Θα συμφωνήσει η Ευρώπη με το σχέδιο του Μπάιντεν για την αντιμετώπιση της Κίνας;
Η ΕΕ έχει γίνει πολύ επιφυλακτική απέναντι στο Πεκίνο, αλλά ορισμένοι ηγέτες ανησυχούν για τη νέα ρητορική Ψυχρού Πολέμου της Ουάσινγκτον
Από τον Ιανουάριο, που ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε τον Λευκό Οίκο, έθεσε ως βασική προτεραιότητα έναν στόχο εξωτερικής πολιτικής, να συνεργαστεί με συμμάχους για να περιορίσει την Κίνα.
Μετά το δράμα και τις εκρήξεις θυμού επί προεδρίας Τραμπ, όταν οι ΗΠΑ ακολουθούσαν μία πολιτική εις βάρος όχι μόνο της Κίνας αλλά και μερικών από τους συμμάχους τους, ο Μπάιντεν επιχειρεί την επανασύνδεση των συμμάχων των ΗΠΑ, με σκοπό την αντιμετώπιση του Πεκίνου.
Ο Μπάιντεν αναφέρθηκε σε αυτό το σχέδιό του, τον Φεβρουάριο, όταν είπε στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου ότι οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ασία έπρεπε να «αντιμετωπίσουν τις οικονομικές καταχρήσεις και τον εξαναγκασμό της κινεζικής κυβέρνησης».
Το σχέδιο Μπάιντεν σημείωσε κάποια επιτυχία στην Ασία, όπου έχει βρει κοινό έδαφος με χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και η Αυστραλία.
Πάραυτα, καθώς ο πρόεδρος προετοιμάζεται για το παρθενικό ταξίδι του στο εξωτερικό, έρχεται αντιμέτωπος με το πιο δύσκολό εγχείρημά του, μέχρι στιγμής, το να προσπαθήσει να μεταπείσει την επιφυλακτική Ευρώπη να συνεργαστεί στενότερα με την Ουάσινγκτον, με απώτερο στόχο της αντιμετώπιση της Κίνας.
Ο Μπάιντεν θα παρευρεθεί στη Σύνοδο G7 στην Κορνουάλη, στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Παρασκευή, πριν κατευθυνθεί στις Βρυξέλλες για τις συνόδους κορυφής του ΝΑΤΟ και της ΕΕ-ΗΠΑ, την επόμενη εβδομάδα. Στη συνέχεια, θα πετάξει για τη Γενεύη, προκειμένου να συναντήσει τον Ρώσο Πρόεδρο, Βλαντιμίρ Πούτιν.
Υπό τις πιθανές δηλώσεις για επανένωση των συμμάχων, ο Μπάιντεν θα πρέπει να αντιμετωπίσει μια αμήχανη πραγματικότητα, προειδοποιούν διπλωμάτες και αξιωματούχοι. Ενώ η ΕΕ έχει αρχίσει να ακολουθεί μία περισσότερο επιθετική πολιτική απέναντι στην Κίνα, έχει διαφορετικές οικονομικές και στρατηγικές προτεραιότητες από τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να ελλοχεύει συνεχώς ο κίνδυνος αυτές οι διαφορές να γίνουν εμφανείς.
«Ορθώς οι ΗΠΑ λαμβάνουν υπόψη τις ανησυχίες της ΕΕ και προσπαθούν να αποφύγουν τις δημόσιες και μη εξυπηρετικές πολιτικές που ακολουθούσε η διακυβέρνηση Τραμπ και Πομπέο», λέει ανώτατος διπλωμάτης της ΕΕ. «Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι τα συμφέροντά μας δεν συγκλίνουν 100%, και η Κίνα το γνωρίζει.»
Αρκετοί που ασχολήθηκαν με τις διαπραγματεύσεις, οι οποίες προηγήθηκαν της συνόδου κορυφής, αναφέρουν ότι ο Μπάιντεν ελπίζει να σφυρηλατήσει συνασπισμούς με ίδια συμφέροντα, ώστε να επιπλήξει την Κίνα για την καταστολή του κινήματος υπέρ της Δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ, την καταστολή των Ουιγούρων, την επιθετική στρατιωτική δραστηριότητα στη Νότια και Ανατολική Κίνα και τη χρήση οικονομικού εξαναγκασμού ως αντίποινα στις κριτικές εναντίον των πολιτικών της.
