Αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του έτους αλλά το βλέμμα του οικονομικού επιτελείου είναι ήδη στο πρώτο κρίσιμο εξάμηνο του 2022. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να βάλει κάτω από την ομπρέλα της τα ελληνικά ομόλογα για όσο χρειαστεί λειτουργεί ως ένας προσωρινός επίδεσμος στο τραύμα του 2009. Η Ελλάδα επέστρεψε στις διεθνείς αγορές ομολόγων το 2017, αφού είχε αποκλειστεί για χρόνια κατά τη διάρκεια μιας δεκαετούς κρίσης χρέους από την οποία τελικά βγήκε τον Αύγουστο του 2018. Η οικονομία προσπαθεί να αποτάξει την «ταμπέλα» junk, στην οποία κατηγορία μπήκε κατά την κρίση του 2010, κάτι το οποίο εκτιμάται πως θα είχε ήδη συμβεί αν δεν χτυπούσε η πανδημία το 2020.
Κύριος στόχος του υπουργείου παραμένει η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στο πρώτο μισό του 2023, χωρίς να αποκλείεται να επιτευχθεί και το 2022. Όχημα σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο και αναλυτές είναι η ισχυρή συσσωρευτική ανάπτυξη που προβλέπεται να αγγίξει το 11,7% στη διετία 2021-2022.
Μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανοίγεται μία ισχυρή πιθανότητα η Ελλάδα να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα πριν το 2023, ένα έτος που είναι ο στόχος του υπουργείου Οικονομικών. Ο νέος κύριος αξιολογήσεων έρχεται από τον Ιανουάριο και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο η ψήφος εμπιστοσύνης για την ελληνική οικονομία και η ειδική αναφορά της προέδρου Κριστίν Λαγκάρντ που έδωσε σήμα στις διεθνείς αγορές και επενδυτές ότι τα ελληνικά ομόλογα θα μείνουν κάτω από την “ασπίδα” του έκτακτου προγράμματος αγορών λόγω της πανδημίας (PEPP) και μετά τον Μάρτιο.
Το “δώρο” στην εκπνοή του έτους πέραν από την αποκλιμάκωση στις αποδόσεις των ελληνικών τίτλων έσβησε την σκια της αβεβαιότητας πάνω από το μέλλον των ελληνικών ομολόγων για το 2022. Ο συναγερμός της ενδεχόμενης απειλής από μία έξαρση της πανδημίας στη Ευρωζώνη, τα θετικά σημάδια της ελληνικής ανάκαμψης και οι ζυμώσεις που έγιναν, σύμφωνα με πληροφορίες, από όλα τα εμπλεκόμενα στελέχη της ελληνικής κεντρικής τράπεζας τους τελευταίους εξι μήνες έφεραν μία θετική απόφαση με έμμεσο αντίκτυπο στην πορεία της οικονομίας.
Τα μέτωπα και τα αγκάθια
Με την πανδημία να μην έχει τελειώσει και τον πληθωρισμό να δείχνει τα δόντια του, η πρεμιέρα του νέου έτους φέρνει την Ελλάδα αντιμέτωπη όχι μόνο με τον νέο χορό των αξιολογήσεων. Από το υπουργείο Οικονομικών έχει σχεδιαστεί ένας δρόμος κινήσεων με κύριο στόχο την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία ίσως και νωρίτερα από τον Ιούνιο, την πρόωρη αποπληρωμή δανείων του πρώτου Μνημονίου – ΔΝΤ (περί τα 7 δισ. ευρώ) και ταυτόχρονα να εφαρμοστεί αποτελεσματικό το σχέδιο από το Ταμείο Ανάκαμψης και η σταδιακή επιστροφή σε πλεονάσματα με ταυτόχρονη στήριξη σε ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Βασικό όχημα αποτελεί η πρόβλεψη για ισχυρή συσσωρευτική ανάπτυξη 11,7% στη διετία 2021-2022, τα υψηλά σχετικά ταμειακά διαθέσιμα που ανέρχονται σε πάνω από 32 δισ ευρώ και η θετική πορεία του κρατικού προϋπολογισμού με την υπέρβαση των στόχων στα έσοδα.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο το στοίχημα είναι διπλό καθότι η οικονομία δρομολογεί επιστροφή σε ρεαλιστικά πλεονάσματα και ταυτόχρονα επιδιώκει να αντιμετωπίσει μία σειρά από κινδύνους, όπως την ομαλή απόσυρση των μέτρων στήριξης λόγω της πανδημίας και την έκρηξη του ενεργειακού κόστους. Το υπουργείο Οικονομικών επιδιώκει η χώρα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα κατά το πρώτο μισό του 2023, χωρίς να αποκλείεται αυτή να έρθει νωρίτερα μέσα στο 2022.
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση σκοπεύει – ενδεχομένως έως τον Ιούνιο να τερματιστεί η ενισχυμένη εποπτεία, μέσα από την επίσπευση υλοποίησης των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει η χώρα έναντι των Θεσμών. Στο πλαίσιο αυτό, απομένει να ολοκληρωθούν οι επόμενες αξιολογήσεις, μετά τη θετική 12η αξιολόγηση, η οποία αποτέλεσε σημαντικό τεστ για την ελληνική οικονομία και συνδέεται με την εκταμίευση δόσης από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων ύψους 747 εκατ. ευρώ. Ενα μόνιμο «αγκάθι» αποτελεί ο μηδενισμός των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, ενώ στο τραπέζι βρίσκεται η πρόοδος σε μία σειρά μεταρρυθμίσεων που πρέπει να ολοκληρωθούν έως το καλοκαίρι του 2022. Από τα βασικότερα πεδία είναι και η ολοκλήρωση των παρεμβάσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η ενίσχυση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, οι παρεμβάσεις στο Δημόσιο και στη δικαιοσύνη, οι τομές στις αγορές και η πρόοδος των ιδιωτικοποιήσεων. Στόχος της κυβέρνησης είναι οι περισσότερες εκκρεμότητες να έχουν διευθετηθεί μέχρι τους πρώτους μήνες της νέας χρονιάς, ώστε η Ελλάδα να αξιολογείται όπως κάθε κράτος-μέλος της Ενωσης, δηλαδή κάθε εξάμηνο.
