Ήταν 22 Δεκεμβρίου 2016 όταν δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως ο νόμος 4446. Στο συγκεκριμένο νόμο περιλαμβάνεται το άρθρο 70 με τίτλο «Πρόγραμμα Δημοσίων Κληρώσεων (λοταρία)» μέσω του οποίου ο τότε υπουργός Οικονομικών Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος ευελπιστούσε, καθ’ υπόδειξη των θεσμών, ότι θα καταφέρει να πείσει τον κόσμο να ζητάει αποδείξεις καθώς κάθε μήνα 1.000 τυχεροί θα κέρδιζαν από 1.000 ευρώ μέσω κλήρωσης που θα πραγματοποιούσε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων μέσω αδιάβλητης ηλεκτρονικής διαδικασίας χωρίς καμία ανθρώπινη παρέμβαση.

Δέκα μήνες μετά και συγκεκριμένα στις 17 Οκτωβρίου 2017 δημοσιεύεται η απόφαση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων με την οποία καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις πραγματοποίησης της φορολοταρίας και στις 24 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους πραγματοποιούνται για πρώτη φορά μαζικά 11 κληρώσεις που αφορούσαν συναλλαγές που είχαν πραγματοποιηθεί το 11μηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου από περίπου 4.500.000 φορολογούμενους με το συνολικό ποσό των αποδείξεων που είχαν εξοφληθεί με ηλεκτρονικά μέσα (όχι μετρητά) να ανέρχεται σε 22,4 δισ. ευρώ!

Εκείνη την περίοδο πράγματι υπήρχε ένα ενδιαφέρον από τους πολίτες για τη συγκεκριμένη διαδικασία. Ήταν κάτι καινούριο και τα 1.000 ευρώ σε 1.000 νικητές κάθε μήνα αποτελούσαν δέλεαρ να πληρώσει κανείς με κάρτα αντί για μετρητά για να μπει η απόδειξη του σε κλήρωση. Με τον τρόπο αυτό το κράτος εξασφάλιζε ότι η όποια αγοραπωλησία πραγματοποιείται με πλαστικό χρήμα αποτυπώνεται σε κάποια απόδειξη αφού σε ενδεχόμενο έλεγχο η τράπεζα ούτως ή άλλως έχει καταγράψει τη συναλλαγή και άρα δεν μπορεί ο έμπορος, ο εστιάτορας ή όποιος άλλος παρέχει υπηρεσίες να φοροδιαφύγει.

Σχετικά γρήγορα όμως το μέτρο ατόνησε ίσως γιατί πολύ πίστευαν ότι εύκολα θα μπορέσουν κερδίσουν. Έως σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί 58 κληρώσεις, δηλαδή 58.000 πολίτες έχουν κερδίσει από 1.000 ευρώ ο καθένας (αν κάποιοι έχουν κερδίσει και δύο φορές τότε ο αριθμός αυτός είναι ακόμη λιγότερος), άρα το κράτος έχει ξοδέψει 58 εκατ. ευρώ προκειμένου να περιορίσει τη φοροδιαφυγή. Ερωτηματικό παραμένει αν το ποσό αυτό που έχει δαπανηθεί για την πραγματοποίηση των κληρώσεων έχει εισπραχθεί μέσα από την έκδοση αποδείξεων λόγω του κινήτρου της φορολοταρίας.

Η φορολοταρία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το πιο αδιάφορο μέσο για την πάταξη της φοροδιαφυγής καθώς οι ηλεκτρονικές συναλλαγές έχουν μπει για τα καλά στη ζωή μας λόγω και της πανδημίας που έχει επικρατήσει εδώ και περίπου μία διετία και κανείς πλέον δεν πληρώνει με κάρτα γιατί θα μπει στη φορολοταρία για να κερδίσει τα 1.000 ευρώ. Ουσιαστικά δηλαδή συντηρείτε ένα μέτρο το οποίο και έχει ατονίσει και δεν προσφέρει σχεδόν τίποτα στον αγώνα για την πάταξη της φοροδιαφυγής.

Προφανώς όλα αυτά που περιγράφουμε παραπάνω έχουν γίνει αντιληπτά από την ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών και γι΄ αυτό προσπαθεί να προχωρήσει σε ένα δυνατό λίφτινγκ της φορολοταρίας μπας και καταφέρει να αποτελέσει ένα επιπλέον κίνητρο για τους φορολογούμενους να ζητούν αποδείξεις κερδίζοντας αυτή τη φορά όχι 1.000 ευρώ το μήνα αλλά πολύ περισσότερα.

Σύμφωνα με το σχέδιο του υπουργείου Οικονομικών, η νέα φορολοταρία θα μοιράζει έως και 50.000 ευρώ κάθε μήνα και 100.000 ευρώ τα Χριστούγεννα σε λιγότερους όμως τυχερούς σε σύγκριση με ότι ισχύει σήμερα.

Το μέτρο αυτό επειδή είναι ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει από μόνο για την πάταξη της φοροδιαφυγής και γι αυτό θα συνοδευτεί και από μία έξτρα έκπτωση φόρου έως 2.200 ευρώ ετήσίως για όσους χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής στις συναλλαγές τους με διάφορες κατηγορίες επαγγελματιών όπως είναι: υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, ελαιοχρωματιστές, δικηγόροι, αρχιτέκτονες, ψυκτικοί, υπηρεσίες προσωπικής φροντίδας και νοσηλείας, υπηρεσίες καθαρισμού και συντήρησης, παιδικής φροντίδας, λιμουζίνες και ταξί, καθαριστήρια, υπηρεσίες ενοικίασης σκαφών αναψυχής, υπηρεσίες συμβουλευτικής, φωτογράφοι, οικοδομικές εργασίες καθώς και γυμναστήρια και σχολές χορού.

Πάντως, τα στοιχεία είναι αμείλικτα και αποκαλυπτικά: Η Ελλάδα καταλαμβάνει τη χειρότερη θέση στην Ευρώπη μετά τη Ρουμανία στην απώλεια εσόδων ΦΠΑ λόγω απάτης και φοροδιαφυγής. Πάνω από το 25% των συνολικών εσόδων του ΦΠΑ αντί να καταλήγουν στα ταμεία του ελληνικού κράτους παραμένουν στις τσέπες των επιτήδειων επαγγελματιών και μικρομεσαίων που είτε δεν κόβουν αποδείξεις ενώ εισπράττουν τον ΦΠΑ από τους πελάτες τους είτε δεν τον αποδίδουν στο κράτος όπως οφείλουν. Το συνολικό ποσό της απώλειας σε ετήσια βάση ξεπερνάει τα 5,3 δισ. ευρώ και αντιλαμβάνεται κανείς ότι έστω και τα μισά να εισέπραττε το δημόσιο και σε γενναία μείωση των φορολογικών συντελεστών θα μπορούσε να προχωρήσει αλλά και σε κατάργηση αρκετών πρόσθετων επιβαρύνσεων όπως είναι για παράδειγμα το τέλος επιτηδεύματος.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Opinion