Η Σύνοδος G7 θα συζητήσει τρόπους ενίσχυσης των έργων υποδομής σε χώρες μεσαίου και χαμηλότερου εισοδήματος, αποβλέποντας στην ουσιαστική αντιμετώπιση της πρωτοβουλίας «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» της Κίνας. Εν τω μεταξύ, η ΕΕ και οι ΗΠΑ επιθυμούν να βρουν κοινούς τρόπους συνεργασίας για ζητήματα, όπως η πώληση ευαίσθητης τεχνολογίας στην Κίνα.
Τα διάφορα κράτη αναγνωρίζουν με θλίψη την ανάγκη να συνεργαστούν, μετά από τις πικρές φιλονικίες επί Τραμπ, καθώς προσπαθούν να στείλουν ένα σαφές μήνυμα στην Κίνα, ότι, στο εξής, δεν θα είναι τόσο εύκολο να διαλυθούν οι συμμαχίες τους.
Ωστόσο, ο Μπάιντεν θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός να μην απομακρύνει τους συμμάχους του – ιδίως τη Γερμανίδα Καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ – οι οποίοι κρατούν επιφυλακτική στάση στη ρητορική τύπου ψυχρού πολέμου που ακολουθεί ο Μπάιντεν εναντίον της Κίνας. Ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος αναφέρει ότι σε ορισμένες χώρες της ΕΕ δεν αρέσει ο όρος «αντίπαλος», ο οποίος χρησιμοποιείται συχνά από την Ουάσινγκτον για να αναφερθεί στο Πεκίνο.
Ο Νώε Μπάρκιν της ερευνητικής ομάδας Rhodium Group λέει ότι, ενώ οι ΗΠΑ και η ΕΕ μοιράζονται πολλές ανησυχίες για την Κίνα, έχουν διαφορετικές απόψεις για το πώς θα πρέπει να κινηθούν. «Η Ευρώπη έχει τα δικά της συμφέροντα», προσθέτει ο ίδιος. «Δεν πρόκειται να υπάρξει απρόσκοπτη συνεργασία για την αντιμετώπιση Κίνας.»
Τα τελευταία δύο χρόνια, η Ευρώπη έχει περάσει από μία σταδιακή, αλλά ουσιαστική, επαναξιολόγηση των σχέσεων της με την Κίνα, καθώς οι ηγέτες των κρατών μελών της ανταπαντούν στην αυταρχική προσέγγιση του Προέδρου Σι Τζινπίνγκ, η οποία επιδεινώθηκε μετά τις σκληρές πολιτικές των διπλωματών “wolf warrior” («Διπλωματία του Πολεμιστή –Λύκου») του Πεκίνου.
Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και της Γερμανίας, έχουν αρχίσει να ανταποκρίνονται θετικά στην αποστολή πλοίων του Ναυτικού στη θάλασσα της Νότιας Κίνας, με σκοπό να ενισχύσουν το μήνυμα περί ελεύθερης ναυσιπλοΐας, που θέλουν να περάσουν οι ΗΠΑ στη συγκεκριμένη περιοχή.
Παρόλο που οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι οι χώρες αυτές δεν θα τις βοηθήσουν, σε περίπτωση σύγκρουσης για την Ταϊβάν — σε αντίθεση με τους συμμάχους τους βάσει αμυντικών συνθηκών, όπως η Ιαπωνία — ο συμβολισμός αυτός θα περάσει το μήνυμα στην Κίνα ότι οι ΗΠΑ δεν είναι μόνες.
