Ένα δειλό και συγκρατημένο μήνυμα αισιοδοξίας έστειλε την Τετάρτη το ινστιτούτο IIF (Institute of International Finance) αναφορικά με το συνολικό παγκόσμιο χρέος. Κι αυτό διότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του, στο τρίτο τρίμηνο του έτους υποχώρησε για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν δύο χρόνια (πρακτικά, από την έναρξη της πανδημίας), με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί στα 296 τρισ. δολάρια.
Πρόκειται για το ποσό που χρωστούσαν αθροιστικά, στο τέλος Σεπτεμβρίου, οι κυβερνήσεις, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά ολόκληρου του πλανήτη. Ποσό που αντιστοιχεί στο 350% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ποσοστό μικρότερο κατά δέκα και πλέον μονάδες σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο – κάτι που συνέβη, κυρίως, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ και όχι τόσο της μείωσης του χρέους.
Εφόσον η τάση αυτή συνεχιστεί και τους επόμενους μήνες, τότε πιθανότατα δεν θα επαληθευτεί η πρόβλεψη που είχε κάνει στις αρχές Σεπτεμβρίου ο διευθυντής του IIF, Εμρέ Τιφτίκ, ότι σύντομα το χρέος θα ξεπεράσει και το φράγμα των 300 τρισ. δολαρίων. Σε καμία περίπτωση, ωστόσο, η εξέλιξη αυτή δεν αλλάζει το συνολικό τοπίο, που παραμένει εξαιρετικά προβληματικό – αν όχι εφιαλτικό.
Μόνη λύση η αναδιάρθρωση
Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια ωρολογιακή «βόμβα» η οποία είναι τοποθετημένη στα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας και την απειλεί με ολοκαύτωμα. Μια βόμβα η οποία, πρακτικά, δεν μπορεί να απενεργοποιηθεί με κανένα άλλο τρόπο από μια γενναία αναδιάρθρωση, που θα περιλαμβάνει και «κούρεμα» σημαντικού μέρους του χρέους, με όλες τις συνέπειες που κάτι τέτοιο μπορεί να έχει.
«Οι τεράστιες δαπάνες εκ μέρους των κυβερνήσεων κράτησαν ζωντανή την παγκόσμια οικονομία στη διάρκεια της πανδημίας, καθώς δόθηκε μια απάντηση η οποία, από δημοσιονομικής άποψης, δεν έχει προηγούμενο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (…) Όμως, το χρέος των σχεδόν 300 τρισ. δολαρίων που προέκυψε ως αποτέλεσμα θα καταστήσει πολλές χώρες ευάλωτες και θα επιδράσει αρνητικά στις προσπάθειές τους να αντιμετωπίσουν επείγουσες προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή και η γήρανση του πληθυσμού», σημειώνει το Reuters σε σχετικό ρεπορτάζ του.
Η Γερμανία και οι άλλοι
Όπως είναι αναμενόμενο, βεβαίως, δεν βρίσκονται όλες οι χώρες στην ίδια δεινή θέση, με αποτέλεσμα οι ήδη μεγάλες ανισότητες να διευρύνονται περαιτέρω. Η Γερμανία, για παράδειγμα, έχει καταφέρει να αυξήσει το δημόσιο χρέος της μόλις στο 70% του ΑΕΠ, ενώ το συνολικό της χρέος (μαζί με επιχειρήσεις και νοικοκυριά) αντιστοιχεί σε «μόλις» 150% του ΑΕΠ.
Αυτό σημαίνει, στη γλώσσα των αγορών, ότι διαθέτει σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις τάξεις των ανεπτυγμένων και πλούσιων κρατών. Τόσο σε σύγκριση με τους περισσότερους εταίρους της στην ΕΕ και την ευρωζώνη – όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία, η Ιταλία ή ακόμη και η Γαλλία – όσο και έναντι των ΗΠΑ, όπου μόνο το δημόσιο χρέος ανέρχεται σε περίπου 130% του ΑΕΠ και βεβαίως της Ιαπωνίας, όπου το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 250%.
Εκεί, όμως, όπου η κατάσταση είναι κυριολεκτικά δραματική είναι στις πιο φτωχές χώρες και στις «αναπτυσσόμενες οικονομίες». Για του λόγου το αληθές, το συνολικό χρέος των χωρών που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία ανήλθε στο τέλος του τρίτου τριμήνου στα 92,6 τρισ. δολάρια, ποσό που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ και δημιουργεί σοβαρή ανησυχία για το μέλλον αρκετών εξ’ αυτών.
Ντόμινο χρεοκοπιών στις «αναδυόμενες οικονομίες»;
Η αλήθεια, μάλιστα, είναι ότι ο κίνδυνος ενός ντόμινο κρίσεων και χρεοκοπιών πρέπει να θεωρείται κάτι παραπάνω από υπαρκτός – με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Οι εξελίξεις στην Αργεντινή, όπως επίσης και στην Τουρκία, αποτελούν την καλύτερη απόδειξη ότι δεν πρόκειται για δημοσιογραφική κινδυνολογία, αλλά για ζοφερή πραγματικότητα.
«Οι χώρες με χαμηλά εισοδήματα θα πληγούν σκληρότερα από όλες, με ορισμένες από αυτές να βρίσκονται ήδη αντιμέτωπες με μη βιώσιμα επίπεδα χρέους και άλλες να έχουν αποκλειστεί από τους ευνοϊκότερους όρους χρηματοδότησης που απολαμβάνουν οι πιο πλούσιες», σύμφωνα με δηλώσεις στο Reuters του καθηγητή του LSE, Αμάρ Μπατατσάρια – ο οποίος, εκτός των άλλων, επισημαίνει πως όχι μόνο καθίσταται πολύ δύσκολη η εξυπηρέτηση του χρέους, αλλά και αμφίβολη η υλοποίηση των αναγκαίων επενδυτικών προγραμμάτων των επόμενων ετών.