Διαβάστε επίσης: Απένειμε την επενδυτική βαθμίδα
Τα 35 δισ. ευρώ της ΕΚΤ και το πλάνο του 2022
Μέσω του προγράμματος, στο οποίο κατ΄ εξαίρεση συμμετέχουν τα ελληνικά ομόλογα ελλείψει της επενδυτικής βαθμίδας, η ΕΚΤ έχει ήδη αγοράσει τίτλους ύψους 35 δισ. Ευρώ. Φέτος, οι πληροφορίες δείχνουν ότι η Ελλάδα θα δανειστεί 10 – 12 δισ. ευρώ από τις αγορές με την έκδοση βραχυπρόθεσμων και μακροχρόνιων ομολόγων, ενώ στα σκαριά βρίσκεται και η πρώτη έκδοση “πράσινου” ομολόγου το πρώτο εξάμηνο του 2022. Η χώρα εφέτος εξέδωσε 5ετούς, 10ετούς και 30ετούς διάρκειας κρατικά ομόλογα αντλώντας συνολικά πάνω από 14 δισ. Ευρώ έχοντας ως βασικό “στήριγμα”, για τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια, το έκτακτο πανδημικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Οι αναλυτές εκτιμούν ότι η πρεμιέρα θα γίνει με ένα νέο 10ετές ομόλογο τον Ιανουάριο για την άντληση 3,5 δισ. ευρώ, συνεχίζοντας με ένα νέο 5ετές τον Μάρτιο για την άντληση 1,5 δισ. ευρώ, ενώ το α’ τρίμηνο θα ολοκληρωθεί με το re-opening του 30ετούς ομολόγου για την άντληση 1 δισ. Ευρώ.
Το 2021 η Ελλάδα άντλησε 15,5 δισ. ευρώ από αγορές και μέσω του private placement του 30ετούς ομολόγου. Τον Ιανουάριο του 2021 η Ελλάδα προχώρησε σε επανέκδοση τριακονταετούς ομολόγου ονομαστικής αξίας 1, 4 δισ. ευρώ και αξίας διακανονισμού 2,027 δισ. ευρώ με ιδιωτική τοποθέτηση. Ακολούθησε τον Φεβρουάριο του 2021 κοινοπρακτική έκδοση δεκαετούς ομολόγου ύψους 3,500 δισ. ευρώ, με σταθερό επιτόκιο 0,75% και τον Μάρτιο του 2021 κοινοπρακτική έκδοση τριακονταετούς ομολόγου ύψους 2,5 δισ. ευρώ, με σταθερό επιτόκιο 1,875%.Τον Μάιο του 2021 πραγματοποιήθηκε κοινοπρακτική έκδοση πενταετούς ομολόγου ύψους 3 δισ. ευρώ με μηδενικό επιτόκιο και τον Ιούνιο του 2021 ακολούθησε η κοινοπρακτική επανέκδοση του δεκαετούς ομολόγου ύψους 2,5 δισ. ευρώ με απόδοση 0,888%. Τον Σεπτέμβριο του 2021 έγινε διπλή επανέκδοση του πενταετούς και του τριακονταετούς ομολόγου ύψους 1,5 και 1 δισ. ευρώ, αντίστοιχα, με απόδοση 0,020% και 1,675%.
Κατά το 2021 οίκος S&P έχει αναβαθμίσει την χώρα στο BB, ενώ στην ίδια κλίμακα ΒΒ είναι η αξιολόγηση του οίκου Fitch. Χαμηλότερη είναι η αξιολόγηση του Moody’s, στο Ba3 με σταθερές προοπτικές. Το φθινόπωρο μπήκε πολύ θετικά καθώς ο οίκος αξιολόγησης DBRS Morningstar και προχώρησε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά ένα σκαλοπάτι σε ΒΒ από ΒΒ (Low), με θετικές προοπτικές. Είχε προηγηθεί μια εβδομάδα πριν η αναβάθμιση από τη «Scope Ratings» ( ΒΒ+ από ΒΒ) που έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία. Υπενθυμίζεται στο προηγούμενο ραντεβού η Moody’s είχε τηρήσει «σιγή ιχθύος», δηλαδή σε εκείνο του Μαΐου, με την αξιολόγηση της Ελλάδας από τον οίκο να μην έχει αλλάξει από τον Νοέμβριο του 2020 όταν είχε προβεί σε αναβάθμιση κατά μία βαθμίδα, από το Β1, με θετικές προοπτικές.
Latest News
Πώς σχολιάζει το υπουργείο Οικονομίας την έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα
Η Ελλάδα κλείνει την ψαλίδα με την Ευρώπη
Κομισιόν για Ελλάδα: Ανάπτυξη 2,1% και πληθωρισμός 3% το 2024 – Πόσο θα μειωθεί το χρέος έως το 2026
Οι επενδύσεις προβλέπεται να επιταχυνθούν περαιτέρω, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο κοντά στο 9% το 2025, κατά την Κομισιόν