Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της ΕΕ της οποίας η παραγωγικότητα υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της ΕΕ. Ταυτόχρονα παρουσιάζει τις μεγαλύτερες και πιο επίμονες ανισότητες μεταξύ των περιφερειών της, με την Αττική να ξεπερνά σημαντικά την απόδοση και την παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) των υπόλοιπων περιοχών της χώρας.
Την ίδια στιγμή, διαπιστώνεται ότι για την Ελλάδα μπορούν να προκύψουν σημαντικά οφέλη από τον ολοκληρωμένο χωρικό σχεδιασμό για τη διαχείριση της αστικοποίησης και των επενδύσεων υψηλής έντασης γης σε περιφερειακό επίπεδο.
Τα παραπάνω προκύπτουν από τη μελέτη του ΚΕΠΕ που δημοσιεύτηκε σήμερα, η αποτελεί μια συγκριτική ανάλυση της αποτελεσματικότητας, της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής (TFP), και του τεχνολογικού χάσματος στις ευρωπαϊκές περιφέρειες κατά την περίοδο 2009-2016.
Κατά την ανάλυση των δεδομένων, οι συντάκτες της μελέτης εντόπισαν σημαντικές διαφορές στη διαχρονική εξέλιξη της αποτελεσματικότητας μεταξύ των περιφερειών, υποδεικνύοντας την ύπαρξη μιας διαδικασίας σύγκλισης πολλαπλών ταχυτήτων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαδικασία αυτή, επισημαίνουν, κυρίως αντανακλά την επιβράδυνση της παραγωγικότητας στις πιο ανεπτυγμένες χώρες/περιφέρειες και την πορεία κάλυψης της υστέρησης που εμφανίζουν οι οικονομίες των χωρών/περιφερειών της Ανατολικής Ευρώπης.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι το μέσο επίπεδο τεχνικής αποτελεσματικότητας των ευρωπαϊκών περιφερειών παρέμεινε ουσιαστικά το ίδιο (περίπου 80%) κατά τη διάρκεια της περιόδου 2010-2016. Παρατηρούνται ορισμένες σημαντικές ανισότητες, αφού περιφέρειες της Κεντροδυτικής και της Βόρειας Ευρώπης είχαν τιμές αποτελεσματικότητας άνω του 90%, σε σύγκριση με τις πολύ λιγότερο αποτελεσματικές περιφέρειες της Ανατολικής και της Νότιας Ευρώπης. Επιπλέον, παρατηρούνται σημαντικά διαπεριφερειακά χάσματα παραγωγικότητας εντός συγκεκριμένων χωρών, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα.
Στο 54% η μέση αποτελεσματικότητα στην Ελλάδα
Συγκεκριμένα, όσον αφορά την Ελλάδα, η αποτελεσματικότητα όλων των περιφερειών, η οποία κατά μέσο όρο κυμάνθηκε στο 54% κατά την περίοδο 2010-2016, υπολείπεται σημαντικά έναντι της μέσης τιμής αποτελεσματικότητας των υπολοίπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μέγιστη τιμή αποτελεσματικότητας (66%), η οποία αντιστοιχούσε στην Αττική, ήταν άνω των 20 ποσοστιαίων μονάδων υψηλότερη από την ελάχιστη τιμή αποτελεσματικότητας η οποία αντιστοιχούσε στην Πελοπόννησο (44%) και αποτελούσε την 8η χαμηλότερη τιμή αποτελεσματικότητας σε ολόκληρη την ΕΕ (το 2016). Η Κεντρική Μακεδονία και οι νησιωτικές περιφέρειες του Νοτίου Αιγαίου, της Κρήτης, του Βορείου Αιγαίου (το 2010) και των Ιονίων Νήσων (το 2016) είχαν τιμές αποτελεσματικότητας άνω του μέσου όρου της χώρας.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι το μέσο επίπεδο τεχνικής αποτελεσματικότητας των ευρωπαϊκών περιφερειών παρέμεινε ουσιαστικά το ίδιο (περίπου 80%) κατά τη διάρκεια της περιόδου 2010-2016. Παρατηρούνται ορισμένες σημαντικές ανισότητες, αφού περιφέρειες της Κεντροδυτικής και της Βόρειας Ευρώπης είχαν τιμές αποτελεσματικότητας άνω του 90%, σε σύγκριση με τις πολύ λιγότερο αποτελεσματικές περιφέρειες της Ανατολικής και της Νότιας Ευρώπης. Επιπλέον, παρατηρούνται σημαντικά διαπεριφερειακά χάσματα παραγωγικότητας εντός συγκεκριμένων χωρών, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα.
