Μειώθηκε κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες ο κίνδυνος φτώχειας στην Ελλάδα το 2020 σε σχέση με το 2019, όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών 2020, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 28,9% του πληθυσμού της Χώρας (3.043.869 άτομα), παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2019 κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες (3.161.936 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 30,0% του πληθυσμού).

Την ίδια ώρα, ανοδικά κινήθηκε το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα το 2020, καθότι ανήλθε σε 9.993 ευρώ, αυξημένο κατά 6,5% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Στο πλαίσιο του προγράμματος «Ευρώπη 2020», αναφορικά με την καταπολέμηση της φτώχειας, έχει τεθεί ως στόχος «να μειωθούν κατά 20 εκατομμύρια τα άτομα που βρίσκονται ή που κινδυνεύουν να βρεθούν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό1» έως το έτος 2020.

Ειδικότερα, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας:

– Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικός αποκλεισμός είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόμων
ηλικίας 18-64 ετών (31,9%) .

– Από τον πληθυσμό ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό
εκτιμάται ότι το 30,2% είναι Έλληνες και το 54,0% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα.

– Από τον πληθυσμό ηλικίας 18 ετών και άνω που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό
αποκλεισμό εκτιμάται ότι το 27,0% είναι Έλληνες και το 56,1% είναι αλλοδαποί εκτός χωρών της ΕΕ
που διαμένουν στην Ελλάδα.

Από τους αλλοδαπούς που διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18-64 ετών και βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό το 51,2% γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, ενώ το 30,0% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα .

– Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, αλλά διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς
υλική στέρηση και χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 7,0% .
–  Όπως προκύπτει, το 17,7% του πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας (μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις), το 16,5% βρίσκεται σε υλική στέρηση και το 12,8% του πληθυσμού ηλικίας 0-59 ετών διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.

– Το ποσοστό του πληθυσμού που δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιεί σε νοικοκυριά χωρίς υλική στέρηση, αλλά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 3,6% .

– Το ποσοστό του πληθυσμού που δεν βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας και διαβιεί σε νοικοκυριά με υλική στέρηση, αλλά χωρίς χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχεται σε 7,5% .

Νοικοκυριά και παιδιά

Από εκεί και πέρα, τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 697.590 σε σύνολο 4.115.678 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.861.963 στο σύνολο των 10.514.769 ατόμων του εκτιμώμενου πληθυσμού της Χώρας.

Παράλληλα, ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 21,4% σημειώνοντας αύξηση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2019, ενώ για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών και 65 ετών και άνω ανέρχεται σε 18,5% και 13,2%, αντίστοιχα (Πίνακας 7).

Ο κίνδυνος φτώχειας, υπολογιζόμενος με κατώφλια διαφορετικά του 60% του διάμεσου συνολικού
διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος, ανέρχεται σε:
– 7,2%, αν το κατώφλι οριστεί στο 40% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου
εισοδήματος,
– 11,7%, αν το κατώφλι οριστεί στο 50% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου
εισοδήματος και
– 25,6%, αν το κατώφλι οριστεί στο 70% του διάμεσου συνολικού διαθέσιμου ισοδύναμου
εισοδήματος, αντίστοιχα.

Την ίδια ώρα, σε πέντε 5 Περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Αττική, Κρήτη, Νότιο Αιγαίο και Ήπειρος) καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα από αυτό του συνόλου της Χώρας, ενώ σε οκτώ (8) Περιφέρειες (Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Βόρειο Αιγαίο, Κεντρική Μακεδονία, Δυτική Μακεδονία, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και Δυτική Ελλάδα) τα αντίστοιχα ποσοστά είναι υψηλότερα.

Εκπαίδευση

Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο μικρότερο είναι το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας. Για το έτος 2020, ο κίνδυνος φτώχειας εκτιμάται για όσους έχουν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε 20,8%, για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε 18,6%, ενώ για όσους έχουν ολοκληρώσει το πρώτο και το δεύτερο στάδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε 7,3%.

Επίδραση επιδομάτων

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή μη συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιδομάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 49,6% ενώ, όταν περιλαμβάνονται μόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόματα, μειώνεται στο 23,6%. Αναφορικά με τα κοινωνικά επιδόματα, επισημαίνεται ότι αυτά περιλαμβάνουν παροχές κοινωνικής βοήθειας (όπως το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, το επίδομα στέγασης, το επίδομα θέρμανσης κ.λπ.), οικογενειακά επιδόματα (όπως επιδόματα τέκνων), καθώς και επιδόματα ή βοηθήματα ανεργίας, ασθένειας, αναπηρίας ή ανικανότητας, ή και εκπαιδευτικές παροχές.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται σε 17,7%, ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι τα κοινωνικά επιδόματα συμβάλλουν στη μείωση του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας κατά 5,9 ποσοστιαίες μονάδες ενώ, εν συνεχεία, οι συντάξεις κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες. Το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 31,9 ποσοστιαίες μονάδες. Οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των συντάξεων) αποτελούν το 34,9% του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών της χώρας, εκ του οποίου οι συντάξεις αναλογούν στο 87,3%, ενώ τα κοινωνικά επιδόματα στο 12,7%.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2020 είναι ελαφρώς υψηλότερο για τις γυναίκες (17,9%) σε σχέση με τους άνδρες (17,5%). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους άνδρες σημείωσε μείωση κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες το 2020 σε σχέση με το 2019, ενώ το ποσοστό των γυναικών μειώθηκε κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες.

Το 5,6% των νοικοκυριών δήλωσε ότι το εισόδημα του αυξήθηκε κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες, ενώ το 21,9% των νοικοκυριών ότι μειώθηκε και το 72,5% των νοικοκυριών ότι παρέμεινε το ίδιο. Το 14,4% δήλωσε ότι ο κύριος λόγος αύξησης ή μείωσης του εισοδήματος ήταν η πανδημία, εκ των οποίων το 2,1% δήλωσε ότι αυξήθηκε το εισόδημα του και το 12,3% ότι μειώθηκε.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Κοινωνία