έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Το Σεπτέμβριο του 2018, η Moody’s προχώρησε σε μετάθεση της αξιολόγησης για την Ελλάδα, η οποία μόλις είχε βγει από το καθεστώς των μνημονίων και θα έπρεπε να εφαρμόσει σειρά μεταρρυθμίσεων.
Ο οίκος και τότε είχε επιλέξει να περιμένει τις γεγονότα πριν τοποθετηθεί, κάτι που έκανε τον Μάρτιο του 2019 με διπλή ψήφο εμπιστοσύνης, αφού προχώρησε σε αναβάθμιση της Ελλάδας κατά δύο βαθμίδες και συγκεκριμένα στο Β1 από Β3.
Νωρίτερα το 2018, τον Φεβρουάριο, ο οίκος είχε επίσης προχωρήσει σε διπλή αναβάθμιση της Ελλάδας ύστερα από σχετική…ανάπαυση περίπου ενός έτους.
Το Αύγουστο του 2019, λίγους μήνες μετά τη διπλή αναβάθμιση, ο οίκος επίσης είχε αποφασίσει να αναβάλει την αξιολόγησή του, εν αναμονή σημαντικών για την αξιολόγηση εξελίξεων που είχαν να κάνουν με την αλλαγή κυβέρνησης, την κατάθεση του προϋπολογισμού αλλά και την προώθηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, εάν δεν είχε ξεσπάσει η πανδημία, είναι πολύ πιθανό πως ο οίκος θα προχωρούσε το 2020 επίσης σε διπλή αναβάθμιση της Ελλάδας, ωστόσο τελικά περιορίστηκε στη μία βαθμίδα τον Νοέμβριο.
Από το 2016 και μετά, ο διεθνής οίκος προχωράει σε μία κίνηση κάθε έτος για την Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι προγραμματίζει δύο αξιολογήσεις.
Ετσι και φέτος είναι πιθανόν να δώσει μόνο μία αξιολόγηση, με την επόμενη να είναι προγραμματισμένη για τον Νοέμβριο.
Τότε θα υπάρχει μία αρκετά πιο ξεκάθαρη εικόνα για την ελληνική οικονομία αλλά και για τα περαιτέρω βήματα προόδου των ελληνικών τραπεζών.
Οι μεταρρυθμίσεις στηρίζουν την οικονομία
Από εκεί και πέρα, το σταθερό πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας ισορροπεί τις μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσε η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια, οι οποίες επιταχύνουν την ανάπτυξη, με το υψηλό δημόσιο χρέος της, που παραμένει και η βασική πρόκληση για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, γράφει σε νέα έκθεσή της η Moody’s.
Η σημερινή κυβέρνηση έχει βελτιώσει τους θεσμούς και τη διακυβέρνηση σε αρκετούς τομείς. Έτσι, η χώρα επωφελείται μιας ευνοϊκής διάρθρωσης χρέους, ενός σημαντικού «μαξιλαριού» ρευστότητας ενώ και το χρέος συνοδεύεται από προσιτούς όρους σε ότι αφορά την αποπληρωμή.
«Η αξιολόγηση της Ελλάδας θα δέχονταν πίεση προς τα πάνω στην περίπτωση που η περαιτέρω πρόοδος στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις απέφερε απτά αποτελέσματα υπό τη μορφή ισχυρότερων επενδύσεων και θα αύξανε περαιτέρω και θα παγίωνε τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης», αναφέρει ο συγγραφέας της έκθεσης της Moody’s, Steffen Dyck για να συμπληρώσει «Αντιθέτως, η αξιολόγηση θα δέχονταν πτωτική πίεση εάν η πρόοδος στη μεταρρύθμιση των θεσμών της Ελλάδας αντιστραφεί, βάζοντας σε κίνδυνο τη συμφωνία με τους πιστωτές της ευρωζώνης».
Ως προς την πανδημία του κορωνοϊού, αναφέρει πως διέκοψε την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάdας και οδήγησε σε έντονη συρρίκνωση το 2020, αλλά τα σημαντικά ευρωπαϊκά κονδύλια θα είναι ζωτικής σημασίας για την ενίσχυση των επενδύσεων και της ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο, βασική πρόκληση για το πιστωτικό προφίλ παραμένει το αυξημένο επίπεδο χρέους, που ανέρχονταν στο 205,6% του ΑΕΠ το 2020 και είναι το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των χωρών που αξιολογεί η Moody’s.
Latest News
Πώς σχολιάζει το υπουργείο Οικονομίας την έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα
Η Ελλάδα κλείνει την ψαλίδα με την Ευρώπη
Κομισιόν για Ελλάδα: Ανάπτυξη 2,1% και πληθωρισμός 3% το 2024 – Πόσο θα μειωθεί το χρέος έως το 2026
Οι επενδύσεις προβλέπεται να επιταχυνθούν περαιτέρω, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο κοντά στο 9% το 2025, κατά την Κομισιόν