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η σχέση μεταξύ των οικονομιών συσσώρευσης και της αποτελεσματικότητας είναι πολύπλοκη και εξαρτώμενη από το χωρικό πλαίσιο της ανάλυσης. Από τη μία πλευρά, η περιφερειακή αποτελεσματικότητα επηρεάζεται θετικά από τον ρυθμό αύξησης της γεωγραφικής διάχυσης της ανάπτυξης χρήσεων γης πέρα από ένα σημείο, τη λειτουργική συγκέντρωση των χρήσεων γης καθώς και την τομεακή συγκέντρωση των οικονομικών δραστηριοτήτων, την προαγωγή του ανθρώπινου κεφαλαίου και την ενίσχυση της πρόσβασης σε αγορές (και άλλων μεγεθών γεωγραφικής κεντρικότητας). Από την άλλη πλευρά, σημαντικές πηγές αναποτελεσματικότητας αποτελούν ο ρυθμός αύξησης της πυκνότητας εργασίας πέρα από ένα σημείο, υποδεικνύοντας επιδράσεις συμφόρησης, και ο αυξημένος βαθμός εξειδίκευσης εργασίας, σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο βαθμό εξειδίκευσης εργασίας.
Τα αποτελέσματα της μελέτης μπορούν να προσφέρουν χρήσιμες συμβουλές για τη διαμόρφωση πολιτικών, επισημαίνεται, οι οποίες είναι προσαρμοσμένες στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τις ανάγκες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε ευρωπαϊκής περιφέρειας, έτσι ώστε να αντιμετωπιστούν πηγές αναποτελεσματικότητας και ανισότητες μεταξύ τους. Ειδικότερα, η κατάλληλη αξιοποίηση οικονομιών χωρικής συσσώρευσης, η βελτίωση της συνδεσιμότητας −μέσω στρατηγικών επενδύσεων σε φυσικές υποδομές− και η προαγωγή του ανθρώπινου κεφαλαίου αποτελούν κρίσιμους παράγοντες για τη βιώσιμη ανάπτυξη και τη συνοχή των ευρωπαϊκών περιφερειών. Για τον σκοπό αυτό, ο σχεδιασμός και η υλοποίηση επενδυτικών προγραμμάτων και περιφερειακών-τομεακών σχεδίων οφείλει να εμπεριέχει εργαλεία πολιτικής που θα λειτουργούν συνεργατικά μεταξύ τους. Τέλος, σημαντικά οφέλη αποδοτικότητας μπορούν να προκύψουν για την Ελλάδα από τον ολοκληρωμένο χωρικό σχεδιασμό για τη διαχείριση της αστικοποίησης και των επενδύσεων υψηλής έντασης γης σε περιφερειακό επίπεδο.
Στο κάδρο των προτάσεων και η αντιμετώπιση του κορωνοϊού
Η παρούσα μελέτη υπογραμμίζει ορισμένες μεγάλες προκλήσεις στην άσκηση πολιτικών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο κατά την προγραμματική περίοδο 2021–2027. Μεταξύ αυτών είναι η συμπερίληψη στόχων και κριτηρίων που ευνοούν την αύξηση της παραγωγικότητας και αποτελεσματικότητας, τη μείωση των τεχνολογικών χασμάτων, και την επιτάχυνση της σύγκλισης των περιφερειών, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Οι προτάσεις πολιτικής είναι επιπλέον συναφείς με σύγχρονες ή μελλοντικές εξελίξεις που αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά την παραγωγικότητα των περιφερειών, είτε μέσω της ανακατανομής των χρήσεων γης για δραστηριότητες γεωργίας, βιομηχανίας, υπηρεσιών και στέγασης, είτε μέσω της αναδιοργάνωσης αλυσίδων αξίας. Μεταξύ άλλων, οι εξελίξεις αυτές σχετίζονται με τεχνολογικές καινοτομίες (π.χ., αυτόνομα οχήματα, προηγμένες τεχνολογίες μεταποίησης, τηλεργασία) και δράσεις για την αποτροπή ή τον έλεγχο της εξάπλωσης μεταδοτικών ασθενειών, όπως η COVID-19, και την ενδυνάμωση της ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή.