«Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ ήλπιζαν ότι η εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία θα ενίσχυε τη συνοχή και τον ρόλο του ΝΑΤΟ, μετά την οδυνηρή θητεία του Ντόναλντ Τραμπ. Η χαοτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν οδηγεί αναγκαστικά σε μία αναθεώρηση», σημείωνε ανάλυση που δημοσιεύτηκε στους Financial Times την περασμένη Τετάρτη.
Η αλήθεια είναι πως δεν χρειάζεται κανενός είδους αναθεώρηση. Πρόκειται, απλά, για μια διαπίστωση, την οποία άλλωστε έχουν κάνει ήδη οι πολιτικοί και στρατιωτικοί: Η Ευρώπη είναι απολύτως ανίκανη να πράξει οτιδήποτε σε αυτό το επίπεδο χωρίς την παρουσία και τη συνδρομή των Ηνωμένων Πολιτειών. Του Μεγάλου Αδελφού ο οποίος εξακολουθεί να είναι ο προστάτης ενός «μωρού» που, εδώ και 65 σχεδόν χρόνια, αρνείται πεισματικά να μεγαλώσει και να βγει μόνο του στον κόσμο, αντιμετωπίζοντας τις αντιξοότητές του.
«Δεν μπορούμε χωρίς τις ΗΠΑ»
Ακόμη και η διαδικασία της άρον-άρον απομάκρυνσης από την Καμπούλ των Ευρωπαίων διπλωματών, των οικογενειών τους και ορισμένων εκ των συνεργατών τους δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την αμερικανική παρουσία. Χωρίς τα μαχητικά αεροσκάφη και ελικόπτερα των ΗΠΑ να πετούν πάνω από την πρωτεύουσα, διασφαλίζοντας ότι οι Ταλιμπάν θα τηρήσουν την υπόσχεσή τους και δεν θα επιτεθούν στο αεροδρόμιο.
«Δεν θα μπορούσαμε να φέρουμε σε πέρας μια τέτοια αποστολή χωρίς τις ΗΠΑ», όπως παραδέχθηκε δημοσίως η Ανγκελα Μέρκελ. Η καγκελάριος της Γερμανίας εξέφρασε παράλληλα την «πικρία» της για τις εξελίξεις – η ουσία, όμως, είναι ότι ετοιμάζεται να αποχωρήσει μετά από 16 χρόνια στην εξουσία, αφήνοντας την χώρα της πολύ πιο ισχυρή, αλλά την ΕΕ σαφώς πιο αδύναμη και κατακερματισμένη. Και ταυτόχρονα, πιο ξενόφοβη, να υψώνει τείχη απέναντι στους πρόσφυγες και τους κατατρεγμένους.
«Η κρίση αυτή αναδεικνύει την αδυναμία της ΕΕ σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Τεχνολογικά, στρατιωτικά, λογιστικά, τίποτα δεν προχωρά χωρίς τις ΗΠΑ», διαπιστώνει με πικρία η γερμανική Handelsblatt. Και αναρωτιέται: «Πού είναι η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν; Πού είναι η ομιλία της προς τους πολίτες της Ευρώπης, με την οποία τουλάχιστον θα προσπαθούσε να βάλει σε τάξη τη νέα κατάσταση στο Αφγανιστάν μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους; Ταλιμπάν; Πού είναι η πρωτοβουλία της προκειμένου να υπάρξει τουλάχιστον μια κοινή θέση των κρατών-μελών της ΕΕ στα βασικά σημεία αυτής της τόσο δύσκολης κατάστασης;».
«Γεωπολιτική Κομισιόν» και… πράσινα άλογα
Πού είναι η «γεωπολιτική Κομισιόν» την οποία υποσχέθηκε η φον ντερ Λάιεν στον λόγο που έβγαλε με την ευκαιρία της ανάληψης των καθηκόντων της ως προέδρου της Επιτροπής; – θα προσθέταμε εμείς. Προφανώς, δεν είναι πουθενά. Απλούστατα, επειδή δεν μπορεί να είναι πουθενά, επειδή η Ευρώπη και η ΕΕ μπορεί να είναι οικονομικοί «γίγαντες», όμως την ίδια στιγμή παραμένουν πολιτικοί και στρατιωτικοί «νάνοι».
Είναι κάτι που το επιτρέπει και το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο. Όσες προσπάθειες και αν καταβάλλονται από τους γραφειοκράτες και τις αρμόδιες υπηρεσίες για συντονισμό της εξωτερικής πολιτικής, κάθε κράτος-μέλος έχει δικαίωμα να την μπλοκάρει με το βέτο του. Ειδικά δε τα ισχυρά, εκεί που ενδιαφέρονται και βιάζονται, συγκροτούν τις δικές τους ad hoc συμμαχίες, αδιαφορώντας για το τι λένε οι υπόλοιποι και για το αν έτσι απαξιώνεται το «ευρωπαϊκό οικοδόμημα».
