Σε συνέχεια των ransomware επιθέσεων στις Massachusetts Streamline Authority και JBS, το τμήμα έρευνας της Check Point Software Technologies, Check Point Research (CPR), έδωσε στη δημοσιότητα στοιχεία που έχει συλλέξει σχετικά με τη ρωσική ομάδα ransomware Revil, που θεωρείται υπεύθυνη για πρόσφατες ransomware επιθέσεις.

Η ρωσική ομάδα ransomware Revil είναι μια από τις πιο σημαντικές οικογένειες ransomware στον πλανήτη και είναι υπεύθυνη για δεκάδες σημαντικές παραβιάσεις από το 2019. Ένας από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησαν στην επιτυχία της είναι η χρήση της τεχνικής Double Extortion, μια τεχνική όπου οι απειλητικοί παράγοντες κλέβουν δεδομένα από οργανισμούς και επιπλέον προχωρούν σε κρυπτογράφηση αρχείων.

Αυτό σημαίνει ότι, καθώς όχι μόνο απαιτούν λύτρα για την αποκρυπτογράφηση δεδομένων, αλλά μπορούν σε δεύτερο χρόνο να απειλήσουν με διαρροή των κλεμμένων πληροφοριών, εάν δεν πραγματοποιηθεί εκ νέου πληρωμή.

Η Revil είναι επίσης γνωστή για τη συνεργασία της με εξελιγμένους χάκερς, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την παραβίαση νέων στόχων, την εκροή δεδομένων και την κρυπτογράφηση δικτύων. Με τη σειρά του, ο όμιλος Revil παρέχει σε αυτούς το ίδιο το ransomware, τον ιστότοπο διαρροής και όλα όσα σχετίζονται με τα χρήματα: από τη διαπραγμάτευση έως την πληρωμή.

Σε ευρύτερη κλίμακα, η ομάδα ransomware Revil ανακοίνωσε τον Φεβρουάριο του 2021 ότι πρόσθεσε δύο στάδια στο σχήμα Double Extortion: επιθέσεις DDoS και τηλεφωνικές κλήσεις στους συνεργάτες των εταιρειών-θύματα και στα μέσα ενημέρωσης. Η ομάδα προσφέρει τώρα στους συνεργαζόμενους μαζί της χάκερς, επιθέσεις DDoS και φωνητικές κλήσεις VOIP σε δημοσιογράφους και συνεργάτες ως δωρεάν υπηρεσία, κάτι που έχει σχεδιαστεί για να ασκήσει περαιτέρω πίεση στην εταιρεία-θύμα για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις λύτρων εντός του καθορισμένου χρόνου.

Τον Απρίλιο του 2021, η Revil παρουσίασε τη χρήση αυτού που αποκαλούμε τεχνική Triple Extortion. Αυτή τη φορά η συμμορία παραβίασε με επιτυχία την Quanta Computer, μια εξέχουσα κατασκευάστρια εταιρεία πρωτότυπου σχεδιασμού φορητών υπολογιστών (ODM) με έδρα την Ταϊβάν και επιχειρηματικού συνεργάτη της Apple. Μετά την ransomware επίθεση, της ζητήθηκε πληρωμή περίπου 50 εκατομμυρίων δολαρίων, μαζί με την προειδοποίηση ότι το ποσό θα διπλασιαστεί αν δεν καταβληθεί εγκαίρως.

Δεδομένου ότι η εταιρεία αρνήθηκε να επικοινωνήσει μαζί τους, οι επιτιθέμενοι προχώρησαν σε εκβιασμό της Apple απευθείας, απαιτώντας από αυτήν να επαναγοράσει σχέδια των προϊόντων της που βρέθηκαν στο δίκτυο της Quanta Computer. Περίπου μια εβδομάδα αργότερα, η Revil περιέργως αφαίρεσε τα σχέδια της Apple από τον επίσημο ιστότοπο της διαρροής δεδομένων.

Μετά την ransomware επίθεση της DarkSide στην Colonial Pipeline και την διεθνή πίεση επιβολής του νόμου που την ακολούθησε, μεγάλες υπόγειες ρωσικές κοινότητες απαγόρευσαν τη μελλοντική προώθηση έργων θυγατρικών ransomware όπως η Revil. Κάτι που αναμένεται να δούμε πως θα επηρεάσει τις ransomware δραστηριότητες όπως της Revil στο μέλλον.

Τέλος, το τμήμα έρευνας της Check Point Software Technologies, Check Point Research (CPR) ανακάλυψε σε ένα υπόγειο ρωσικό φόρουμ τους «κανόνες εργασίας» της Revil, που συμπεριλαμβάνουν απαγόρευση στόχευσης εντός της πρώην Σοβιετικής Ένωσης (μετέπειτα Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών/ ΚΑΚ), συμπεριλαμβανόμενης της Ουκρανίας.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Τεχνολογία
NIS2: Τι αλλάζει για τις επιχειρήσεις με τη νέα οδηγία της Ε.Ε.
Τεχνολογία |

Τι αλλάζει για τις επιχειρήσεις με τη νέα οδηγία NIS2 - Η «παγίδα» του λογισμικού

Για τις επιχειρήσεις της Ευρώπης και κατ’ επέκταση της Ελλάδας, η NIS2 μεταφράζεται σε υποχρέωση για μεγαλύτερες και περισσότερες επενδύσεις στον τομέα της κυβερνοασφάλειας

Πράξη για την Κυβερνοανθεκτικότητα: Η Ε.Ε. λαμβάνει μέτρα για ασφαλή προϊόντα τεχνολογίας
Τεχνολογία |

Η Ε.Ε. λαμβάνει μέτρα για ασφαλή προϊόντα τεχνολογίας

Ο νόμος για την κυβερνοανθεκτικότητα - Cybersecurity Resilience Act (CRA) υποχρεώνει κατασκευαστές, διανομείς και εισαγωγείς «έξυπνων» διασυνδεδεμένων συσκευών να τηρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις και προδιαγραφές