Ενα από τα χαρακτηριστικά της παράδοξης εποχής που ζούμε, είναι ότι συχνά οι εξελίξεις επιταχύνονται περισσότερο από όσο νομίζουμε καθώς οι περισσότεροι εξ ημών συνεχίζουμε νασκεπτόμαστε με όρους του παρελθόντος. Πριν από ελάχιστα χρόνια θα φάνταζε ως αποκύημα καλπάζουσας φαντασίας η αποκάλυψη ότι έξι από τις μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ δεσμεύονται να ευθυγραμμίσουν τα χαρτοφυλάκια δανείων τους με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή.
Κι όμως είναι γεγονός. Προφανώς οι τράπεζες αυτές διατηρούν τεράστιες γραμμές πιστώσεων που κατευθύνονται κυρίως σε επενδύσεις σε εταιρείες και δραστηριότητες υψηλής έντασης όχι περιβαλλοντολογικά φιλικών μορφών ενέργειας.
Βιώνουμε μια εντελώς νέα κατάσταση πραγμάτων που αναμφίβολα εμπεριέχει πολλές προκλήσεις αλλά και νέες, σημαντικές, ευκαιρίες και για τις ελληνικές τράπεζες.
Τους τελευταίους περίπου οκτώ μήνες, το διεθνές τραπεζικό σύστημα δεν έχει μόνο δώσει νέες απαντήσεις σε παλαιά θέματα, έχει αλλάξει τα ερωτήματα! Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν θα ανταποκριθεί στην παγκόσμια απαίτηση να προστατευθεί το περιβάλλον, αλλά με ποιον τρόπο οι σχετικές δεσμεύσεις επηρεάζουν τα στοιχεία ενεργητικού και τον ισολογισμό μιας τράπεζας, κατά πόσο οι τράπεζες θα επιδιώκουν και θα βασίζονται στην αντιστάθμιση δραστηριοτήτων υψηλών σε εκπομπές άνθρακα, πόσο αυτό θα οδηγήσει στον περιορισμό των εκπομπών κ.λπ.
Συνήθως η προβληματική που απευθύνεται στην ελληνική κοινή γνώμη είναι καθηλωμένη σε εγχώρια προβλήματα, αρκετά από τα οποία είναι μεν σημαντικά, όμως μονοπωλούν το ενδιαφέρον και χάνεται συχνά η επαφή με τις τάσεις που διαμορφώνονται διεθνώς. Η διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η κεφαλαιακή θωράκιση των τραπεζών και η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κεφαλαίωναπό το Ταμείο Ανάκαμψης είναι αναμφίβολα κάποια από τα σημαντικά θέματα που αξίζουν την προσοχή μας αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να υποτιμούνται οι ισχυρές διεθνείς τάσεις που αλλάζουν πολλά από όσα έως πρόσφατα γνωρίζαμε για τον τρόπο λειτουργίας και τις προτεραιότητες του τραπεζικού κλάδου.
Είναι προφανές ότι η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στη μετά πανδημία εποχή, σχετίζεται και με την παγκόσμια πλέον προσπάθεια προστασίας του κλίματος και του περιβάλλοντος. Οφείλουμε, το δυνατόν ταχύτερα, να υιοθετήσουμε τις νέες προτεραιότητες που έχουν προκύψει και σύμφωνα με τις οποίες οι τράπεζες τοποθετούνται στην εμπροσθοφυλακή της προσπάθειας για τη στήριξη της διακήρυξης του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ηδη σε αρκετούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και σε ανώτερο εκτελεστικό επίπεδο, τοποθετούνται στελέχη με κυρίως ρόλο και αρμοδιότητα τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Οι προσδοκίες του ευρύτερου κοινού, της επενδυτικής κοινότητας, των εργαζομένων, των προμηθευτών και των πελατών συγκλίνουν πλέον και συναντώνται σε ένα πρωτόγνωρο σημείο. Πέραν από τις χρηματοοικονομικές επιδόσεις, όλο και περισσότερα ενδιαφερόμενα μέρη απαιτούν από την ηγεσία των τραπεζικών οργανισμών διαφάνεια, λογοδοσία, ενισχυμένη και εμφανή εταιρική ευθύνη (κοινωνική και περιβαλλοντολογική) και υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών διακυβέρνησης. Η ανάπτυξη αξιόπιστων μεθοδολογιών για την ταχύτερη ενσωμάτωση θεμάτων βιωσιμότητας στις χορηγητικές και επενδυτικές αποφάσεις, με παράλληλο στόχο τον μετασχηματισμό της εταιρικής κουλτούρας που θα αποβλέπει στη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας και την επακόλουθη θετική συνεισφορά στην κοινωνία, είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ. Ομοίως και οι πολιτικές περιβάλλοντος, κοινωνικής ευθύνης και διακυβέρνησης (Environmental, Social and Governance) στις οποίες εφεξής θα πρέπει να στηρίζεται η κατάλληλη ενσωμάτωση κινδύνων και ευκαιριών αναφορικά με τη μελλοντική διαμόρφωση και διαχείριση των στοιχείων του ενεργητικού τους από την πλευρά των τραπεζών. Ζούμε την αφετηρία μιας νέας εποχής καθώς η εκπλήρωση των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού προϋποθέτει ένα νέο «συμβόλαιο» ανάμεσα στον τραπεζικό κλάδο και την κοινωνία. Ορισμένοι εκτιμούν ότι οι αναγκαίες αλλαγές θα απαιτήσουν τεράστιες επενδύσεις, το ύψος των οποίων υπολογίζεται σε 5-7 τρισ. δολάρια.
Στην πραγματικότητα, η κοινά αποδεκτή διαπίστωση είναι πως η κλιματική αλλαγή συνθέτει μια βάσιμη όσο και άμεση απειλή για την παγκόσμια οικονομία. Από αυτήν πηγάζει πλέον ένας «καινούργιος» συστημικός κίνδυνος για το διεθνές τραπεζικό σύστημα, ο οποίος πρέπει να αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά.Οι επιχειρήσεις αλλά και οι τράπεζες ειδικότερα δεν μπορούν πλέον να αγνοούν ή να αρνούνται τις καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες σχετιζόμενες με την κλιματική αλλαγή. Δεν αρκεί πλέον η αποδοχή της πραγματικότητας. Ηρθε η ώρα της δράσης προκειμένου να εξασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του τραπεζικού οικοσυστήματος και εν γένει των οικονομιών παγκοσμίως.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι οι τράπεζες καθυστέρησαν ήδη σε σχέση με άλλους κλάδους να εμπλακούν στη γιγάντια προσπάθεια για την αειφορία και τη βιωσιμότητα. Ισως η εν λόγω διαπίστωση να είναι ορθή. Παρά ταύτα,θεωρώ ότι σήμερα διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για να επιταχύνουμε σημαντικά τον βηματισμό μας.
Πολλοί πιστωτικοί οργανισμοί αλλά και εποπτικές αρχές, επιδιώκουν τη λεγόμενη βιώσιμη τραπεζική στρατηγική, αναζητώντας νέους δρόμους. Επιζητούν να αποκτήσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα προσφέροντας προϊόντα και υπηρεσίες που συμβαδίζουν με τις απαιτήσεις της εποχής για την προστασία του φυσικού μας περιβάλλοντος. Εποπτικοί φορείς σχεδιάζουν ή και πραγματοποιούν ασκήσεις προσημείωσης ακραίων καταστάσεων (stress tests) που εξετάζουν και αξιολογούν τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή που αναλαμβάνουν οι τράπεζες. Αλλά και οι ίδιες οι τράπεζες αντιλαμβάνονται ότι αυτό που χρειάζεται δεν είναι απλά να προσαρμοστούν σε υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι επόπτες αλλά να προηγηθούν από αυτές.