Αυτός είναι και ένας από τους λόγους για τον οποίο πάνω από το 90% του νέου χρέους που δημιούργησαν οι αναπτυσσόμενες χώρες μετά το 2019 έχει αναφορά στα εθνικά τους νομίσματα και όχι σε δολάριο, ευρώ ή γεν – σε μια προσπάθεια να «θωρακιστούν» από τις μεγάλες διακυμάνσεις στις ισοτιμίες και τις αναμενόμενες πληθωριστικές πιέσεις και υποτιμήσεις. Εξαίρεση αποτελούν εδώ, με βάση τα στοιχεία του IIF, η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία και η Κολομβία, που είδαν τον δανεισμό τους σε ξένα νομίσματα να αυξάνεται σημαντικά στη διάρκεια της πανδημίας.
Άλλο Κίνα και άλλο Τουρκία
Όσο για την Κίνα, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως, αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Πέρα από την εικόνα ισχύος που επιχειρεί να εκπέμψει προς τα έξω το καθεστώς της, «κουκουλώνοντας» δομικά προβλήματα όπως η φούσκα στην αγορά ακινήτων, το πρόβλημα με το χρέος είναι οξύ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Κίνα αντιστοιχεί το 80% της αύξησης του συνολικού χρέους των αναπτυσσόμενων αγορών την τελευταία διετία, κάτι που αποδεικνύει τη μεγάλη αύξηση του δανεισμού. Κι αυτό, με τη σειρά του, έχει οδηγήσει το χρέος (κράτους, επιχειρήσεων και νοικοκυριών) να αντιστοιχεί πλέον στο 330% του ΑΕΠ, αυξημένο κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το τέλος του 2019.
Φυσικά, πολύ λίγοι πιστεύουν πως υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο η Κίνα να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα κραχ. Εκτός των άλλων και λόγω του κεντρικού ελέγχου και σχεδιασμού της οικονομίας της και της ισχύος της – αλλά και του κινδύνου που αντιπροσωπεύει για την παγκόσμια οικονομία ένα τέτοιο σενάριο.
Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο για άλλες χώρες. Ο Ταγίπ Ερντογάν ασφαλώς το γνωρίζει και, γι’ αυτό, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να αποφύγει το μοιραίο. Όπως, όπως διαμήνυσε ο ίδιος, εμμέσως πλην σαφώς, το σενάριο ενός κραχ την επόμενη διετία είναι υπαρκτό.
Latest News
Η Jaguar αλλάζει το εμβληματικό της λογότυπο
Σε μια προσπάθεια επανεφεύρεσης του εαυτού της, η Jaguar επανασχεδιάζει το διάσημο λογότυπό της
Η θυγατρική της JPMorgan, Chase UK, λανσάρει πιστωτικές κάρτες στην Βρετανία
Η αποκλειστικά ψηφιακή θυγατρική της JPMorgan, Chase UK, κάνει την πρώτη της κίνηση στις πιστώσεις, αφού συγκέντρωσε καταθέσεις άνω των 20 δισ. λιρών
Ντανιέλα Καβάλο: Το πρόσωπο - κλειδί στις διαπραγματεύσεις για τις απολύσεις στη Volkswagen
Κόρη μετανάστη από την Ιταλία, η Ντανιέλα Καβάλο είναι επικεφαλής σωματείων των εργαζομένων στη Volkswagen
Η μεγαλύτερη απώλεια κερδών σε δύο χρόνια για την Target - Μειώνει το guidance
Οι διακριτικές αγορές μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο - Τι είδε η Target στα αποτελέσματα του τρίτου τριμήνου και πώς θα κινηθεί μέχρι το τέλος της χρονιάς
Σε καθεστώς πτώχευσης στις ΗΠΑ η Northvolt - Το σχέδιο αναδιάρθρωσης
Η Northvolt δεν κατάφερε να συμφωνήσει με τους επενδυτές σε ένα πακέτο διάσωσης και ζητά υπαγωγή στο Άρθρο 11
Παραιτείται στις 20 Ιανουαρίου ο πρόεδρος της SEC Γκάρι Γκένσλερ
H παραίτηση του έρχεται δυο χρόνια πριν τη λήξη της θητείας του
Το «γεράκι» της ΕΚΤ ξαναχτυπά: «Πρέπει να διατηρήσουμε περιοριστική νομισματική πολιτική»
Η διατήρηση αυστηρής πολιτικής αποτελεί επί του παρόντος μέρος της δήλωσης που δημοσιεύει η ΕΚΤ μετά τις συνεδριάσεις της για τα επιτόκια
Σε χαμηλό επταμήνου οι αιτήσεις για τα επιδόματα ανεργίας στις ΗΠΑ
Οι μη προσαρμοσμένες αιτήσεις μειώθηκαν κατά 17.750 σε 213.035 την περασμένη εβδομάδα
O αμερικανική Deer, ο γίγαντας των αγροτικών μηχανημάτων προβλέπει μικρότερη κερδοφορία
Οι εκτιμήσεις της Deer για αδύναμα ετήσια κέρδη καθώς τα εισοδήματα των Αμερικανών αγροτών υποχωρούν
Πώς επηρεάζουν την πολιτική της ΕΚΤ τα trumponomics - Κινδυνεύει η μείωση επιτοκίων;
Η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο έχει πυροδοτήσει στην ευρωζώνη τη συζήτηση στην ΕΚΤ πώς μπορεί να επηρεάσει τα σχέδιά τους για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη