Από κλαυθμούς, οδυρμούς και κατάρες συνοδεύθηκε η διαπίστωση έρευνας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι στην Ελλάδα καταγράφεται το υψηλότερο ποσοστό απόρριψης των αιτημάτων μικρομεσαίων επιχειρήσεων για δάνεια από τις τράπεζες, που φθάνει το 22%, έναντι μόλις 8% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα αυτές οι κραυγές έγιναν εντονότερες μετά την επίκληση των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν λάβει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιδοτούμενη ρευστότητα περίπου 44,5 δισ. ευρώ και οι καταθέσεις από το ξέσπασμα της πανδημίας έχουν αυξηθεί κατά περίπου 14 δισ. ευρώ!
Όλα αυτά μεθερμηνευόμενα σημαίνουν ότι είναι «κακές» οι τράπεζες που δεν χορηγούν εις πάντα αιτούντα δάνεια, όπως έως το 2008 για … γαλοπούλες, πασχαλινά αρνιά, διακοπές και άλλα ευχάριστα, και ότι είναι «εχθρός» των μικρομεσαίων επιχειρήσεων το ελληνικό Δημόσιο που δεν δίνει τις προβλεπόμενες εγγυήσεις για τη χρηματοδότησή τους, δηλαδή που προστατεύει τους φορολογούμενους από τυχόν ανάληψη του χρέους από καταπτώσεις των εγγυήσεων αυτών.
Κανονικά, ως καταθέτες και φορολογούμενοι, θα έπρεπε να αισθανόμαστε ανακούφιση που απορρίπτονται αυτές οι αιτήσεις για δάνεια, αφού δεν πληρούν συγκεκριμένα τραπεζικά κριτήρια, τα οποία διασφαλίζουν και τις καταθέσεις και το δημόσιο χρέος. Έτσι, με βάση τη λογική αυτή διαπιστώνεται ότι και πάλι αντιμετωπίζονται στην Ελλάδα μείζονα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα αλληθωρικά ή κατά σχήμα πρωθύστερον, διότι κανονικά θα έπρεπε να αναζητούνται ευθύνες γιατί στην Ελλάδα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν είναι κατά κανόνα ελκυστικές από τις τράπεζες για δανεισμό.
Από μελέτες της ίδιας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι οποίες μάλιστα διεξάγονται κάθε έξι μήνες εξετάζονται οι περιορισμοί στην τραπεζική χρηματοδότηση που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Έτσι, από την εξέταση συγκεκριμένων υποδειγμάτων προκύπτουν ορισμένα χαρακτηριστικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που συνδέονται με τους περιορισμούς στην πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Οι περιορισμοί αυτοί είναι το μέγεθος, η ηλικία, η εξαγωγική δραστηριότητα και οι πρόσφατες οικονομικές επιδόσεις, ενώ συμπληρωματικά εξετάζεται η επίδραση των γενικότερων συνθηκών που επικράτησαν στην οικονομία και τον τραπεζικό κλάδο.
Δηλαδή από τα υποδείγματα αυτά προέκυψε, για παράδειγμα, ότι οι επιχειρήσεις μικρότερου μεγέθους και με πιο αδύναμες οικονομικές επιδόσεις αντιμετωπίζουν εντονότερους χρηματοδοτικούς περιορισμούς. Αντιθέτως, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις εκτιμάται ότι εκδήλωσαν υψηλότερη ζήτηση για χρηματοδότηση, ενώ οι σχετικά νεότερες επιχειρήσεις και εκείνες με έντονα εξαγωγικό προσανατολισμό ανέφεραν λιγότερους χρηματοδοτικούς περιορισμούς.
Συνεπώς, η αρνητική διαπίστωση της μελέτης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ενδεχομένως αντανακλά γενικότερες αδυναμίες των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως η δραστηριότητά τους σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας, οι περιορισμένες δυνατότητές τους για αξιοποίηση συνεργειών και οικονομιών κλίμακας, ο χαμηλός βαθμός εξωστρέφειας και καινοτομίας, η έντονη εξάρτησή τους από το τραπεζικό σύστημα ή και ενδεχόμενη δυσκολία στη συλλογή αξιόπιστης πληροφόρησης για τις επιχειρήσεις αυτές. Έτσι, επιβεβαιώνεται η αρχική επισήμανση ότι σε μια οικονομία με τεράστια οικονομικά, τραπεζικά και δημοσιονομικά προβλήματα, είναι αναγκαία η διοχέτευση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων των τραπεζών, των διεθνών οργανισμών και των διαρθρωτικών ταμείων μόνο σε παραγωγικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις με υψηλές προοπτικές ανάπτυξης, δηλαδή σε εκείνες με εξαγωγικό και καινοτόμο χαρακτήρα που λειτουργούν σε δυναμικούς κλάδους της οικονομίας. Εκτός, αν συνεχιστεί η τακτική των επιδοτήσεων, των επιχορηγήσεων και των καταπτώσεων των εγγυήσεων σε αύξηση δημόσιων ελλειμμάτων και δημόσιου χρέους με το τραπεζικό σύστημα και το ελληνικό Δημόσιο να είναι οιονεί … ευαγή ιδρύματα!
Είναι όμως αλήθεια (κι αυτό θα θέλαμε να ακούσουμε) ότι η πρόσβαση των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση θα μπορούσε να βελτιωθεί μέσω της διάθεσης πιο έγκαιρης και αξιόπιστης πληροφόρησης για τις οικονομικές επιδόσεις και τις προοπτικές τους, την αποτελεσματική αναδιάρθρωση εκείνων που βρίσκονται σε χρηματοοικονομική δυσχέρεια, αλλά είναι βιώσιμες, την ενημέρωση και τεχνογνωσία, τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά προγράμματα και καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία.
Βασικός πυλώνας της οικονομίας οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις
Υπογραμμίζω την ανάγκη αυτή για πιο έγκυρη και αξιόπιστη πληροφόρηση και για ενίσχυσή τους, διότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην αποτελούν βασικό πυλώνα της ελληνικής οικονομίας, καθώς αντιπροσωπεύουν το 99,9% των επιχειρήσεων του μη-χρηματοπιστωτικού τομέα, καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα κλάδων οικονομικής δραστηριότητας, απασχολούν το 87% του εργατικού δυναμικού και συμβάλλουν κατά 64% στην παραγωγή προστιθέμενης αξίας. Επίσης, ο ρόλος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι κομβικός για τη διασφάλιση της σταθερότητας του κοινωνικού ιστού αλλά και του παραγωγικού μετασχηματισμού, όπως επισημαίνουν μελέτες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), της AlphaBank, του ΣΕΒ και άλλων οργανισμών.
Η Ελλάδα κατέχει μια από τις υψηλότερες θέσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με βάση την πυκνότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στο συνολικό πληθυσμό. Συγκεκριμένα, η χώρα διαθέτει 6,2 μικρομεσαίες επιχειρήσεις ανά 100 κατοίκους, έναντι 4,5 που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ-28. Η μεγάλη πυκνότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συμβαδίζει με την υψηλή συμβολή τους στην απασχόληση (ΣΕΒ-Ernst & Young, Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, 2017).
Επιπλέον, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη (OECD, SME and Entrepreneurship Outlook, 2019), το ποσοστό συμμετοχής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη συνολική απασχόληση στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι πολύ μικρότερο σε σχέση με την Ελλάδα και διαμορφώνεται μόλις στο 60%. Στην Ελλάδα οι πολύ μικρές επιχειρήσεις απασχολούν περίπου 6 στους 10 εργαζόμενους, ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ, οι αντίστοιχες επιχειρήσεις απασχολούν 3 στους 10 εργαζόμενους.
Από την άλλη μεριά, μολονότι οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις κατέχουν συνολικά υψηλότατο μερίδιο στην απασχόληση (75%), ωστόσο οι θέσεις εργασίας που προσφέρουν παράγουν μόνο τα 2/5 της συνολικής προστιθέμενης αξίας της οικονομίας. Αντιθέτως, οι θέσεις εργασίας στις μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις (>50 άτομα) παράγουν υψηλότερη προστιθέμενη αξία – 22,4% και 35,9% αντίστοιχα – με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την έρευνα του ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ, μόνο το 9,7% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι ασκεί εξαγωγική δραστηριότητα.
Οι ευχάριστες διαπιστώσεις για τον ρόλο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν έχουν τελειωμό, αλλά θα πρέπει να γίνει μία αλλαγή του παραγωγικού προτύπου της οικονομίας, με αξιοποίηση των οικονομιών κλίμακας, αλλά και την ενίσχυση των επενδύσεων και την ανταπόκριση σε μια σειρά προκλήσεων που παραθέτει σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ, όπως:
Πρώτον, η εξαγωγική δραστηριότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων παραμένει υποτονική, καθώς λιγότερο από το 10% εξάγουν τα προϊόντα τους, με την Ελλάδα να κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ28.