Η ολοένα και πιο κατηγορηματική στάση της ΕΕ απέναντι στην Κίνα έγινε πιο έντονη μετά την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να παγώσει την επικύρωση της προτεινόμενης επενδυτικής Συνθήκης με το Πεκίνο. Αυτό ήταν παρεπόμενο της αντίποινας στην οποία αποφάσισε να προχωρήσει το Πεκίνο, επιβάλλοντας κυρώσεις στους πολιτικούς και τους θεσμούς της ΕΕ. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ανταπάντηση στα συντονισμένα σωφρονιστικά μέτρα που επιβλήθηκαν από την ΕΕ, τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τον Καναδά σε Κινέζους αξιωματούχους για την καταπίεση των Ουιγούρων στη βορειοδυτική επαρχία Σινγιάνγκ.
Ο «μαρασμός» της λεγόμενης Πρωτοβουλίας 17+1 των κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης σε συνεργασία με την Κίνα αποτελεί ακόμη ένα παράδειγμα του αυξανόμενου χάσματος μεταξύ της ΕΕ και του Πεκίνου. Η Πρωτοβουλία αυτή, στην οποία συμμετέχουν 12 κράτη από την ΕΕ, θεωρήθηκε κάποτε μία δίοδος για τα μικρότερα κράτη μέλη να αποκτήσουν κινεζικές επενδύσεις και να κερδίσουν χρόνο με κορυφαίους αξιωματούχους. Τώρα, η Λιθουανία έχει αρνηθεί δημοσίως την πρωτοβουλία, ενώ, παράλληλα, και άλλες χώρες της ΕΕ έχουν ξεκινήσει απομακρύνονται από αυτήν.
Ο νέος τρόπος που αντιμετωπίζει η Ευρώπη την Κίνα έγινε εμφανής σε ένα έγγραφο του 2019 που περιέγραφε το Πεκίνο ως εταίρο και οικονομικό ανταγωνιστή για ορισμένες περιοχές, αλλά χαρακτήρισε, για πρώτη φορά, την Κίνα «Συστημικό αντίπαλο». Οι ομάδες άσκησης πίεσης εντός της βιομηχανικής ένωσης BDI της Γερμανίας δημοσίευσαν ένα απροσδόκητα σκληρό έγγραφο, το ίδιο έτος, στο οποίο ζητούσαν μία πιο σκληρή ευρωπαϊκή προσέγγιση για την αντιμετώπιση των αθέμιτων επιχειρηματικών πρακτικών.
Την ίδια στιγμή, οι Βρυξέλλες έχουν βρει νέες μεθόδους υπεράσπισης των ευρωπαϊκών συμφερόντων από τις αντιληπτές απειλές που προέρχονται από το εξωτερικό και, ειδικά, από την Κίνα. Μεταξύ των σημαντικότερων μεθόδων, πρόσφατα, εντάχθηκε η υποβολή νομοθεσίας, η οποία θα επιτρέπει στην Επιτροπή να λάβει σκληρά μέτρα εναντίον των κρατικών επιχειρήσεων, που βρίσκονται εκτός της ΕΕ, καθώς και τα σχέδια για τον εξαναγκασμό των εταιρείών να τερματίσουν τις καταχρήσεις εντός των αλυσίδων εφοδιασμού τους.
Ο Γουέντι Σέρμαν, αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια ενός πρόσφατου ταξιδιού του στις Βρυξέλλες, έγινε αντιληπτή μια «ριζική αλλαγή» στον τρόπο με τον οποίο η Ευρώπη αντιμετώπιζε την Κίνα.
«Έχουμε σημειώσει σημαντική πρόοδο με την Ευρώπη στο θέμα της Κίνας», λέει ένας ανώτερος αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. «Οι συντονισμένες κυρώσεις στο Σινγιάνγκ αποτέλεσαν σπουδαία συμφωνία. Αν με ρωτούσατε πριν από έξι μήνες εάν πίστευα ότι οι Βρυξέλλες, η Οτάβα, το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον θα ενώνονταν, με σκοπό την επιβολή κυρώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα εναντίον της Κίνας, θα πόνταρα στο ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί.»