Αντιθέτως, οι ΗΠΑ αποδεικνύουν ότι – είτε αρέσει είτε όχι – στην εξωτερική τους πολιτική υπάρχει συνέχεια. Διότι μπορεί το φιάσκο να χρεώνεται στον Μπάιντεν και ο προκάτοχός του να του επιτίθεται ζητώντας εκδίκηση, η αλήθεια είναι όμως ότι η απόφαση είχε ληφθεί και είχε αρχίσει να υλοποιείται και από τους δύο προηγούμενους προέδρους, τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Μπαράκ Ομπάμα.
«Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν και η αιτιολόγηση την οποία πρόβαλε ο Λευκός Οίκος επιδεικνύουν μια συνέχεια στην εξωτερική πολιτική σε σχέση με την προηγούμενη κυβέρνηση», όπως διαπιστώνουν και οι FT.
Η κρίση που έχει ξεσπάσει με αφορμή τις ταπεινωτικές για τις ΗΠΑ και τη Δύση εικόνες από το Αφγανιστάν, της οποίας το μέγεθος και το εύρος δεν έχουμε δει ακόμη, αφορά προφανώς και το ΝΑΤΟ. Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, άλλωστε, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών-μελών του, πλην της Τουρκίας και του Καναδά, ανήκουν στην Ευρώπη.
Άντε να τα βάλεις με τη Ρωσία…
«Την ίδια στιγμή που γίνεται μεγάλη συζήτηση για τη δυνατότητα του ΝΑΤΟ να αντιμετωπίσει τη Ρωσία, δεν κατέστη δυνατό να βρεθούν 3-5.000 στρατιώτες προκειμένου να διασφαλίσουν πως το Αφγανιστάν θα ήταν αρκούντως σταθερό ώστε να αναγκάσει τους Ταλιμπάν να σταματήσουν και τελικά να δεχθούν μια εκεχειρία, χωρίς την αμερικανική υποστήριξη», δήλωσε στους FT πρώην στρατιωτικός διοικητής που υπηρέτησε στο Αφγανιστάν.
«Οφείλουμε να καταλάβουμε πως όσον αφορά στην αποστολή του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν, ήταν αδύνατο να υπάρξει ένας ανεξάρτητος ρόλος για τη Γερμανία ή τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Πάντοτε υποστηρίζαμε πως κατά βάση εξαρτόμαστε από τις αποφάσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ», ήταν η θέση της Μέρκελ.
Αλήθεια, όμως, ακόμη και εκτός του Αφγανιστάν, υπάρχει κάποια σοβαρή στρατιωτική επιχείρηση την οποία οι Ευρωπαίοι να είναι σε θέση να φέρουν σε πέρας μόνοι τους; Υπάρχει κανείς στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο ή το Παρίσι που να είναι σε θέση να δώσει μια συγκεκριμένη θετική απάντηση;
Αργεί η ώρα της ενηλικίωσης;
Πολύ δύσκολα, προβλέπουμε. Γι’ αυτό και η ΕΕ οφείλει να το πάρει απόφαση. Εάν δεν ενηλικιωθεί και δεν σπάσει αυγά, δεν μπορεί να ελπίζει σε πολλά. Εάν δεν αποκτήσει ενιαία εξωτερική πολιτική, στρατό με τον οποίο να την υποστηρίζει, βιομηχανία με την οποία να τον τροφοδοτεί και πόρους για να χρηματοδοτεί όλο τον παραπάνω μηχανισμό, ουδείς θα την παίρνει στα σοβαρά. Πολύ περισσότερο καθώς οι «27» δεν τα έχουν βρει μεταξύ τους ούτε σε άλλα θέματα, όπως η οικονομία, η φορολογία και το περιβάλλον.
Έτσι, ας μην παραξενεύονται κάποιοι που κάποιες χώρες έχουν αρχίσει να σκέφτονται το μέλλον τους εκτός ΕΕ. Ούτε όταν κάποιοι ξένοι ηγέτες ή αξιωματούχοι ταπεινώνουν δημοσίως τους Ευρωπαίους ομολόγους τους – όπως έκανε σχετικά πρόσφατα ο Σεργκέι Λαβρόφ με τον Ζοζέπ Μπορέλ.
Αν μη τι άλλο, η Ευρώπη οφείλει κάποια στιγμή να δείξει ένα καθαρό πρόσωπο προς τους πολίτες της και να τους παρουσιάσει ένα αφήγημα για το μέλλον. Έτσι ώστε κι αυτοί, με τη σειρά τους, να αποφασίσουν εάν τους αρέσει και εάν θέλουν να το ακολουθήσουν και να το στηρίξουν.