Με το τρέχον πρόβλημα της ενεργειακής κρίσης να επηρεάζει κάθε είδους ανθρώπινης δραστηριότητας, καθώς η ενέργεια, σήμερα, αποτελεί σημαντικό συστατικό σε κάθε τομέα της ζωής μας, από την οικονομία και τη δημόσια ασφάλεια μέχρι το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία, είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι πιο πλούσιες χώρες του κόσμου, όπως και πολιτείες των ΗΠΑ, πασχίζουν να διατηρήσουν τη σταθερότητα των ηλεκτρικών τους συστημάτων.
Ιδιαίτερα οξύ θεωρείται το πρόβλημα της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη, με τις τιμές για τα αγαθά και τις υπηρεσίες, για τις οποίες απαιτείται η χρήση ενέργειας, να παρουσιάζουν σημαντική αύξηση και να οδηγούν σε κοινωνικές αναταραχές. Πιο αναλυτικά, οι τιμές για φυσικό αέριο, άνθρακα και ηλεκτρισμό αυξήθηκαν κατά πολύ οδηγώντας σε διαμαρτυρίες στην Ισπανία για τις αυξήσεις των λογαριασμών, σε ελλείψεις καυσίμων στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε ιδιαίτερα χαμηλή προσφορά φυσικού αερίου στο μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου.
Σύμφωνα με το Foreign Policy, το παράδειγμα της Ευρώπης μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης και για πολλές άλλες χώρες του κόσμου, με την ίδια να έχει επενδύσει αρκετά στην αγορά ενέργειας αλλά, παράλληλα, να έχει προβεί και σε σημαντικά λάθη.
Τα σφάλματα της ευρωπαϊκής ηπείρου
Γενικά, η επίτευξη της ενεργειακής ασφάλειας απαιτεί την επίτευξης της ισορροπίας των δυνάμεων αγοράς, τη σωστή διαχείριση των τεχνολογιών και των πολιτικών, αλλά και τη σωστή εκμετάλλευση της γεωπολιτικής. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της απελευθέρωσης του ενεργειακού εμπορίου, ενθάρρυνε τα κράτη μέλη να προχωρήσουν σε συμβάσεις παράδοσης φυσικού αερίου με βάση την ημερήσια τιμή, αντί να τα ενθαρρύνει να προβούν σε διαπραγματεύσεις για σταθερές, μακροπρόθεσμες τιμές με προμηθευτές, όπως η ρωσική Gazprom.
Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, η οποία βασίστηκε περισσότερο στην ιδεολογία της αγοράς, παρά στη λεπτομερή ανάλυση για την επίτευξη της ασφάλειας εφοδιασμού και των χαμηλότερων τιμών, επέφερε αρνητικά αποτελέσματα. Αρχικά, δόθηκε η δυνατότητα στη Ρωσία, τον μεγαλύτερο πάροχο φυσικού αερίου στην Ευρώπη, να μπορεί να απελευθερώσει ή να περιορίσει τις προμήθειες και, έτσι, να καθορίσει τις τιμές. Επιπλέον, η κατάργηση των συμβάσεων σταθερών τιμών περιορίζει τις σταθερές προμήθειες. Η παραγωγή φυσικού αερίου και οι καινούριοι αγωγοί είναι πολύ ακριβοί, απαιτούν επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων και πολλά χρόνια ανάπτυξης. Αυτό αποτελεί αντικίνητρο για τους περισσότερους παραγωγούς, οι οποίοι επιθυμούν να επενδύσουν στην προμήθεια φυσικού αερίου στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να αυξάνεται, έτσι, η δύναμη της Ρωσίας στην αγορά. Παράλληλα, το γεγονός ότι η Ρωσία δεν είναι πρόθυμη να αυξήσει τις αποστολές φυσικού αερίου στην Ευρώπη, έχει, επίσης, συμβάλλει στην κρίση αυτή.
Συνεπώς, η κατάσταση αυτή οδηγεί στην εξάρτηση της Ευρώπης από τις εισαγωγές του ακριβότερου υγροποιημένου φυσικού αερίου, φτάνοντας, πολλές φορές, σε σημείο να πρέπει να ανταγωνιστεί την Ανατολική Ασία, η οποία πληρώνει πολύ υψηλότερες τιμές για την παροχή του. Έτσι, σε περιόδους υψηλής ζήτησης, η Ευρώπη αναγκάζεται να πληρώσει τιμές παρόμοιες με τις ασιατικές για πρόσθετη προσφορά, μην έχοντας τη δυνατότητα να πληρώσει φθηνότερες τιμές αγωγών φυσικού αερίου από τους δικούς της περιφερειακούς προμηθευτές.
Είναι, ακόμη, γνωστό το ότι η Ευρώπη βασίζεται στις δυνάμεις της αγοράς, τις οποίες, όμως, συχνά τις υποτιμά για την επίτευξη των πολιτικών της στόχων. Με τις κυβερνήσεις να έχουν προχωρήσει στην επιβολή της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας δεν έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν οικονομικά βιώσιμα καύσιμα. Ακόμη, δεδομένου του ότι οι κυβερνήσεις περιορίζουν τις τιμές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας που επιτρέπεται να χρεώνονται οι καταναλωτές, οι εν λόγω εταιρείες δεν μπορούν ούτε να ελέγξουν τις τιμές των καυσίμων ούτε το τι χρεώνουν τους καταναλωτές τους. Επίσης, οι δύο βασικές ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (αιολική και ηλιακή) εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις καιρικές συνθήκες. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες θα πρέπει να βασίζονται, παράλληλα, και σε εφεδρικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, που θα χρησιμοποιούν φυσικό αέριο, άνθρακα ή άλλες πηγές, για να εξασφαλίσουν τη σταθερή παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. Συνεπώς, το γεγονός αυτό οδηγεί τις εταιρείες σε επιπλέον έξοδα, μεταβιβάζοντας, έτσι, τα κόστη αυτά και στο κοινό.
Ακόμη κι εάν η Ευρώπη επενδύει τρισεκατομμύρια δολάρια για την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, έχει παραμελήσει σημαντικές επενδύσεις στο ηλεκτρικό της δίκτυο. Η σταθερή παροχή ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου απαιτεί την ύπαρξη πολύπλοκων συστημάτων αποθήκευσης, τη δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας, τις κατάλληλες υποδομές και τη δημιουργία πλεονάσματος εφοδιασμού – κάτι που η ιδιωτική αγορά από μόνη της δεν είναι δυνατό να παρέχει. Συνεπώς, είτε θα πρέπει η κυβέρνηση να απαιτήσει οι πάροχοι ενέργειας να διατηρούν επαρκείς μηχανισμούς αποθήκευσης και εφεδρείας είτε να τους τούς παρέχει η ίδια. Ταυτόχρονα, είναι συχνό το φαινόμενο οι κυβερνήσεις να παρέχουν επιδοτήσεις για να ενθαρρύνουν τη χρήση ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς, ωστόσο, να διαθέτουν κάποιο αξιόπιστο σύστημα, ώστε να καλύψουν αυτή την αυξημένη ζήτηση, προκαλώντας, έτσι, κινδύνους για περαιτέρω διακοπές ρεύματος.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, παρατηρείται το ότι η Ευρώπη δεν ασχολείται με επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας, όπως στο παρελθόν. Με τη σημερινή Ευρωπαϊκή Επιτροπή να έχει μετατρέψει την ενεργειακή πολιτική σε υποσύνολο της ευρύτερης κλιματικής πολιτικής, δεν προβαίνει πια σε επενδύσεις για τον συνεχή εφοδιασμό με φυσικό αέριο, όπως ο Νότιος Διάδρομος Φυσικού αερίου. Το γεγονός αυτό καθίσταται περισσότερο σαφές κι από το γεγονός ότι, παρόλο που η Ευρώπη βρίσκεται πολύ κοντά σε σημαντικές πηγές φυσικού αερίου στη Μεσόγειο, τις οποίες θα μπορούσε να εκμεταλλευθεί, υπέκυψε στις εκκλήσεις των ακτιβιστών και παρέμεινε αδρανής. Ταυτόχρονα, το κλείσιμο πολλών εργοστασίων πυρηνικής ενέργειας, μετά τα πυρηνικά ατυχήματα στη Φουκοσίμα, έχει στερήσει από την Ευρώπη τη δυνατότητα πρόσβασης σε μία σταθερή πηγή καθαρής ενέργειας, συμβάλλοντας σημαντικά στην παρούσα ενεργειακή κρίση.
Τι θα συμβεί με την ενεργειακή πολιτική των ΗΠΑ;
Παρόμοια πολιτική με την Ευρώπη φαίνεται να ακολουθούν και οι ΗΠΑ, με τη διοίκηση Μπάιντεν να αγνοεί την ενεργειακή πολιτική και να την υποβαθμίζει σε υποσύνολο της ευρύτερης κλιματικής της πολιτικής, ενώ, παράλληλα, ακύρωσε και πολλά έργα ενεργειακών αγωγών, τα οποία θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη σταθερή εγχώρια προσφορά.
Τα γεγονότα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα το να εμποδίσουν την αναβίωση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου εξαιτίας και της μείωσης της ζήτησης που προκλήθηκε από την πανδημία. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι οι ΗΠΑ ζητούν από τον ΟΠΕΚ να τις εφοδιάσει με πετρέλαιο, χωρίς, ωστόσο, να καθίσταται, ακόμη, σαφές το πώς συμβάλλει στην ενεργειακή ασφάλεια εάν η παραγωγή ορυκτών καυσίμων μετατοπιστεί απλώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες στον ΟΠΕΚ ή και σε άλλες χώρες. Εάν η Ουάσινγκτον συνεχίσει να εμποδίζει την εγχώρια παραγωγή ενέργειας, ο κόσμος θα επιστρέψει στην ενεργειακή γεωπολιτική της δεκαετίας του 1970, με τον ΟΠΕΚ να ελέγχει ξανά τις τιμές και τις προμήθειες, γεγονός που, αδιαμφισβήτητα, θα αυξήσει τις γεωπολιτικές προκλήσεις.
Μία καλή λύση θα ήταν η διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας σε ολόκληρο τον κόσμο, ωστόσο, οι ΗΠΑ στρέφονται στην αξιοποίηση, κυρίως, της ηλεκτρικής ενέργειας, με πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής, όπως η μετακίνηση, να ξεκινάνε να αξιοποιούν την ενέργεια αυτή. Ωστόσο, και στην προαναφερθείσα λύση εντοπίζονται σημαντικά προβλήματα, με τις πολιτείες των ΗΠΑ, όπως ακριβώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση, να μην διαθέτουν, ακόμη, το κατάλληλο ηλεκτρικό δίκτυο, ώστε να μπορούν να καλύψουν την υψηλότερη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας.
Μία ματιά στις αποτυχίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς το πρόγραμμα ενεργειακής πολιτικής και στη τρέχουσα ενεργειακή κρίση, θα αρκούσε για να αποφευχθούν και από τις ΗΠΑ τυχόν παρόμοια λάθη. Κύριο ρόλο στην πολιτική αυτή παίζουν οι κυβερνήσεις. Μπορεί οι ιδιωτικές εταιρείες να έχουν τη δυνατότητα να παράγουν, να μεταφέρουν και να πουλούν υπηρεσίες ενέργειας, ωστόσο, καμία από αυτές δεν θα πετύχει τις πολιτικές της, εάν δεν τους εξασφαλίζεται σταθερά η παροχή της εν λόγω ενέργειας από το κράτος.
Latest News
Το 2024 θα είναι «σχεδόν σίγουρα» η πιο ζεστή χρονιά στην ιστορία
Το 2024 αναμένεται να αναδειχθεί ως η θερμότερη χρονιά που έχει καταγραφεί ποτέ, σύμφωνα με τα στοιχεία της ευρωπαϊκής υπηρεσίας Κοπέρνικος.
Στην πρίζα… η ζήτηση για αυτοπαραγωγή ενέργειας – Τα στοιχεία του GreenTank
Αφορούν σε έργα για αυτοπαραγωγή ενέργειας από πολίτες, επιχειρήσεις, αγρότες, δήμους, ενεργειακές κοινότητες και άλλους φορείς, ισχύος 133 MW
Χατζηγάκης για Τραμπ: Ισως καθυστερήσει τη μετάβαση στις ΑΠΕ αλλά το megatrend δεν αλλάζει
Ο Μικέλης Χατζηγάκης εκτίμησε ότι η εκλογή του νέου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ δεν είναι μια καλή εξέλιξη για τις ΑΠΕ
Η εκλογή Τραμπ «ρίχνει» τις μετοχές των εταιρειών καθαρής ενέργειας
Οι μετοχές των εταιρειών με δραστηριότητα στην καθαρή ενέργεια πέφτουν με την εκλογή Τράμπ καθώς έχει δεσμευτεί ότι θα καταργησει τα υπεράκτια αιολικά πάρκα
Ανησυχία στους αρχιτέκτονες της συμφωνίας του Παρισιού για την εκλογή Τραμπ ενόψει της COP29
Ο Τραμπ, γνωστός αρνητής της κλιματικής κρίσης, την έχει αποκαλέσει «μια από τις μεγάλες απάτες»
«Πέφτει» η παγκόσμια ζήτηση για EV - Τι ανησυχεί τους καταναλωτές
Μόλις κατά 3% από πέρυσι αυξήθηκε το ποσοστό των καταναλωτών που σκοπεύουν να αγοράσουν ηλεκτρικά οχήματα σύμφωνα με έρευνα της EY
Θα μπορούσε να γίνει η Αθήνα Βαλένθια;
Ποιες περιοχές της πρωτεύουσας κινδυνεύουν από μεγάλα πλημμυρικά φαινόμενα – Η αυθαίρετη δόμηση, τα ελλιπή αντιπλημμυρικά έργα και οι επιπτώσεις από τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Αθήνα
«Πράσινη» απόβαση από τις ελληνικές επιχειρήσεις ενέργειας στο Μπακού – Ισχυρά ονόματα στην COP29
ΤΕΡΝΑ, ΔΕΗ, AKTOR, Κοπελούζος, ΤΙΤΑΝ, Helleniq Energy, Motor Oil και άλλες ενεργειακές επιχειρήσεις στην COP29
Ανταγωνισμοί στους λιωμένους πάγους - Πώς θα αποφευχθεί το χάος στην παρθένα ήπειρο
Το μόνο που βρίσκεται μεταξύ του status quo και του χάους στην Ανταρκτική είναι μια εύθραυστη Συνθήκη του 1959
Πίστωση χρόνου για τα πρόστιμα στα EV ζητά η Γαλλία
Μεγαλύτερη ευελιξία ζητούν ευρωπαικές κυβερνήσεις και αυτοκινητοβιομηχανίες για το ζήτημα των ορίων στα ποσοστά εκπομπών των αυτοκινήτων