Τεχνολογικό μέτωπο
Αλλά αυτό που προβληματίζει τον Μπάιντεν είναι το πώς να μετατρέψει αυτή την από κοινού αντίθεση των κρατών έναντι της Κίνας σε απτή συνεργασία. Το πιο εύκολο εγχείρημα θεωρείται και οι δύο πλευρές να συντονιστούν, με σκοπό την επιλογή κορυφαίων αξιωματούχων, για τους βασικούς διεθνείς φορείς, ώστε να αποτρέψουν την Κίνα από να αποκτήσει περισσότερη εξουσία.
Στη σύνοδο κορυφής ΕΕ-ΗΠΑ, ο σκοπός είναι η δημιουργία ενός Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας, το οποίο θα έχει ως στόχο την ενίσχυση του συντονισμού για το 5G, τους ημιαγωγούς, τις αλυσίδες εφοδιασμού, τους ελέγχους εξαγωγών, τους κανόνες και τα πρότυπα τεχνολογίας. Αυτό θα ήταν μία από τις πιο σημαντικές αλλαγές από την εποχή του Τραμπ, όταν οι Βρυξέλλες αδικούνταν συνεχώς από τις αμερικανικές προεδρικές πρωτοβουλίες εναντίον της Κίνας.
Ωστόσο, ενώ η τεχνολογία θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους τομείς για την αντιμετώπιση της Κίνας, ο Martijn Rasser, πρώην εμπειρογνώμονας της CIA, που τώρα βρίσκεται στη δεξαμενή σκέψης του Κέντρου για τη Νέα Αμερικανική Ασφάλεια (Center for a New American Security think-tank), αναφέρει ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε άμεσα αποτελέσματα, δεδομένης της πολυπλοκότητας των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού.
«Η βιομηχανία ημιαγωγών είναι εξαιρετικά παγκοσμιοποιημένη και οι αλυσίδες εφοδιασμού είναι εξαιρετικά πολύπλοκες. Και είναι, επίσης, κάτι που οι ΗΠΑ και η ΕΕ δεν μπορούν να λύσουν μόνες τους», προσθέτει. «Πρέπει να συνεργαστείτε με την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ταϊβάν.»
Ένας αξιωματούχος της ΕΕ προειδοποιεί ότι εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές διατλαντικές διαφορές σε ό,τι αφορά την τεχνολογία. Το ερώτημα είναι εάν η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα μπορούσαν «να ξεπεράσουν τις διαφορές τους σε ό,τι αφορά την προστασία δεδομένων και τον τεράστιο όγκο δεδομένων και να επικεντρωθούν στις συνθήκες που θα μας επιτρέψουν να επικρατήσουμε τεχνολογικά στον γεωπολιτικό ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων», αναφέρει ο αξιωματούχος.
Οι εντάσεις που επικρατούν για τους ημιαγωγούς δείχνουν το πόσο δύσκολο θα είναι κάτι τέτοιο. Η ολλανδική εταιρεία ASML κυριαρχεί στην αγορά προηγμένων μηχανημάτων, τα οποία χρειάζονται οι κινεζικές εταιρείες, ώστε να κατασκευάσουν τσιπ υψηλής τεχνολογίας, τα οποία είναι απαραίτητα για συσκευές όπως τα smartphones.
Ωστόσο, η ASML δεν μπόρεσε από το 2019 να αποκτήσει άδεια από την Ολλανδική Κυβέρνηση να εξαγάγει τον ισχυρό εξοπλισμό ακραίας υπεριώδους ακτινοβολίας (EUV) στην πολυεθνική εταιρεία κατασκευής ημιαγωγών της Κίνας, στον μεγαλύτερο, δηλαδή, κατασκευαστή τσιπ της χώρας, σύμφωνα με όσους ασχολούνται με το θέμα. Ο Μπάιντεν, την Πέμπτη, απαγόρευσε στους Αμερικανούς να επενδύσουν σε 59 κινεζικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένης και της SMIC.
Η Ολλανδία δεν αποκάλυψε τον λόγο για το πάγωμα των αδειών, αλλά όσοι ασχολούνται με το θέμα αναφέρουν ότι η κυβέρνηση Τραμπ άσκησε επιτυχώς πιέσεις στην ολλανδική κυβέρνηση, εξαιτίας των ανησυχιών της σχετικά με τη δυνατότητα της τεχνολογίας EUV να βοηθήσει τον κινεζικό στρατό να αναπτύξει προηγμένα όπλα. Η ASML εκφράζει την πλήρη κατανόησή της σχετικά με τον χρόνο που χρειάζεται το ολλανδικό Υπουργείο Εξωτερικών ώστε να καταλήξει σε κάποια απόφαση «δεδομένου του σημερινού γεωπολιτικού τοπίου και της ταχέως μεταβαλλόμενης διεθνούς νομοθεσίας».
Η Υπουργός Εμπορίου της Ολλανδίας, Σίγκριντ Κάαγκ, δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι η υπόθεση ASML ήταν υπό «συνεχή» αναθεώρηση. «Οι ισορροπίες είναι προφανώς πολύ λεπτές, αλλά θέλουμε να παραμείνουμε ένα ανοιχτό εμπορικό έθνος, έτσι, είμαστε σε συνεχή διάλογο με τους συμμάχους, καθώς πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο και . . . ευαίσθητο ζήτημα», προσέθεσε η ίδια.
Η Κάαγκ δήλωσε ότι η ΕΕ πρέπει να «συνεργαστεί» με τις ΗΠΑ, προκειμένου να συζητήσουν πολλά θέματα της συμφωνίας τους σχετικά με την Κίνα, αλλά αυτό θα απαιτούσε από την Ένωση να συντονίσει τις δράσεις της και τα διάφορα θεσμικά της όργανα, με σκοπό να αποφύγει τα αντιφατικά αποτελέσματα στην πολιτική που ακολουθεί για την Κίνα.
Δεν υπάρχει εναλλακτική για το Βερολίνο
Στη Γερμανία, η οποία θεωρεί την Κίνα τον μεγαλύτερο εμπορικό της εταίρο, η επιχειρηματική γνώμη έχει σκληρύνει τα τελευταία χρόνια. Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δίνουν αγώνα για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας τους από τη βιομηχανική κατασκοπεία και παρακολουθούν τους Κινέζους ανταγωνιστές να «χτυπoύν» τους Ευρωπαίους αντιπάλους τους.
Παρόλο που οι ΗΠΑ έχουν, συχνά, κατακρίνει τη στάση της Γερμανίας απέναντι στην Κίνα, η οποία δηλώνει ότι κρατάει τη στάση αυτή γιατί δεν θέλει να θέσει σε κίνδυνο τις εξαγωγές της, οι Γερμανοί διπλωμάτες έχουν κατακρίνει δημοσίως την Κίνα για τη μεταχείριση των Ουιγούρων.
Πάραυτα, η Μέρκελ αντιστάθηκε στις προσπάθειες της Γερμανίας να υιοθετήσει μία επιθετική στάση απέναντι στην Κίνα. Όταν μίλησε στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, νωρίτερα αυτό το έτος, έγινε εμφανές το χάσμα μεταξύ της ίδιας και του Μπάιντεν σε ό,τι αφορά την Κίνα.
Η Μέρκελ ήταν, επίσης, ο κύριος παράγοντας πίσω από την απόφαση της EΕ να δεχτεί κινεζικά ανοίγματα, στα τέλη του περασμένου έτους, και να επισπεύσει τη μέχρι τότε καθυστερημένη επενδυτική συμφωνία της Κίνας, τον μήνα πριν την έναρξη της συμφωνίας με τον Μπάιντεν.
Δεδομένων των επικείμενων γερμανικών εκλογών τον Σεπτέμβριο, η Μέρκελ βρίσκεται στη δύση της καριέρας της. Γερμανοί πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένου του Ράινχαρντ Μπουτικόφερ, ευρωβουλευτή του Πράσινου κόμματος, ο οποίος είναι ένας από εκείνους που υπόκεινται σε κινεζικές κυρώσεις, βλέπουν “αλλαγή πορείας” κάτω από τα πόδια της Μέρκελ, καθώς αλλάζει η γερμανική στάση απέναντι στο Πεκίνο.
