Ήταν μια πραγματική ψυχρολουσία. Λίγες μέρες αφού έκανε τη δημόσια εγγραφή της στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, όπου κατάφερε να αντλήσει 4,4 δισεκατομμύρια δολάρια, τη μεγαλύτερη εγγραφή από την είσοδο της Alibaba το 2014, η εταιρεία Didi Chuxing διαπίστωσε ότι η κινεζική κυβέρνηση διέταξε να αφαιρεθεί από τα διάφορα app stores.

Η Didi εθεωρείτο μια από τις πιο πετυχημένες εταιρείες και η βασική της εφαρμογή ήταν μια εφαρμογή διαμοίρασης μετακινήσεων με αυτοκίνητο, εξ ου και ο χαρακτηρισμός ότι ήταν η κινεζική Uber.

Δεν ήταν η μόνη εταιρεία τεχνολογίας που βρέθηκε στο στόχαστρο. Η Διοίκηση του Κυβερνοχώρου της Κίνας ανακοίνωσε ότι επίσης έκανε έρευνα σε βάρος της Boss Zhipin μιας εταιρείας που επέτρεπε τις διαδικτυακές προσλήψεις και των δύο συγχωνευμένων εφαρμογών που αφορούσαν τη διαχείριση φορτηγών, την Yunmanman και την Huochebanng που πλέον αποτελούν την Full Truck Alliance. Και αυτές οι εταιρείες είχαν κάνει δημόσιες εγγραφές στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Και οι τρεις εταιρείες είδαν τις μετοχές τους να υποχωρούν σε σημαντικό βαθμό.

Και οι τρεις εταιρείες θεωρούνται ηγετικές στον τομέα τους στην Κίνα και τεχνολογική υποστηρίζονται από την Tencent, την κινεζική εταιρεία τεχνολογίας με την πιο μεγάλη αποτίμηση, η οποία έχει κρατήσει ένα ιδιαίτερα χαμηλό προφίλ μέχρι τώρα, χωρίς καμία προσπάθεια για ανάμειξη στο ευρύτερο πολιτικό κλίμα.

Το πρόβλημα με τα δεδομένα

Μια εξήγηση για τους λόγους αυτής της κίνησης των κινεζικών αρχών έδωσε ένα εντιτόριαλ της εφημερίδας Global Times που απηχεί απόψεις του Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά πάντοτε με έναν τόνο πιο «πατριωτικό» ή εθνικιστικό.

Το πρόβλημα σύμφωνα με την εφημερίδα είναι ότι εταιρείες όπως η Didi διαχειρίζονται τεράστιο όγκο προσωπικών δεδομένων (η Didi έχει περίπου 377 εκατομμύρια εγγεγραμμένους χρήστες). Τα δεδομένα αυτά αφορούν δεδομένα όπως οι προσωπικές μετακινήσεις αυτών, δηλαδή κατεξοχήν big data που μπορούν να αξιοποιηθούν ποικιλοτρόπως.

Κατά την εφημερίδα τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο προβληματικά εάν συνοπολογίσει κανείς ότι αυτές οι εταιρείες μέσω της δημόσιας εγγραφής τους στις ΗΠΑ, αποκτούν ως μετόχους ή συνεταίρους και αμερικανικές εταιρείες. Ακριβώς, γι’ αυτόν τον λόγο η εφημερίδα θεωρεί σημαντική την παρέμβαση του κράτους ώστε να υπάρχει ένας έλεγχος σε σχέση με τη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων και πληροφοριών.

Η προσπάθεια να κινούνται εντός ορίων οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι η Κίνα – μια χώρα στην οποία το κράτος εφαρμόζει ένα από τα πιο εκτεταμένα συστήματα ψηφιακής επιτήρησης των πολιτών – κινείται απλώς και μόνο με βάση την αγωνία της για τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών, ακόμη και εάν δεχτούμε ότι όντως τα θέματα που αφορούν την πρόσβαση των ΗΠΑ σε τέτοιο όγκο δεδομένων για τους κινέζους πολίτες προκαλούν ανησυχία.

Ταυτόχρονα, το κινεζικό κράτος, δηλαδή το κυρίαρχο Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, θέλουν να επαναφέρουν τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες  υπό κάποιου είδους έλεγχο. Προφανώς και δεν επιθυμεί να αναιρέσει τον ιδιωτικό καπιταλιστικό χαρακτήρα τους, αλλά θέλει να καταλάβουν ότι δεν μπορούν ούτε άμεσα ούτε έμμεσα να αμφισβητήσουν τη στρατηγική και την τακτική του κομμουνιστικού κόμματος.

Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες, όσο μεγάλες και εάν είναι ποτέ δεν πρέπει να έχουν την αυταπάτη ότι μπορούν να προτείνουν πολιτικές ή ακόμη περισσότερο να τις χαράξουν. Δεν μπορούν να αμφισβητούν πλευρές τους δημόσια ή να τις υπονομεύουν έμμεσα (π.χ. με την υπερανάπτυξη των ψηφιακών συστημάτων πληρωμών), γιατί τότε κινδυνεύουν να έχουν την τύχη του Τζακ Μα και τις δυσμένειας στην οποία αυτός έχει βρεθεί.

Είναι σαφές ότι η ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος διεκδικεί στοιχεία μεγαλύτερου ελέγχου στην οικονομία και ιδίως σε εκείνες τις δραστηριότητες και τους κλάδους που μπορούν να έχουν και τη μεγάλη επιρροή όπως είναι ο κλάδος των νέων τεχνολογιών. Δηλαδή, ζητά ακόμη μεγαλύτερα εχέγγυα συμμόρφωσης με τη γενική γραμμή του κόμματος και τις εξειδικεύσεις της σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής.

Η γοητεία και ο κίνδυνος της Αμερικής

Το γεγονός ότι και στις τρεις περιπτώσεις μιλάμε για εταιρείες που είχαν αντλήσει κεφάλαια από τις ΗΠΑ γεννά και ένα ακόμη ζήτημα. Για τις μεγάλες κινεζικές εταιρείες η δημόσια εγγραφή στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης είναι μια βασική μορφή άντλησης κεφαλαίων. Μάλιστα, στο πρώτο μισό του 2021, 34 κινεζικές εταιρείες κατάφεραν να αντλήσουν 12,4 δισεκατομμύρια δολάρια συνολικά, ποσό που αποτελεί ρεκόρ.

Όμως, φαίνεται ότι την ίδια στιγμή οι κινεζικές αρχές βάζουν στο στόχαστρο ακριβώς εταιρείες που έχουν και επενδυτικές συνεργασίες με ξένους και αμερικανούς επενδυτές. Αυτό αντικειμενικά ασκεί μια πίεση σε αυτές τις εταιρείες.

Τα πράγματα ακόμη πιο δύσκολο το γεγονός ότι νομοθεσία που πέρασε στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της ευρύτερης και διακομματικής συναίνεσης για πιο αυστηρή στάση απέναντι στην Κίνα, απαιτεί οι κινεζικές εταιρείες που αυτή τη στιγμή είναι εγγεγραμμένες στα Αμερικανική χρηματιστήρια και οι μετοχές τους διαπραγματεύονται εκεί, να επιτρέψουν στις αμερικανικές αρχές πλήρη πρόσβαση στις λογιστικές καταστάσεις τους.

Όμως, η Κίνα εδώ και καιρό απαγορεύει στις εταιρείες που έχουν έδρα την Κίνα να επιτρέπουν σε ξένες κυβερνήσεις να έχουν πρόσβαση στις λογιστικές καταστάσεις και τα αποτελέσματα των λογιστικών ελέγχων που γίνονται σε αυτές, συμπεριλαμβανομένων και των ελέγχων που κάνουν οι μεγάλες εταιρείες ορκωτών λογιστών. Παρότι το θέμα αυτό έχει αποτελέσει τμήμα των συζητήσεων ανάμεσα στις ρυθμιστικές αρχές των δύο χωρών με σκοπό μια συμφωνία που να εξασφαλίζει ότι οι κινεζικές εταιρείες συμμορφώνονται με τα αμερικανικά λογιστικά πρότυπα, συμφωνία δεν έχει υπάρξει ακόμη.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
Reuters Αποκλειστικό: Πιέσεις ΕΚΤ προς Raiffeisen και UniCredit για τη δημιουργία αποθεματικού για τη Ρωσία
Διεθνή |

Reuters Αποκλειστικό: Πιέσεις ΕΚΤ προς Raiffeisen και UniCredit για τη δημιουργία αποθεματικού για τη Ρωσία

Η ΕΚΤ επιδιώκει να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι δύο τράπεζες από τη λειτουργία τους σε μια χώρα στην οποία δεν έχουν πλέον αποτελεσματικό έλεγχο των δραστηριοτήτων του