H αύξηση του πληθωρισμού κατά 5,2% στη Γερμανία είναι ένα από τα κύρια θέματα σχολιασμού στο γερμανόφωνο Τύπο.

Η Süddeutsche Zeitung γράφει: «Τα νέα ακούγονται σοκαριστικά. Αυτόν τον μήνα οι τιμές καταναλωτή είναι 5,2 % υψηλότερες από πέρυσι. Η τελευταία φορά που σημειώθηκε τέτοια αύξηση ήταν πριν από 30 χρόνια. Οι Γερμανοί καταλαβαίνουν ότι δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά τόσα όσα στο παρελθόν. Η αλήθεια όμως είναι ότι φέτος πολλοί παράμετροι έκαναν τη ζωή σημαντικά πιο ακριβή. Αποφασιστικός παράγοντας λοιπόν είναι αν οι τιμές θα αυξηθούν επίσης τόσο πολύ και το επόμενο έτος. Υπάρχει ελπίδα ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει εάν οι συνδικαλιστές και οι κεντρικοί τραπεζίτες πάρουν τις σωστές αποφάσεις»

H ΕΚΤ πρέπει να αλλάξει πολιτική…

Και λίγο παρακάτω συνεχίζει: «Τώρα θα ήταν σημαντικό για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να αντιδράσει στην αλλαγή της κατάστασης. Ναι, έκαναν λάθος όλοι οι Γερμανοί σκεπτικιστές που προέβλεψαν πριν από δέκα χρόνια ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ θα οδηγούσε αμέσως σε πληθωρισμό. Οι τρέχουσες αυξήσεις τιμών έχουν και άλλους λόγους. Παρ’ όλα αυτά, θα ήταν σωστό να μειωθεί σιγά σιγά η πολιτική του φθηνού χρήματος. Η ΕΚΤ πρέπει να το κάνει αυτό προσεκτικά ώστε να μην καταπνίξει την οικονομική ανάκαμψη μετά τον κορωνοϊό. Θα πρέπει όμως να το κάνει για να μειώσει τον κίνδυνο του πληθωρισμού. Μέτριες αυξήσεις μισθών και μια πιο φυσιολογική νομισματική πολιτική, όταν συνδυαστούν μπορούν να γίνουν πολλά. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα οι Γερμανοί θα ανησυχούν λιγότερο για τις αυξήσεις των τιμών. Τότε η αύξηση του πληθωρισμού του Νοεμβρίου του 5% θα μπορούσε να είναι ένα φάντασμα που θα εξαφανιστεί».

H Berliner Morgenpost είναι επίσης στο ίδιο μήκος κύματος και γράφει για την αύξηση του πληθωρισμού στη Γερμανία: «Το ποσοστό μοιάζει δραματικό. Ο πληθωρισμός στη Γερμανία σκαρφάλωσε στο 5,2% τον Νοέμβριο και είναι τόσο ψηλά όσο το 1992. Αλλά δεν υπάρχει λόγος για πανικό. Γιατί η ανάπτυξη ευνοείται κυρίως από δύο παράγοντες: τη μείωση του ΦΠΑ, από την οποία οι πολίτες ωφελήθηκαν πέρυσι και τις αυξημένες τιμές ενέργειας. Εάν αφαιρέσει κανείς αυτές τις ειδικές παραμέτρους, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια αύξηση των τιμών περίπου 2%. Το ποσοστό αυτό αποτελεί στόχο της ΕΚΤ από την ιδρύσή της, άρα δεν υπάρχει κανένας λόγος για υπερβολικούς φόβους».

Υποχρεωτικός εμβολιασμός και ταξίδια εν μέσω πανδημίας

Το άλλο μεγάλο θέμα που κυριαρχεί είναι βεβαίως της πανδημίας. Η Hannoversche Allgemeine Zeitung σχολιάζει τη συζήτηση για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό ανάμεσα στα κόμματα που θα απαρτίζουν την μελλοντική κυβέρνηση και γράφει: «Αν ακόμη και το FDP που είναι εξαιρετικά επικριτικό για τα μέτρα καταναγκασμού, εγκρίνει την πρόταση της Βουλής για υποχρεωτικό εμβολιασμό τότε αυτό είναι το πολυαναμενόμενο μήνυμα στον πληθυσμό ότι η κατάσταση είναι πιο δραματική από ποτέ σε αυτή την πανδημία. Και φαίνεται ότι όλα τα κόμματα που θα συμμετάσχουν στην κυβέρνηση κατάλαβαν τη σοβαρότητα της κατάστασης».

Τέλος, η Märkische Oderzeitung γράφει για τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς με αφορμή την μετάλλαξη Όμικρον: «Το μόνο νόημα που έχουν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί είναι να κερδηθεί χρόνος. Αυτές οι πολύτιμες μέρες και εβδομάδες μπορεί να είναι χρήσιμες στην επιστήμη για να ερευνήσει και κατανοήσει τους κινδύνους της μετάλλαξης Όμικρον και να προσαρμόσουν το εμβόλιο. Η εμφάνιση της μετάλλαξης πρέπει επίσης να υπενθυμίζει στη Δύση ότι θα πρέπει να αυξήσει τις προσπάθειες εμβολιασμού όχι μόνο στις χώρες της, αλλά και στις φτωχότερες χώρες με λίγα εμβόλια. Στη Νότια Αφρική, το ποσοστό εμβολιασμού είναι 24%.

Πηγή: Deutsche Welle

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
Reuters Αποκλειστικό: Πιέσεις ΕΚΤ προς Raiffeisen και UniCredit για τη δημιουργία αποθεματικού για τη Ρωσία
Διεθνή |

Reuters Αποκλειστικό: Πιέσεις ΕΚΤ προς Raiffeisen και UniCredit για τη δημιουργία αποθεματικού για τη Ρωσία

Η ΕΚΤ επιδιώκει να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι δύο τράπεζες από τη λειτουργία τους σε μια χώρα στην οποία δεν έχουν πλέον αποτελεσματικό έλεγχο των δραστηριοτήτων του