Ωστόσο, η Καγκελάριος δεν είναι η μόνη που αντιτίθεται σε οποιαδήποτε προσπάθεια διακοπής των οικονομικών σχέσεων μεταξύ Κίνας και ΕΕ. Ο Iuliu Winkler, Ρουμάνος ευρωβουλευτής και μέλος του κεντροδεξιού κόμματος ΕΛΚ, στο οποίο ανήκει το CDU της Μέρκελ, αντιτίθεται σε οποιαδήποτε έννοια «εναλλακτικής επιλογής» μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Ως εκ τούτου, οι διπλωμάτες αναφέρουν ότι οι ΗΠΑ θα ήταν καλό να μην υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους σε ό,τι αφορά την ΕΕ.
Εσωτερικός Διχασμός
Στις συναντήσεις του με συμμάχους τους στην Ευρώπη, ο Μπάιντεν ελπίζει να επαναλάβει μία έκδοση της στρατηγικής παρόμοια με αυτή που ακολούθησε όταν έπεισε τους πρώτους επισκέπτες του Λευκού Οίκου — τον πρωθυπουργό της Ιαπωνίας, Γιοσιχίντε Σούγκα, και τον Πρόεδρο της Νότιας Κορέας, Μουν Τζε-Ιν— να υποστηρίξουν δημοσίως την Ταϊβάν.
«Η στρατηγική που ακολούθησε ο Μπάιντεν με τους Σούγκα και Μουν ήταν να έρθει στις Συνόδους Κορυφής έχοντας απαιτήσεις για την Ταϊβάν και την Κίνα», αναφέρει ο Bonnie Glaser, εμπειρογνώμονας της Κίνας στο γερμανικό ταμείο Μάρσαλ.
Ωστόσο, παρόλο που άσκησε μεγάλη πίεση στο Τόκιο και τη Σεούλ σχετικά με το θέμα, θεωρείται ότι δεν θα είναι ιδιαίτερα αυστηρός απέναντι στην Ευρώπη, λόγω της πιο περίπλοκης φύσης της διαχείρισης μίας Ένωσης, η οποία είναι εσωτερικά διαιρεμένη για το θέμα της Κίνας.
«Οι ΗΠΑ θα προσπαθήσουν να βεβαιωθούν ότι η αντιμετώπιση της Κίνας κατά τη Σύνοδο G7 θα είναι όσο το δυνατόν πιο σκληρή, αλλά δεν θα φτάσει σε ακραία σημεία πιέζοντας τη συζήτηση για θέματα όπως η διαρροή του κορωνοϊού από εργαστήριο», αναφέρει ένα άτομο που ασχολείται με το ζήτημα.
Ο Μπάιντεν δεν θα αντιμετωπίσει ιδιαίτερη εχθρικότητα από τη G7, αφού οι Υπουργοί Εξωτερικών εξέδωσαν πρόσφατα κοινή δήλωση στην οποία ασκούν μια άνευ προηγουμένου κριτική στην Κίνα.
Αλλά ακόμη και σε αυτό το φόρουμ, απόκλιση των προτεραιοτήτων γίνεται αντιληπτή. Ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία έχουν κατακρίνει το Πεκίνο σχετικά με την πολιτική του για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η Ιαπωνία ανησυχεί περισσότερο για τη στρατιωτική δραστηριότητα της Κίνας στις θάλασσες της Νότιας και Ανατολικής Κίνας και δεν έχει, για παράδειγμα, επιβάλει κυρώσεις στην Κίνα για την κατάσταση στη Σινγιάνγκ.
Στη σύνοδο κορυφής ΗΠΑ-ΕΕ, οι δύο πλευρές θα καταβάλλoυν σημαντικό αγώνα για να δώσουν την αίσθηση ότι δεν υπάρχουν διαιρέσεις μεταξύ τους, παρά τις συνεχείς διαφωνίες τους σε τομείς όπως οι επιδοτήσεις αεροσκαφών Boeing-Airbus, που προηγήθηκαν της προεδρείας Τραμπ. Με την κυβέρνηση να επικεντρώνεται στη στρατηγική του Ινδο-Ειρηνικού, ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο Μπάιντεν πρέπει να κινηθεί πιο αποφασιστικά για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.
«Η κυβέρνηση Μπάιντεν γνωρίζει καλά τι θέλει από την Ευρώπη, το να συμβαδίσει, δηλαδή, με την πολιτική της Κίνας», αναφέρει ο Τομ Ράιτ, ειδικός εξωτερικής πολιτικής στο Ίδρυμα Brookings. «Το τι Ευρώπη θέλουν, όμως, είναι λιγότερο σαφές. Τελικά, εάν ο Μπάιντεν θέλει μια Ευρώπη που ανταγωνίζεται την Κίνα, θα πρέπει να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ σκέφτονται για την ΕΕ, τη στρατηγική αυτονομία, την κατανομή των βαρών και το εμπόριο.»
Ενώ ενθουσιάζονται για τα οφέλη που θα αποφέρει η βαθύτερη συνεργασία, αξιωματούχοι και διπλωμάτες της ΕΕ διαμαρτύρονται ότι, μέχρι στιγμής, δεν έχουν δει σημαντικές προτάσεις από τις ΗΠΑ για την έκβαση των Συνόδων. Επισημαίνουν, επίσης, τη συνεχή τάση της Ουάσινγκτον να ανακοινώνει πρωτοβουλίες, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια διαβούλευση με την ΕΕ. Ένα παράδειγμα είναι η απροσδόκητη απόφαση του Μπάιντεν να αποσυρθεί από τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας για τα εμβόλια Covid-19.
Ενώ οι Ευρωπαίοι χαιρετίζουν την αναθέρμανση των σχέσεων τους με τις ΗΠΑ, μετά την εκλογή Μπάιντεν, ορισμένοι ανησυχούν για το τι μπορεί να συμβεί σε τέσσερα χρόνια, ιδιαίτερα με τον Τράμπ να απειλεί ότι θα προσπαθήσει να αναλάβει και πάλι τον Λευκό Οίκο.
Ένας αξιωματούχος αναφέρει ότι η διάθεση της Ευρώπης είναι παρόμοια με τη διάθεση που επικρατούσε επί της προεδρείας του Μπάρακ Ομπάμα, αφού και τότε οι σχέσεις ΗΠΑ και ΕΕ είχαν επιδεινωθεί υπό την προεδρεία του Τζορτζ Μπους, αλλά αυτή τη φορά υπάρχει μία μικρή ανησυχία.
Ο αξιωματούχος προσθέτει: «κανένας δεν πανηγυρίζει για όλα όσα συμβαίνουν».
Πώς ο Πάουελ έκλεψε τα... Χριστούγεννα
Η προφανής χαλάρωση της Fed αναφορικά με τις περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων έχει κάτσει άσχημα στις αγορές
«Τι επιλογή έχουν;»: Οι CEO της Αμερικής προσκυνούν τον Ντόναλντ Τραμπ
Ακόμη και οι εταιρικοί αντίπαλοι του εκλεγμένου προέδρου σπεύδουν να τον αγκαλιάσουν στο Mar-a-Lago
Η εκπληκτική επιτυχία των προγραμμάτων διάσωσης της Ευρωζώνης - Το παράδειγμα της Ελλάδας
Καθώς το κόστος δανεισμού της Ελλάδας πέφτει στα γαλλικά επίπεδα, η «περιφέρεια» του μπλοκ δείχνει την αξία της σταθερής μεταρρύθμισης
Τα οφέλη και τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων
Μπορούμε να αντλήσουμε σημαντικά διδάγματα από την ποικίλη εμπειρία του Ηνωμένου Βασιλείου
Γιατί οι «εξαιρετικές οικονομίες» απαιτούν και μια... εξαιρετική ευελιξία
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να προσαρμόσουν τις προσεγγίσεις τους, μεταξύ άλλων μέσω προληπτικών διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση Τραμπ