Η συζήτηση για την επόμενη ημέρα της πανδημίας όσον αφορά την οικονομία της ευρωζώνης έχει ανάψει και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε δεν θα μπορούσε να λείπει από τον… χορό. Ειδικά καθώς τα τελευταία στοιχεία για τον πληθωρισμό – τον Μάιο αναμένεται για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια να βρεθεί πάνω από το όριο του 2% που έχει θέσει η ΕΚΤ – χτυπούν ένα ευαίσθητο νεύρο των Γερμανών. Τουλάχιστον, εκείνων που συμφωνούν με τις απόψεις του Σόιμπλε, οι οποίοι κάθε άλλο παρά λίγοι είναι.

Ο νυν πρόεδρος της γερμανικής Βουλής και πρώην υπουργός Οικονομικών αποφάσισε, λοιπόν, να «χτυπήσει», αποδεικνύοντας ότι συνεχίζει να διεκδικεί τον ρόλο του θεματοφύλακα της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Το έκανε δε μέσω ενός άρθρου του στους Financial Times, γνωρίζοντας ότι από εκεί το μήνυμά του θα φτάσει που πρέπει.

«Οφείλουμε να επιστρέψουμε στη νομισματική και δημοσιονομική κανονικότητα. Το βάρος του δημόσιου χρέους πρέπει να μειωθεί. Διαφορετικά, υπάρχει κίνδυνος η πανδημία της Covid-19 να ακολουθηθεί από μια «πανδημία χρέους», με σοβαρότατες οικονομικές συνέπειες για την Ευρώπη», γράφει χαρακτηριστικά, επαναλαμβάνοντας επιτακτικά ένα σχήμα που έχει επινοήσει και χρησιμοποιήσει και σε άλλες παρεμβάσεις του.

Να επιβληθεί, σε όσους δεν μπορούν!

Σε αυτό το πλαίσιο – ωσάν να είναι ακόμη το απόλυτο «αφεντικό» του Eurogroup – καλεί «όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης να καταβάλουν προσπάθειες ώστε να επιστρέψουν σε πιο αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία». Μάλιστα, τάσσεται σαφώς υπέρ της άσκησης πίεσης προς αυτή την κατεύθυνση από τους «θεσμούς», ειδικά προς τις χώρες με τα μεγαλύτερα «ανοίγματα».

«Η εμπειρία δείχνει πως οι ισοσκελισμένοι ισολογισμοί σε χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους είναι πρακτικά ανέφικτοι χωρίς να υπάρχει εξωτερική πίεση προς αυτές. Εάν αφεθούν στα δικά τους εργαλεία, τα μέλη μιας συνομοσπονδίας κρατών είναι πιθανό να υποκύψουν στον πειρασμό της συνέχισης της ύπαρξης χρέους σε βάρος της υπόλοιπης κοινότητας», γράφει επίσης.

Δεν χωράει ιδιαίτερη σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι τα «βέλη» του Σόιμπλε στρέφονται πρωτίστως προς την κατεύθυνση δύο χωρών: Της Ελλάδας, που αποτελεί τον κλασικό και εύκολο στόχο του, κυρίως όμως της Ιταλίας, το μέγεθος της οποίας – μαζί και τους χρέους της, που φέτος αναμένεται να αγγίξει το 160% – είναι σε θέση να… παρασύρει το σύνολο της ευρωζώνης και της ΕΕ.

Φαίνεται, μάλιστα, πως ο ίδιος θεωρεί ότι ο άνθρωπος στον οποίο βασίστηκε κατά την προηγούμενη κρίση σήμερα… κάνει νερά, έχοντας περάσει στην πολιτική. Πρόκειται, βεβαίως, για τον Μάριο Ντράγκι, ο οποίος είναι σαφές ότι βρίσκεται στο στόχαστρο του «οργισμένου» Σόιμπλε.

Τα συζητήσαμε, τα συμφωνήσαμε

«Έχουμε συζητήσει αυτό το θέμα με τον Μάριο Ντράγκι σε πολλές περιπτώσεις. Συμφωνούσαμε πάντα ότι, δεδομένης της δομής της ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης, η ανταγωνιστικότητα και οι βιώσιμες οικονομικές πολιτικές ανήκουν στην ευθύνη των κρατών-μελών. Είμαι βέβαιος ότι πρόθεσή του είναι να τηρήσει αυτή την αρχή και ως πρωθυπουργός της Ιταλίας. Είναι κάτι σημαντικό, τόσο για την Ιταλία όσο και για ολόκληρη την ΕΕ», γράφει χαρακτηριστικά στους FT.

Όσο για το τι προτείνει ο Σόιμπλε σε περίπτωση που τα «κακά παιδιά» δεν συμμορφωθούν; «Καρότο και μαστίγιο», όπως λέει, κατά τα πρότυπα του ΔΝΤ, καθώς και μια Κομισιόν με αναβαθμισμένες αρμοδιότητες που να μπορεί να επαναφέρει τους πάντες στην δημοσιονομική τάξη.

Μετά και από αυτό, μπορεί ο καθένας να φανταστεί πού θα οδηγηθεί η συζήτηση την οποία έχει ανοίξει ήδη η Γαλλία, με τη στήριξη και άλλων χωρών, για μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και μόνιμη χαλάρωση των ορίων που προβλέπει για το χρέος και το έλλειμμα…

Η μάχη έρχεται και θα είναι σκληρή!

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
Reuters Αποκλειστικό: Πιέσεις ΕΚΤ προς Raiffeisen και UniCredit για τη δημιουργία αποθεματικού για τη Ρωσία
Διεθνή |

Reuters Αποκλειστικό: Πιέσεις ΕΚΤ προς Raiffeisen και UniCredit για τη δημιουργία αποθεματικού για τη Ρωσία

Η ΕΚΤ επιδιώκει να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι δύο τράπεζες από τη λειτουργία τους σε μια χώρα στην οποία δεν έχουν πλέον αποτελεσματικό έλεγχο των δραστηριοτήτων του