Σημαντική βελτίωση καταγράφει η μετρήσιμη με βάση τους δείκτες της IHS Markit εικόνα της ελληνικής μεταποίηση για τρίτο συνεχόμενο μήνα.
Ο κύριος δείκτης υπευθύνων προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index – PMI) έκλεισε στις 58 μονάδες τον Μάιο, τιμή υψηλότερη από τις 54,4 μονάδες του Απριλίου. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη αύξηση των λειτουργικών συνθηκών που έχει καταγραφεί στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα από τον Απρίλιο του 2000.
Την ίδια στιγμή, οι καθυστερήσεις στις μεταφορές και οι ελλείψεις σε πρώτες ύλες οδήγησαν σε αύξηση του κόστους εισροών.
Από τα τελευταία στοιχεία, αυτά του Μαΐου, προκύπτει σαφής και απότομη άνοδος της παραγωγής, καθώς οι Έλληνες κατασκευαστές κατέγραψαν την ταχύτερη αύξηση σε διάστημα λίγο μεγαλύτερο των δύο ετών, διαπιστώνουν οι αναλυτές της IHS. Πιο συγκεκριμένα, η αύξηση της παραγωγής συνδέθηκε με τη μεγαλύτερη εισροή νέων παραγγελιών, ενώ η επανεκκίνηση των κλάδων τουρισμού και φιλοξενίας ενίσχυσε τις πωλήσεις.
Ταυτόχρονα, η εισροή νέων παραγγελιών αυξήθηκε για δεύτερο συνεχή μήνα και με αισθητά ταχύτερο ρυθμό. Η έντονη αύξηση ήταν η ταχύτερη που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2018, καθώς η ζήτηση από την πλευρά των πελατών ενισχύθηκε και οι εταιρείες απέκτησαν νέους πελάτες. Οι κατασκευαστές κατέγραψαν επίσης εκ νέου αύξηση των νέων παραγγελιών εξαγωγών, δίνοντας τέλος σε μια περίοδο 14 μηνών συνεχούς μείωσης.
Ελλείψεις πρώτων υλών αύξησαν το κόστος εισροών
Οι παραγωγοί αγαθών εξακολούθησαν να καταγράφουν σημαντική επιδείνωση της απόδοσης των προμηθευτών. Σύμφωνα με την έρευνα, οι ελλείψεις πρώτων υλών και εξαρτημάτων, παράλληλα με τις καθυστερήσεις στις μεταφορές λόγω των μέτρων περιορισμού της πανδημίας COVID-19, οδήγησαν σε εκτεταμένες καθυστερήσεις.
Συνεπώς, η επιβάρυνση του κόστους εκτοξεύθηκε και πάλι στα ύψη τον Μάιο. Οι ελλείψεις πρώτων υλών, και ιδιαίτερα ορισμένων υλικών όπως μέταλλα και υλικά συσκευασίας, συνδέθηκαν ευρέως με την αύξηση των τιμών εισροών. Ο ρυθμός αύξησης του κόστους ήταν ο δριμύτερος που έχει καταγραφεί στην ιστορία της έρευνας, καθώς οι εταιρείες προσπάθησαν γενικότερα να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος των τιμών εισροών στους πελάτες τους.
Ως εκ τούτου, οι τιμές χρέωσης αυξήθηκαν με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από το τέλος του 2002, όταν ξεκίνησε η συλλογή των συγκεκριμένων στοιχείων. Κατ’ αναλογία με τις αναταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι εταιρείες αύξησαν τις αγορές εισροών με έντονο ρυθμό τον Μάιο. Ωστόσο, τα αποθέματα προμηθειών εξακολούθησαν να μειώνονται, καθώς τα υφιστάμενα αποθέματα χρησιμοποιήθηκαν για την υποστήριξη της παραγωγής.
Παρά την ταχύτερη αύξηση των επιπέδων απασχόλησης που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2020, οι εταιρείες κατέγραψαν την πρώτη συσσώρευση αδιεκπεραίωτων εργασιών που έχει καταγραφεί από τον Ιανουάριο του 2019. Σύμφωνα με την έρευνα, η πίεση στο εργατικό δυναμικό οφειλόταν στις ελλείψεις εξαρτημάτων και στη σφοδρή αύξηση των νέων παραγγελιών.
Τέλος, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη βελτιώθηκε στον μέγιστο βαθμό που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο του 2020, λόγω της ενισχυμένης ζήτησης από την πλευρά των πελατών.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, η Siân Jones, οικονομολόγος στην IHS Markit, σημείωσε μεταξύ άλλων:
«Τα στοιχεία της έρευνας PMI για τον Μάιο υπέδειξαν περαιτέρω αύξηση της δυναμικής του ελληνικού μεταποιητικού τομέα. Η επανεκκίνηση βασικών κλάδων της οικονομίας, παράλληλα με την αυξημένη εμπιστοσύνη από την πλευρά των πελατών ενίσχυσε τις νέες πωλήσεις, ενώ επίσης καταγράφηκε εκ νέου άνοδος της ζήτησης από το εξωτερικό. Ενθαρρυντικό ήταν το γεγονός ότι η επιχειρηματική εμπιστοσύνη και ο ρυθμός δημιουργίας θέσεων εργασίας αυξήθηκαν σε τόσο υψηλό βαθμό που αντίστοιχος έχει να παρατηρηθεί από τον περασμένο Φεβρουάριο».
Παρόλ’ αυτά, όμως, συμπλήρωσε, «οι προσπάθειες δημιουργίας αποθεμάτων παρεμποδίστηκαν από τους βραδύτερους χρόνους παράδοσης προμηθειών και την εκτόξευση των τιμών εισροών στα ύψη. Παρότι οι εταιρείες έκαναν προσπάθειες να μετακυλίσουν την υψηλότερη επιβάρυνση κόστους στους πελάτες, ο ρυθμός αύξησης των χρεώσεων εξακολούθησε να είναι πολύ χαμηλότερος από τον αντίστοιχο ρυθμό των τιμών εισροών».
Σύμφωνα με την ίδια, μέσα στο 2021, οι τιμές καταναλωτή αναμένεται ότι θα αυξηθούν κατά μέσο όρο μόνο 0,3% σε σύγκριση με εκείνες που παρατηρήσαμε το 2020, καθώς οι εταιρείες προσπαθούν να αυξήσουν τις πωλήσεις τους παρά τις σημαντικές αυξήσεις των τιμών από την πλευρά των προμηθευτών.