Η στιγμή είναι κρίσιμη καθώς αντιμετωπίζουμε μια μεγάλη συστημική πρόκληση και κυρίως ένα πολύπλοκο έργο που πρέπει να εκτελεστεί στο προσεχές μέλλον. Οι ελληνικές τράπεζες συναντούν μια σημαντική ευκαιρία καθώς ξεκινούν κι αυτές περίπου από το ίδιο σημείο εκκίνησης, με όλες τις υπόλοιπες, τη διαδρομή αυτή. Οι ανάγκες προσαρμογής της παραδοσιακής τραπεζικής στις νέες συνθήκες και πολιτικές περιβάλλοντος, εταιρικής ευθύνης και διακυβέρνησης (ESG) είναι σχετικά καινούργιες για όλους. Κανείς δεν προηγείται ουσιωδώς σε αυτή την κούρσα και συνεπώς οι ελληνικές τράπεζες που βρίσκονται στην ίδια αφετηρία, έχουν την ευκαιρία να τρέξουν χωρίς να μειονεκτούν, να χτίσουν τα πλεονεκτήματα που απαιτούνται, να δημιουργήσουν την αξία που προσδοκούν οι μέτοχοι και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη και γιατί όχι, να ηγηθούν σε δεύτερο χρόνο του εγχειρήματος που σύντομα πρόκειται να αλλάξει άρδην την τραπεζική όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα.
Ο κ. Ηλίας Ε. Ξηρουχάκης είναι διευθύνων σύμβουλος του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ).
Latest News
Η οικονομική κατάθλιψη των Ελλήνων
Η Eurostat μέσα στις στατιστικές της έρευνες που κάνει δημοσιεύει και μία για την αυτοκατάταξη κάθε χώρας ως προς το ποσοστό του πληθυσμού που θεωρεί τον εαυτό του φτωχό
Το νούφαρα του Μονέ, τα crypto και η μπανάνα…
Στο οίκο Sotheby's γράφτηκε ένα περίεργο κεφάλαιο στην ιστορία της τέχνης
Ευρωπαϊκές οικονομίες σε τροχιά αβεβαιότητας
Οι προειδοποιήσεις της ΕΚΤ αποκαλύπτουν τους λόγους της ανησυχίας για την κατάσταση των οικονομιών στις ευρωπαϊκές χώρες
Χωρίς τιμαριθμοποίηση
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση συνεχίζει να επιλέγει τον «αραμπά» του κοινωνικού αυτοματισμού
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Στις μέρες μας, το 2024 εδώ στην Ελλάδα, έχουν πάρει κεφάλι και πάλι οι απαισιόδοξοι και φοβούνται και τη σκιά τους
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Οι ίδιοι απαισιόδοξοι ανησυχούσαν πριν από τις εκλογές του 2019 για το δημόσιο χρέος και τις τράπεζες
Οι επιχειρήσεις στην εποχή των αναταράξεων
Οι περίοδοι της σταθερότητας και μιας υποτιθέμενης κανονικότητας θα γίνονται όλο και πιο σύντομες για τις επιχειρήσεις και τις οικονομίες
Το ελαιόλαδο ρίχνει τον πληθωρισμό
Σε όλες τις απότομες αλλαγές σε μια αγορά, έτσι και στο ελαιόλαδο υπάρχουν νικητές και ηττημένοι
Στην ασφάλεια των πλεονασμάτων
Το χθεσινό μήνυμα Χατζηδάκη αποτελεί μια ελάχιστη ανταπόδοση στους χτυπημένους από τη χρεοκοπία Έλληνες φορολογουμένους
Ευκαιρία εκσυγχρονισμού
Τα Κράτη-Μέλη της ΕΕ έχουν υποχρέωση μεταφοράς, έως 15 Νοεμβρίου 2024, στο εθνικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς