Πέρασε σχετικά απαρατήρητη στον ελληνικό Τύπο η απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να αποσύρει τις αμερικανικές κυρώσεις εις βάρος της κατασκευαστικής εταιρείας του αγωγού Nord Stream 2 που θα μεταφέρει αέριο από τη Ρωσία στη Γερμανία μέσω της Βαλτικής. Σταθερή θέση των ΗΠΑ την τελευταία δεκαετία ήταν ότι ο αγωγός αυτός αποτελεί εργαλείο γεωπολιτικής επιρροής της Ρωσίας και πηγή κινδύνων για τους ανατολικούς συμμάχους του ΝΑΤΟ και την Ουκρανία, της οποίας ο ρόλος ως ενεργειακού κόμβου θα μειωθεί δραματικά.

Η απόφαση των ΗΠΑ αποτελεί επομένως έκπληξη, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη η σκληρά αντι-ρωσική ρητορική του Μπάιντεν και των Δημοκρατικών στην προεκλογική εκστρατεία του 2020. Βεβαίως, ο κομματικός καβγάς στις ΗΠΑ, με τη Ρωσία σταθερά σε ρόλο «μπαμπούλα», συγκαλύπτει τις σταθερές της αμερικανικής πολιτικής. Μια από αυτές είναι, παρά τις εντυπώσεις που κατά καιρούς δημιουργούνται, η ανάγκη συνεννόησης με τη Ρωσία, ιδιαίτερα ενόψει της ανόδου της Κίνας. Από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και μετά άλλωστε, δεν υπήρξε πρόεδρος που να μην ξεκίνησε τη θητεία του με μια ατζέντα επαναπροσέγγισης με τη Μόσχα, το λεγόμενο «reset» όπως το καθιέρωσε στην πολιτική ορολογία η κυβέρνηση Ομπάμα.

Πιο σημαντική όμως είναι η απόφαση του Μπάιντεν για ό,τι αποκαλύπτει σχετικά με τη στάση των ΗΠΑ έναντι των συμμάχων τους. Η ντε φάκτο αποδοχή του Nord Stream 2 προκάλεσε σοκ σε χώρες όπως η Πολωνία και η Ουκρανία που κυριαρχούνται από ανασφάλεια έναντι της Ρωσίας. Αντίθετα, αποτελεί μεγάλη νίκη της Γερμανίας και προσωπική δικαίωση της Ανγκελα Μέρκελ, η οποία στήριξε επιδέξια και σθεναρά τον αγωγό για χρόνια παρά τις αντιρρήσεις τόσο των ΗΠΑ όσο και των ανατολικών γειτόνων της Γερμανίας.

Με την απόφαση για τον Nord Stream 2 παίρνουμε επομένως κάποιες ενδείξεις για το πώς η προσέγγιση του νέου αμερικανού προέδρου θα διαφέρει από αυτήν του προκατόχου του. Ενώ και οι δυο αποδέχονταν την ανάγκη απεμπλοκής από την Ευρώπη – μια σταθερή τάση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής τουλάχιστον ήδη από το 2008 -, για τον Τραμπ αυτό έπρεπε να γίνει με όρους ισχύος: την εξασφάλιση της πολιτικής και οικονομικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ έναντι της ΕΕ και ιδιαίτερα της Γερμανίας, και την προτίμηση σε επιμέρους διμερείς σχέσεις στις οποίες οι ΗΠΑ θα ήταν ο ισχυρός εταίρος. Ο Μπάιντεν αντίθετα προτιμά το πολυμερές θεσμικό πλαίσιο ως μέσο διατήρησης της σταθερότητας στην περιοχή, αναγνωρίζοντας όμως τον κομβικό ρόλο κάποιων περιφερειακών δυνάμεων στη λειτουργία του.

Αν και η απόφαση Μπάιντεν για τον Nord Stream 2 δεν έχει άμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα, τα παραπάνω κρίνονται άκρως ανησυχητικά. Πρώτον, αποδεικνύεται για πολλοστή φορά ότι στην εξωτερική πολιτική η αξία προεκλογικών εξαγγελιών είναι μηδαμινή. Δεύτερον, το υποτιθέμενο «δόγμα Μπάιντεν» περί συμμαχίας των δημοκρατιών ενάντια στον αυταρχισμό αφορά περισσότερο τα αντι-Τραμπ ένστικτα της βάσης των Δημοκρατικών παρά την ακολουθούμενη εξωτερική πολιτική. Τρίτον, η Γερμανία αποκαθίσταται στον ρόλο του προνομιακού εταίρου των ΗΠΑ, τόσο ως τοποτηρητής στην Ευρώπη όσο και ως δίαυλος επικοινωνίας με αυταρχικά καθεστώτα στην ευρασιατική περιφέρεια. Τηρουμένων των αναλογιών, όλα τα παραπάνω βρίσκουν εφαρμογή και στη σχέση των ΗΠΑ με την Τουρκία. Για την ελληνική εξωτερική πολιτική, το μήνυμα από τη Βαλτική είναι ότι τίποτα δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο.

Ο δρ Αγγελος Χρυσόγελος είναι επίκουρος καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο London Metropolitan University

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Experts