Δεύτερον, η χώρα υστερεί στην ψηφιακή τεχνολογία και την ποιότητα υποδομών μεταφοράς και αποθήκευσης (logistics) σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, γεγονός που καθιστά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις λιγότερο ανταγωνιστικές.
Τρίτον, λόγω της περιορισμένης ρευστότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων , η πρόσβαση σε διαφορετικές χρηματοδοτικές πηγές αποτελεί βασική προϋπόθεση όχι μόνο για την επιβίωση των υγιών επιχειρηματικών μονάδων, αλλά και για τη μεγέθυνσή τους τους. Όπως επισημαίνει το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της AlphaBank (5 Ιουλίου 2019) ιδιαίτερα οι πολύ μικρές και οι νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups) αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση, εξέλιξη που επιδρά ανασταλτικά στη βιωσιμότητα και τη διάρκεια ζωής τους.
Τέταρτον, η τεχνολογική αναβάθμιση των προϊόντων και υπηρεσιών αποτελεί βασική παράμετρο μεγέθυνσης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, καθώς αυτή εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Κλείνω το σημείωμα αυτό με την ελπίδα ότι είναι δικαιολογημένη η αρχική επισήμανσή μου για τον αλληθωρισμό με το οποίο βλέπουμε μερικά βασικά οικονομικά γεγονότα στην Ελλάδα, με τις προτάσεις με τις οποίες τελειώνει η παραπάνω μελέτη της AlphaBank:
«Στο πλαίσιο ενός ιδιαίτερα ανταγωνιστικού περιβάλλοντος, η βιωσιμότητα και η ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων επηρεάζεται εν πολλοίς και από την ακολουθούμενη βιομηχανική πολιτική, η οποία θα πρέπει να εκσυγχρονισθεί για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του σημερινού επιχειρείν. Ως προς αυτόν το σκοπό, ιδιαίτερης σημασίας καθίσταται η σύμπραξη Πολιτείας και ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ώστε οι προκλήσεις να μετατραπούν σε ευκαιρίες. Στόχος θα πρέπει να είναι ο εκσυγχρονισμός της παραγωγής μέσα από την ταχύτερη υιοθέτηση προηγμένης τεχνολογίας, την αποτελεσματική δικτύωση και την ευκολότερη πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης οι οποίες θα διοχετευθούν σε παραγωγικές επενδύσεις».
Συν Αθηνά και χείρα κίνει, λοιπόν…
Latest News
Ευρωπαϊκές οικονομίες σε τροχιά αβεβαιότητας
Οι προειδοποιήσεις της ΕΚΤ αποκαλύπτουν τους λόγους της ανησυχίας για την κατάσταση των οικονομιών στις ευρωπαϊκές χώρες
Χωρίς τιμαριθμοποίηση
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση συνεχίζει να επιλέγει τον «αραμπά» του κοινωνικού αυτοματισμού
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Στις μέρες μας, το 2024 εδώ στην Ελλάδα, έχουν πάρει κεφάλι και πάλι οι απαισιόδοξοι και φοβούνται και τη σκιά τους
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Οι ίδιοι απαισιόδοξοι ανησυχούσαν πριν από τις εκλογές του 2019 για το δημόσιο χρέος και τις τράπεζες
Οι επιχειρήσεις στην εποχή των αναταράξεων
Οι περίοδοι της σταθερότητας και μιας υποτιθέμενης κανονικότητας θα γίνονται όλο και πιο σύντομες για τις επιχειρήσεις και τις οικονομίες
Το ελαιόλαδο ρίχνει τον πληθωρισμό
Σε όλες τις απότομες αλλαγές σε μια αγορά, έτσι και στο ελαιόλαδο υπάρχουν νικητές και ηττημένοι
Στην ασφάλεια των πλεονασμάτων
Το χθεσινό μήνυμα Χατζηδάκη αποτελεί μια ελάχιστη ανταπόδοση στους χτυπημένους από τη χρεοκοπία Έλληνες φορολογουμένους
Ευκαιρία εκσυγχρονισμού
Τα Κράτη-Μέλη της ΕΕ έχουν υποχρέωση μεταφοράς, έως 15 Νοεμβρίου 2024, στο εθνικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς
Εκτός κυβερνητικού ραντάρ…
Ο τομέας μπορεί να προοδεύει την τελευταία τριετία, αλλά η παραγωγικότητά του μειώνεται
Απαγορευτικά ενοίκια
Γενικά το κόστος στέγασης αποτελεί έναν από τα σημαντικότερα πάγια έξοδα για μια επιχείρηση