Όταν η Adidas AG ανακοίνωσε την αγορά της Reebok το 2005, χαρακτήρισε τη συμφωνία ύψους 3,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως «ευκαιρία που συμβαίνει μια φορά στη ζωή».

Και μάλιστα, υπήρξε τότε η προσδοκία, ότι με την Reebok η Adidas θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά την παρουσία της στην κρίσιμη αγορά της Βόρειας Αμερικής, εκεί όπου η Nike έχει το εντυπωσιακό προβάδισμα.

Ωστόσο, όπως αναφέρει το Bloomberg, η Reebok αποδείχθηκε γρήγορα ότι ήταν μια πέτρα στο παπούτσι της γερμανικής εταιρείας. Η έκρηξη της αερόβιας γυμναστική τη δεκαετία του 1980 βρισκόταν σε μαρασμό και οι καινοτομίες όπως το φουσκωτό παπούτσι Reebok Pump αποδείχθηκαν βραχύβιες μόδες.

Η Adidas ξεκίνησε μια ατελείωτη προσπάθεια αναδιάρθρωσης καθώς προσπάθησε χρόνο με τον χρόνο να σταματήσει την πτώση της Reebok. Μέχρι το τέλος του 2020, η υπομονή είχε εξασθενίσει και ο διευθύνων σύμβουλος Kasper Rorsted έθεσε ξανά την εταιρεία προς πώληση. Στις 12 Αυγούστου, η Authentic Brands Group Inc. εξαγόρασε τη Reebok για 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια.

Ενώ η Adidas είχε πρόσφατα καταφέρει να σταματήσει την αιμορραγία χάρη στον αυστηρό έλεγχο του κόστους, η Reebok δεν ταίριαζε πλέον στη στρατηγική της, ιδιαίτερα αφού η Adidas είχε κάνει μεγάλα βήματα στις ΗΠΑ με τη συνεργασία της Yeezy με τον Kanye West και τη σύνδεση με τη σειρά αθλητικών ειδών της Beyoncé Ivy Park.

Σύμφωνα με το Blοomberg, η αποτυχία της Adidas να αποκαταστήσει τη Reebok χρησιμεύει ως προειδοποίηση για κάθε επιχείρηση που προσπαθεί να αναβιώσει μια μάρκα που πλέον δεν έχει απήχηση στους καταναλωτές.

Στο απόγειο της επιτυχίας της , η Reebok υπερτερούσε ακόμα και της Nike για αρκετά χρόνια στις πωλήσεις αθλητικών παπουτσιών στις ΗΠΑ, αλλά η έκρηξη έσβησε τόσο γρήγορα όσο ήρθε, ανεξάρτητα από το πόσο σκληρά προσπάθησε η Adidas να ανατρέψει την εικόνα αυτή.

Αυτό το καθήκον τώρα ανήκει στην Authentic Brands, η οποία έχει κάνει την αναβίωση γνωστών αλλά κουρασμένων εμπορικών σημάτων ως ειδικότητά της. «Δεν υπάρχει τίποτα σαν ένα φρέσκο ​​ζευγάρι μάτια, λίγα μετρητά και ενθουσιασμός για να αλλάξουν τα πράγματα», λέει ο Mike Tomkins, πρόεδρος της MandM Direct Holdings Ltd. , ένας διαδικτυακός λιανοπωλητής στην Ευρώπη.

Η ευκαιρία να αξιοποιήσει το βαθύ αρχείο της Reebok με κλασικά υποδήματα και ενδύματα-από τις αερόμπικ μπότες της Τζέιν Φόντα έως το ασπρόμαυρο μοντέλο του Σακίλ Ο’Νιλ – θα μπορούσε να είναι προσελκύσει καταναλωτές με ρετρό μυαλό. Άλλωστε, εξειδικευμένοι κατασκευαστές από τη Fila Holdings Corp. έως τη Converse έχουν απήχηση τόσο στους νεότερους αγοραστές όσο και στους γονείς τους που αναζητούν μια δόση νοσταλγίας.

Ο Tomkins λέει ότι η Reebok μπορεί να είναι σε θέση να αποκτήσει ένα πραγματικό προπύργιο μεταξύ ανεξάρτητων λιανοπωλητών αθλητικών ειδών που δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να ανταγωνιστούν ενάντια σε μεγαλύτερους αντιπάλους λιανικής, ιδίως καθώς η Nike και η Adidas δημιουργούν μια τρομερή παρουσία με το δίκτυο των καταστημάτων και των διαδικτυακών τους καταστημάτων.

Η εταιρεία ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 από δύο Άγγλους αδελφούς, τον Τζο και τον Τζεφ Φόστερ, οι οποίοι ονόμασαν την επιχείρηση από μια αφρικανική αντιλόπη. Με τη βοήθεια του Αμερικανού επιχειρηματία Paul Fireman, η Reebok κέρδισε μια ισχυρή βάση στις ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του ’70. Οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν πραγματικά αφού η εταιρεία παρουσίασε το παπούτσι αερόμπικ Freestyle. Γρήγορα έγινε το πιο γνωστό μοντέλο της Reebok.

Η πρόκληση για την Authentic πλέον είναι αν θα επικεντρωθεί απλά στα κλασικά στυλ της Reebok για να δημιουργήσει μια πιο κερδοφόρα επωνυμία ή θα επενδύσει σημαντικά σε νέα στυλ, καθώς και στην έρευνα και την ανάπτυξη. Ενώ η Authentic έχει δημιουργήσει την επιχείρησή της αγοράζοντας αμαυρωμένες μάρκες, η αναβίωση της Reebok μπορεί να αποδειχθεί ένα βήμα πολύ μακριά…

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News