Η παγκόσμια οικονομική κρίση που οι επιπτώσεις της στην χώρα εμφανίστηκαν το 2008/09 και η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση που ακολούθησε σε συνδυασμό με τις πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης που επιβλήθηκαν από τους Θεσμούς (EE, EKT, ΔNT) επηρέασαν σημαντικά τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα λόγω της δραστικής μείωσης του ΑΕΠ (περίπου κατά ¼) και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, με αντίκτυπο στη συνολική ζήτηση και κατ’ επέκταση στην οικονομική δραστηριότητα και την κερδοφορία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Παράλληλα, η κρίση στον τραπεζικό τομέα έκανε δυσχερέστερη την πρόσβαση στην αναγκαία χρηματοδότηση για τις επιχειρήσεις αυτές. Επιπρόσθετα, η οικονομική ύφεση έφερε στην επιφάνεια τα διαχρονικά διαρθρωτικά προβλήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ιδιαίτερα την στενή εξάρτησή τους από την εγχώρια ζήτηση και την υποεπένδυση στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών προορισμένων για τη διεθνή αγορά.
Τα παραπάνω επισημαίνονται στη μελέτη του ΙΜΕ της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών και Εμπόρων με θέμα: «επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στα εισοδήματα και στις συνθήκες διαβίωσης των μικρών επιχειρηματιών και αυτοαπασχολουμένων: νέες μορφές ανισοτήτων, κίνδυνος φτώχειας και ο ρόλος του κοινωνικού κράτους».
Όπως τονίζουν οι συντάκτες της μελέτης, από την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης ιδιαίτερα δριμείες ήταν οι επιπτώσεις στα εισοδήματα των μικρών επιχειρηματιών και αυτοαπασχολούμενων που σημειώνουν απότομη και σημαντική μείωση ως το 2014 ενώ στην συνέχεια παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο.
Θεμελιώδες για την παρούσα φάση είναι το συμπέρασμα των ερευνητών ότι «με ασφάλεια μπορούμε πλέον να υποστηρίξουμε ότι το ασφυκτικό οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον το οποίο έχει διαμορφωθεί από την 10ετή οικονομική κρίση και τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, άσκησε σημαντικά αρνητική επίδραση στο χώρο των μικρών και πολύ μικρών επιχειρηματιών και των αυτοαπασχολουμένων. Ταυτοχρόνως, σήμερα, η Ευρώπη και η Ελλάδα, λόγω της πανδημία του ιού SARS-COV-2, βρίσκονται αντιμέτωπες με μια νέα σημαντική οικονομική ύφεση, που σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Άνοιξη 2020) θα είναι ιδιαίτερα υψηλή στην περίπτωση της χώρας μας. Έτσι, η Ελλάδα κατά τη φάση της εξόδου της από την πολύχρονη οικονομική κρίση και τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής έρχεται αντιμέτωπη με μία οξεία και απότομης κλιμάκωσης «κρίσης μέσα στην κρίση» λόγω των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας».
Μεγαλύτερο το πλήγμα για τους αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό
Από την εμφάνιση της οικονομικής κρίσης ιδιαίτερα δριμείες ήταν οι επιπτώσεις στα εισοδήματα των μικρών επιχειρηματιών και αυτοαπασχολούμενων που σημειώνουν απότομη και σημαντική μείωση ως το 2014 ενώ στην συνέχεια παραμένουν σε χαμηλό επίπεδο.
Η μείωση αυτή επηρέασε περισσότερο το επίπεδο διαβίωσης των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό δεδομένου ότι τα εισοδήματά τους κινούνται πάντα σε χαμηλότερο επίπεδο από το αντίστοιχο του μέσου για το σύνολο του πληθυσμού της χώρας. Αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει ότι στην Ελλάδα μεγάλο μερίδιο της αυτοαπασχόλησης στην ουσία υποκαθιστά μορφές τυπικής εξαρτημένης εργασίας, με δυσμενέστερους όρους εφόσον δεν παρέχουν πλήρη εργασιακά δικαιώματα και αντίστοιχες αμοιβές, ενώ παράλληλα επωμίζονται οι ίδιοι οι αυτοαπασχολούμενοι το κόστος της ασφάλισης. «Αποτελούν, δηλαδή, συχνά καλυμμένες σχέσεις εξαρτημένης εργασίας, χαμηλού κόστους για τους εργοδότες. Το εισόδημα των αυτοαπασχολουμένων με προσωπικό κινείται πάντα σε υψηλότερο επίπεδο τόσο από το αντίστοιχο εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό όσο και από μέσο εισόδημα του συνόλου του πληθυσμού», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Η συγκριτική ανάλυση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ15, που αποτελούν τα παλαιότερα μέλη, αποκαλύπτει ότι την περίοδο 2009-2016, η μείωση των ατομικού εισοδήματος στην Ελλάδα (σε τιμές αγοραστικής δύναμης) ήταν ιδιαίτερα μεγάλη (33,3 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχέση με το αντίστοιχο μέσο εισόδημα της Δανίας), αρκετά μεγαλύτερη από αυτή της Ισπανίας που είναι η χώρα της ΕΕ15 με την αμέσως χειρότερη επίδοση στο πεδίο αυτό. Επιπρόσθετα το μέσο ατομικό εισόδημα στην Ελλάδα σε τιμές αγοραστικής δύναμης είναι με διαφορά το χαμηλότερο στην ΕΕ15, αντιπροσωπεύοντας το 2016 μόλις το 27,7% του αντίστοιχου εισοδήματος της Δανίας και περίπου 50% του αντίστοιχου της Ισπανίας.
Η σύγκριση όμως είναι δυσμενέστερη όταν αναφερόμαστε στα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων και ιδιαίτερα αυτών χωρίς προσωπικό. Την ίδια περίοδο η αντίστοιχη μείωση των εισοδημάτων των αυτοαπασχολούμενων ήταν μεγαλύτερη αυτής του συνόλου του πληθυσμού, με προφανείς τις επιπτώσεις στο επίπεδο διαβίωσή τους. Ομοίως, το ατομικό εισόδημα των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό το 2016 ήταν σημαντικά χαμηλότερο του αντίστοιχου των υπολοίπων χωρών της ΕΕ15. Μάλιστα, αυτή η διαφορά είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που παρουσίαζε το μέσο εισόδημα του συνόλου του πληθυσμού.
Αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών
Την επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των αυτοαπασχολούμενων αποκαλύπτουν και οι εκτιμήσεις του δείκτη αποστέρησης που μετράει την ικανότητα του νοικοκυριού να καλύψει ορισμένες βασικές ανάγκες (αγαθά και υπηρεσίες) που θεωρούνται κρίσιμες για την ευημερία και το επίπεδο διαβίωσης των μελών του. Η υλική αποστέρηση αυξήθηκε σημαντικά την περίοδο της κρίσης για τους αυτοαπασχολούμενος με και χωρίς προσωπικό αν και υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Το 2017, υλική αποστέρηση, δηλαδή αδυναμία να καλύψει τουλάχιστον 3 από τις 9 βασικές ανάγκες, αντιμετωπίζει το 28,3% των αυτοαπασχολούμενων με προσωπικό και το 12,2% των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό. Τα αντίστοιχα ποσοστά υλικής αποστέρησης για το 2008 ήταν 20,1% και 5,3%. Ακραία υλική αποστέρηση, δηλαδή αδυναμία να καλύψουν 4 τουλάχιστον από τις 9 βασικές ανάγκες, αντιμετωπίζει το 2017 το 4,6% των αυτοαπασχολούμενων με προσωπικό και το 14,0% των αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό.
Στον πίνακα που ακολουθεί αποτυπώνεται η υλική και ακραία υλική αποστέρηση ανά υποομάδα αυτοαπασχολούμενων (έρευνες 2008 και 2017):
«Κλειδιά» η αύξηση του εισοδήματος και η κοινωνική προστασία
Κατά συνέπεια η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των αυτοαπασχολούμενων και μικρών επιχειρηματιών και η άμβλυνση της φτώχειας και της αποστέρησης που βιώνει μεγάλο τμήμα της πληθυσμιακής αυτής ομάδα θα πρέπει να εστιάσει στην βελτίωση τόσο της οικονομικής τους δραστηριότητας και των εισοδημάτων που αντλούν από την αγορά όσο και της αποτελεσματικότητας του συστήματος κοινωνικής προστασίας.
Ως προς το πρώτο, απαραίτητη κρίνεται η εισαγωγή δέσμη μέτρων στήριξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, με στόχο την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματός τους και τη διατήρηση μιας βιώσιμης παραγωγικής βάσης με προοπτική εξέλιξης και προσαρμογής στο διεθνές μεταβαλλόμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον όπως:
● Σύνδεση χρηματοδοτήσεων κοινοτικών πόρων για τη στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, σε τομείς βιώσιμους, κατόπιν έγκρισης επιχειρηματικών πλάνων.
● Μέριμνα για τη μείωση των φορολογικών βαρών με την εφαρμογή ενός ρεαλιστικού και μεταβαλλόμενου αφορολόγητου ορίου.
● Φορολογικές και ασφαλιστικές διευκολύνεις για έναρξη επιτηδεύματος και προστασία του εισοδήματος των αυτοαπασχολουμένων.
● Φορολογικά κίνητρα για την προώθηση συγχωνεύσεων μεταξύ μικρομεσαίων επιχειρήσεων κοινών δραστηριοτήτων ή παρεμφερών δραστηριοτήτων με στόχο τη μείωση των λειτουργικών εξόδων και την ανταλλαγή τεχνογνωσίας μέσα από συνέργειες.
● Εισοδηματικά μέτρα στήριξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό (είτε προϊόντα, είτε υπηρεσίες).
● Επιδότηση για αγορά και εγκατάσταση νέων τεχνολογιών, με στόχο την απόδοση κινήτρων ένταξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην εφαρμογή μεθόδων απομείωσης του κόστους λειτουργίας. Με αυτό τον τρόπο δίδεται η δυνατότητα σε μικρομεσαίους επιχειρηματίες να έρθουν σε επαφή με χρήσιμες και λειτουργικά προηγμένες πρακτικές που χρησιμοποιούνται διεθνώς στους κλάδους δραστηριότητάς τους.
● Μέτρα τόνωσης της ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες με εγχώρια προστιθέμενη αξία, που σε μεγάλο βαθμό στη χώρα προέρχονται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ως προς το δεύτερο, απαραίτητη είναι η βελτίωση του συστήματος κοινωνικής προστασίας ώστε να γίνει πιο αποτελεσματικό στην αναπλήρωση του εισοδήματος, την μείωση των κενών στην προστασία και την αντιμετώπιση των κοινωνικών κινδύνων όπως αυτών της ανισότητας και της φτώχειας. Το σύστημα κοινωνικής προστασίας δεν θα πρέπει όμως να αντιμετωπιστεί μόνο ως μηχανισμός αναπλήρωσης του εισοδήματος αλλά ως οργανικό κομμάτι της μακροοικονομικής πολιτικής και κατά συνέπεια ως εργαλείο επηρεασμού της οικονομικής μεγέθυνσης αλλά και της συνολικής ζήτησης.
Η βελτίωση του συστήματος κοινωνικής προστασίας θα πρέπει να εστιάσει στα παρακάτω:
● Αύξηση των δαπανών για κοινωνική προστασία, οι οποίες έχουν μειωθεί σημαντικά την περίοδο της κρίσης όχι μόνο ως κατά κεφαλήν δαπάνη αλλά και ως ποσοστό του ΑΕΠ (παρόλη τη δραματική μείωση του ΑΕΠ την ίδια περίοδο). Επιπρόσθετα, η αύξηση των δαπανών για κοινωνική προστασία, μέσω της υψηλής τιμής των αντίστοιχων δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών, αναμένεται να οδηγήσει σε μεγέθυνση του ΑΕΠ και της εγχώριας ζήτηση με πρόσθετα οφέλη στα εισοδήματα που προέρχονται από την μικρή επιχειρηματικότητα και τη αυτοαπασχόληση
● Βελτίωση της αποτελεσματικότητας στη χρήση των διαθέσιμων πόρων με την αλλαγή βασικών δομικών του χαρακτηριστικών, αξιοποιώντας την διεθνή εμπειρία. Η συγκριτική ανάλυση αποκαλύπτει ότι συστήματα που χαρακτηρίζονται από καθολικού τύπου παροχές, όπως αυτά που έχουν αναπτυχθεί στις σκανδιναβικές χώρες, είναι περισσότερο αποτελεσματικά στην αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων και στην μείωση της ανισότητας, της φτώχειας και της αποστέρησης. Οι πολιτικές δημοσιονομικής πειθαρχίας που έχουν επιβληθεί στη χώρα μετασχηματίσουν το σύστημα κοινωνικής προστασίας στα πρότυπα των υπολειμματικών καθεστώτων, εξασθενώντας περαιτέρω την αναδιανεμητική του ικανότητα.
● Ενίσχυση των κοινωνικών παροχών σε είδος έναντι των χρηματικών επιδομάτων. Οι παροχές σε είδος (λ.χ. φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, περίθαλψη, εκπαίδευση κ.λπ.) εμφανίζονται περισσότερο αποτελεσματικές στην βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης των νοικοκυριών εφόσον καλύπτουν βασικές ανάγκες τους. Παράλληλα αυξάνει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών για την κάλυψη άλλων αναγκών και απελευθερώνονται πόροι και εργασία που επηρεάζουν θετικά το εισόδημα του νοικοκυριού και την συνολική απασχόληση. Επιπρόσθετα τα επιδόματα σε είδος έχουν υψηλότερους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές και κατά συνέπεια μεγαλύτερη επίδραση στην μεγέθυνση του ΑΕΠ της χώρας. Η αύξηση του ΑΕΠ, των εισοδημάτων και της απασχόλησης θα έχουν ταυτόχρονα αύξηση της εγχώριας ζήτησης με θετικές επιπτώσεις στα στην μικρή επιχειρηματικότητα και τα εισοδήματα των αυτοαπασχολούμενων.
Δείτε εδώ όλη τη μελέτη: