Η συμφωνία ανάμεσα στην Αυστραλία, τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ για την αναβαθμισμένη αμυντική και τεχνολογική συνεργασία για την αντιμετώπιση της κινεζικής επιθετικότητας στην ευρύτερη περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού ερμηνεύτηκε κυρίως ως μια προσπάθεια αμερικανικής απάντησης σε μία μείζονα πρόκληση για τα δυτικά συμφέροντα και ως έκφραση της κλιμάκωσης του «Νέου Ψυχρού Πολέμου».

Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε μεγάλο βαθμό είναι μια εκτίμηση που αποτυπώνει πλευρές της πραγματικότητας: τον τρόπο που η Κίνα κινείται και προβάλλει τις κυριαρχικές αξιώσεις της σε μια ευρύτερη περιοχή, τον τρόπο που αυτό αναγιγνώσκεται ως απειλή για τα κυριαρχικά δικαιώματα των γειτονικών χωρών αλλά και για κρίσιμες διόδους για πολύ μεγάλο μέρος του παγκοσμίου εμπορίου, την προσπάθεια των ΗΠΑ να δείξουν ότι μπορούν να έχουν αναβαθμισμένο ρόλο στην εγγύηση των συμφερόντων της Δύσης αλλά ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν τον συνολικό ανταγωνισμό από την Κίνα σε όλα τα επίπεδα.

Μόνο που την ίδια στιγμή, ο τρόπος που κλιμακώνεται η αντιπαράθεση στον Ινδο-Ειρηνικό αποτυπώνει και όχι μόνο τη δυναμική του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» (πιο σωστά μίας πλευράς του γιατί υπάρχει και η αντιπαράθεση με τη Ρωσία), αλλά και τα όρια στον τρόπο που τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Κίνα ξεδιπλώνουν τις προβολές ισχύος τους.

ΗΠΑ: η κρίση της «δυτικής συμμαχίας» και η αναδίπλωση στην «ενότητα του αγγλοσαξονικού κόσμου»

Οι ΗΠΑ φάνηκε ότι κινήθηκαν στην επιλογή του με βασικό κριτήριο να μπορέσουν να συντονιστούν με δυνάμεις με τις οποίες παραδοσιακά έχουν υψηλού επιπέδου συνεργασία σε επίπεδο άμυνας και υπηρεσιών πληροφοριών, ώστε να μπορέσουν να ξεδιπλώνουν μια αμιγώς στρατιωτική τακτική επιτήρησης της Κίνας σε μια κρίσιμη περιοχή.

Το είδος αυτό στρατιωτικής παρουσίας δεν μπορούσε να σχεδιαστεί μέσω ΝΑΤΟ, άλλωστε η περιοχή είναι κάπως έξω ακόμη και από την τρέχουσα «διευρυμένη» αρμοδιότητά του, ούτε να περιοριστεί στα διάφορα επίπεδα στρατηγικής συνεργασίας που έχουν οι ΗΠΑ στον Ινδο-Ειρηνικό (μόνο η Ιαπωνία διαθέτει ανάλογου επιπέδου συνεργασία με τις ΗΠΑ). Αυτό άφηνε ως μόνο ενδεχόμενο την αναδίπλωση στην «ειδική σχέση» μεταξύ των αγγλοσαξονικών χωρών που ήταν από τη μεριά των νικητών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι ΗΠΑ ωθήθηκαν σε αυτή την επιλογή εκτιμώντας ότι ένα ευρύτερο φάσμα χωρών της περιοχής αισθάνονται μια πίεση από τις κινεζικές κινήσεις  και κυρίως τον τρόπο που η Κίνα προβάλλει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στη Νότια Σινική Θάλασσα. Αυτό αφορά και την Ιαπωνία, αλλά και άλλες χώρες της περιοχής, όπως την Ινδία, τις Φιλιππίνες, το Βιετνάμ και την Νότια Κορέα. Δηλαδή, εκτιμούν ότι με αυτόν τον τρόπο επιτελούν έναν ρόλο «εγγύησης» συμφερόντων συμμαχικών χωρών σε μια κρίσιμη περιοχή.

Όμως, την ίδια στιγμή το τίμημα για αυτή την επιλογή φαντάζει ιδιαίτερα υψηλό. Η ρήξη με τη Γαλλία, ακόμη και εάν μπορεί να αποδοθεί στην οργή του Παρισιού για την ακύρωση μιας κρίσιμης πλευράς της «διπλωματίας των εξοπλισμών» στην οποία επιδίδεται η γαλλική πλευρά, όμως επιτείνει την κρίση του ΝΑΤΟ, σε μια κρίσιμη στιγμή και ενώ η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν (και σύντομα από το Ιράκ) διαμορφώνει νέο τοπίο για τα ζητήματα συλλογικής ασφάλειας σε μια ευρύτερη περιοχή.

Δηλαδή, την ώρα που οι ΗΠΑ κατηγορούνται για τη σχεδόν χαοτική συνθήκη που διαμόρφωσε ο τρόπος που χειρίστηκαν τη συμφωνία που είχαν με τους Ταλιμπάν για αποχώρηση από το Αφγανιστάν, αντί να απαντήσουν με μια αναθεμελίωση των θεσμών συλλογικής ασφάλειας της Δύσης, επιλέγουν να επιμείνουν σε μια διαδρομή μονομερών επιλογών, που διακυβεύουν συνολικά τις ευρω-αμερικανικές σχέσεις.

Ουσιαστικά, αυτό που προβάλλουν σε εικόνα είναι τελικά μια παραλλαγή του «Πρώτα η Αμερική»  – αυτή τη φορά από την πλευρά των Δημοκρατικών – με την έννοια μιας πραγματικής αδυναμίας να συγκροτήσουν έναν ηγεμονικό ρόλο και την αντίστοιχη ηγεμονική πρακτική, περιοριζόμενες στο να επιλέγουν κατά περίπτωση τους συμμάχους που είναι διατεθειμένοι να κινηθούν σε μια ορισμένη κατεύθυνση (ενίοτε και απλώς τους συμμάχους που αισθάνονται ότι έχουν άμεσο συμφέρον, όπως π.χ. η Βρετανία που θέλει ταυτόχρονα να διεκδικήσει ρόλο «μεγάλης δύναμης» και να εξασφαλίσει παραγγελίες).

Όμως, μια τέτοια τακτική σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου πληθαίνουν τα σημεία που απαιτούν διαχείριση κρίσεων και ευρύτερες διακρατικές συνεργασίες, αρχίζει και φαντάζει ως όλο και περισσότερο αλυσιτελής.

Η αδυναμία της Κίνας να έχει μια κουλτούρα «συλλογικής ασφάλειας»

Την ίδια στιγμή η κατάσταση σε σχέση με τις αντιπαραθέσεις στον Ινδο-Ειρηνικό αναδεικνύει και ένα σοβαρό έλλειμμα στην αντίληψη της Κίνας για τον ρόλο της στον κόσμο.

Είναι αλήθεια ότι η Κίνα όντως δεν διεκδικεί έναν ρόλο «παρεμβατικό» στις υποθέσεις άλλων κρατών, πέραν των δικών της συνόρων και ότι η αντίληψή της για το διεθνές σύστημα είναι πολύ πιο κοντά σε μια παραδοσιακή αντίληψη ενός κόσμου κυρίαρχων κρατών με ισορροπίες ισχύος που εξασφαλίζουν την ειρήνη και τη σταθερότητα.

Την ίδια στιγμή βέβαια η Κίνα θεωρεί αυτονόητες τις άμεσες δικές της αξιώσεις στην κοντινή της περιοχή, ξεκινώντας από την αντίληψη που έχει για τα κυριαρχικά στης δικαιώματα στην Νότια Σινική Θάλασσα ή την αντίληψη ότι εντός της ΑΟΖ έχει και στρατιωτική αρμοδιότητα, ή τον τρόπο που θεωρεί ότι θα μεθοδεύσει την επανένωση με την Ταϊβάν. Μόνο που όλα αυτά διαμορφώνουν αφορμές προστριβές με άλλες χώρες στην περιοχή.

Όμως, το πιο βασικό πρόβλημα της Κίνας είναι μπορεί να υπερασπίζεται την ιδέα ενός ανοιχτού κόσμου, όπου κυρίαρχα κράτη κατά βάση έχουν μεταξύ τους αμοιβαία επωφελείς οικονομικές συναλλαγές, δεν έχει μια αντίληψη «συλλογικής ασφάλειας», ούτε είναι διατεθειμένη να αναλάβει ρόλο εγγυητή, παρά την πολύ μεγάλη επένδυση που έχει κάνει στην αναβάθμιση και τον εκσυγχρονισμό των αμυντικών της δυνατοτήτων.

Μια σύγκριση με τον τρόπο που κινείται η Ρωσία σε διάφορα πεδία είναι από αυτή την άποψη ενδεικτική και δείχνει τα κινεζικά όρια. Δηλαδή, η Ρωσία εξακολουθεί να είναι μια δύναμη που παρεμβαίνει σε συγκρούσεις, διεκδικεί ρόλο power – broker, αναλαμβάνει κόστη ως προς την αποστολή δυνάμεων και ξεδιπλώνει «κλασικού τύπου» διπλωματικές πρωτοβουλίες, εμφανείς και αφανείς.

Αυτό δεν ισχύει για την Κίνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το Αφγανιστάν, όπου και οι δύο χώρες επέλεξαν ανάλογη στάση – δηλαδή ανοιχτούς διαύλους με τους Ταλιμπάν. Η Κίνα έκανε ένα κλασικό άνοιγμα προς τους Ταλιμπάν, υποσχέθηκε επενδύσεις, ζήτησε εγγυήσεις για τους Ουιγούρους και στηρίχτηκε στην καλή σχέση με το Πακιστάν.

Η Ρωσία, όμως, ξεδίπλωσε μια πιο συνολική δραστηριότητα που αφορούσε εγγυήσεις ασφαλείας προς τις χώρες που συνορεύουν με το Αφγανιστάν, ευρύτερες διπλωματικές πρωτοβουλίες και συνεννοήσεις, συμπεριλαμβανομένων και συνομιλιών με την Ινδία (χώρα ιδιαίτερα κρίσιμη εάν αναλογιστούμε ότι οι ΗΠΑ θα ήθελαν, εάν χρειαστεί να μπορούν να χρησιμοποιήσουν το έδαφός της για παρεμβάσεις στο Αφγανιστάν, π.χ. με drones), χωρίς βιασύνη ως προς την ίδια την αναγνώριση των Ταλιμπάν.

Θα έλεγε κανείς ότι παρ’ όλα τα φιλόδοξα μεσοπρόθεσμα κινεζικά σχέδια, παραμένει ένα ζητούμενο να ξεπεράσουν μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη, την οποία αποτυπώνει η ίδια κινεζική λέξη για το όνομα της χώρας, που σημαίνει «Μέσο Βασίλειο», αυτό που είναι ανάμεσα στη Γη και τον Ουρανό, αντίληψη που ενώ συγκροτεί ιδιαίτερα ισχυρή εθνική ταυτότητα, ταυτόχρονα εμποδίζει τη διεκδίκηση ηγεμονικού ρόλου και διαμόρφωσης συμμαχιών με κριτήρια ισοτιμίας.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
Reuters Αποκλειστικό: Πιέσεις ΕΚΤ προς Raiffeisen και UniCredit για τη δημιουργία αποθεματικού για τη Ρωσία
Διεθνή |

Reuters Αποκλειστικό: Πιέσεις ΕΚΤ προς Raiffeisen και UniCredit για τη δημιουργία αποθεματικού για τη Ρωσία

Η ΕΚΤ επιδιώκει να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι δύο τράπεζες από τη λειτουργία τους σε μια χώρα στην οποία δεν έχουν πλέον αποτελεσματικό έλεγχο των δραστηριοτήτων του