Μέχρι πριν λίγες εβδομάδες, ο «άγνωστος Χ» στο κλαμπ των ισχυρών της Ευρώπης ήταν η Γερμανία. Ουδείς μπορούσε, άλλωστε, να εγγυηθεί πως οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των τριών κομμάτων για τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης θα ευοδώνονταν. Ούτε, βεβαίως, να προβλέψει το περιεχόμενο της συμφωνίας τους.

Αρκετοί, μάλιστα, είχαν χαρακτηρίσει τη Γερμανία ως τον «αδύναμο κρίκο» της ΕΕ, εκτιμώντας ότι μαζί με την εποχή Μέρκελ, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί και η παντοδυναμία του Βερολίνου. Γι’ αυτό και έστρεφαν το βλέμμα τους προς το Παρίσι και τη Ρώμη και την προσοχή τους στο σύμφωνο που υπέγραψαν ο πρόεδρος της Γαλλίας και ο πρωθυπουργός της Ιταλίας.

Η σειρά του Μακρόν και του Ντράγκι

Σήμερα τα πράγματα δείχνουν να έχουν αλλάξει. Όχι τόσο επειδή ο Όλαφ Σολτς έχει αποδείξει την αξία του και έχει πείσει ότι μπορεί να ηγηθεί της ΕΕ – αυτό δεν έχει συμβεί ακόμη. Αλλά, κυρίως, επειδή Εμανουέλ Μακρόν και Μάριο Ντράγκι βρίσκονται μπροστά σε δοκιμασίες που μπορεί να κρίνουν το πολιτικό μέλλον των ίδιων και, κατ’ επέκταση, των χωρών τους.

Αυτό είναι, βεβαίως, κάτι που ισχύει κυρίως για τον πρώτο. Άλλωστε, το άμεσο πρόβλημα του Ντράγκι έχει να κάνει με το εάν θα αποφασίσει να μεταπηδήσει στην προεδρία της Ιταλίας, αναλαμβάνοντας μία θέση με σαφώς λιγότερη εξουσία και αίγλη από αυτό που κατέχει σήμερα – από όπου, όμως, θα μπορεί να είναι ο «εγγυητής» των ομαλών πολιτικών εξελίξεων και ο θεματοφύλακας της χρηστής διαχείρισης των περίπου 200 δισ. ευρώ που αναμένει η χώρα από την ΕΕ.

Για τον Μακρόν, όμως – ο οποίος, επισήμως, δεν έχει καταθέσει ακόμη την υποψηφιότητά του, αν και θεωρείται βέβαιο ότι θα το κάνει – τα πράγματα είναι πολύ πιο σοβαρά. Κι αυτό διότι στην αναμέτρηση του ερχόμενου Απριλίου, η επανεκλογή του στην προεδρία δεν μοιάζει, πλέον, να είναι δεδομένη, καθώς απέναντί του έχει περισσότερους και πιο ισχυρούς αντιπάλους.

Το 2022 δεν είναι 2017…

Ας το κάνουμε… λιανά: Μέχρι σχετικά πρόσφατα, το πιθανότερο σενάριο ήταν μια επανάληψη, στον δεύτερο γύρο, του σκηνικού που είχαμε βιώσει το 2017: Μακρόν εναντίον Λεπέν, δηλαδή, με το «δημοκρατικό τόξο» να ενεργοποιείται πάλι και να χαρίζει πάλι τη νίκη στον νυν πρόεδρο, έστω και με μικρότερη διαφορά.

Το παραπάνω σκηνικό διαταράχθηκε από την είσοδο σε αυτό ενός νέου παίκτη, από τον χώρο της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς: Του τηλεαστέρα Ερίκ Ζεμούρ, ο οποίος ήρθε ουσιαστικά να καλύψει το «κενό» που αφήνει η Λεπέν με τη στροφή της προς πιο μετριοπαθείς και αποδεκτές από το σύστημα εξουσίας θέσεις. Μακριά, με άλλα λόγια, από τον παραδοσιακό της κοινωνικό χώρο, ο οποίος όμως είναι πολυπληθής και φανατισμένος και ζητά «αίμα».

Αυτό ακριβώς έρχεται να εκμεταλλευτεί ο Ζεμούρ. Ελπίζοντας να το κάνει με επιτυχία, καθώς τα δημοσκοπικά του ποσοστά του επιτρέπουν να ελπίζει βάσιμα ότι θα είναι αυτός που θα περάσει στον δεύτερο γύρο αντί της Λεπέν. Ακόμη κι αν δεν το καταφέρει, ωστόσο, είναι προφανές ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων του θα στηρίξουν την όμορη πολιτικά και ιδεολογικά αντίπαλό του, η οποία πλέον θα ελπίζει βάσιμα σε ένα ποσοστό μεγαλύτερο του 34% που έλαβε στον δεύτερο γύρο το 2017.

Η στροφή προς τα (ακρο)δεξιά

Το σενάριο αυτό ενισχύεται από μία ακόμη διαπίστωση: Τη στροφή προς τα (ακρο)δεξιά που καταγράφεται στη γαλλική κοινωνία. Κάτι που αποτυπώθηκε – εκτός από την εκκωφαντική απουσία μιας πειστικής αριστερής ή έστω κεντροαριστερής εναλλακτικής – και στην εσωκομματική αναμέτρηση που έγινε στο παραδοσιακό κόμμα της γαλλικής Δεξιάς, τους Ρεπουμπλικάνους, με την ανάδειξη της Βαλερί Πεκρές ως υποψήφιάς τους.

Για του λόγου το αληθές, παρά το γεγονός ότι η Πεκρές δεν εξέφρασε τις πιο αντιδραστικές θέσεις σε σύγκριση με τους συνυποψηφίους της, έχει υιοθετήσει αρκετές από αυτές που, θεωρητικά, σφραγίζουν το στρατόπεδο της Ακροδεξιάς, την Λεπέν και τον Ζεμούρ.

Το σίγουρο είναι ότι καθώς η επιλογή της Πεκρές έδειξε να έχει ανταπόκριση στην κοινωνία, οι ισορροπίες και τα δεδομένα έχουν αλλάξει σημαντικά σε σύγκριση με το 2017.

Πράγματι, στην περίπτωση που περάσει στον δεύτερο γύρο και βρεθεί αντίπαλη του Μακρόν – όπως δείχνουν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις – τότε ο νυν πρόεδρος ίσως τα βρει σκούρα. Κι αυτό διότι δεν θα μπορεί να αξιοποιήσει, πλέον, το μεγάλο του όπλο, το «δημοκρατικό τόξο» – ενώ ταυτόχρονα, η έντονη δυσαρέσκεια που έχει προκαλέσει με την πολιτική του θα βρουν ένα πιο «ανώδυνο» τρόπο έκφρασης, μιας και η Πεκρές δεν είναι Λεπέν.

Η αγωνία των Βρυξελλών

Με βάση όλα τα παραπάνω, το άγχος έχει πλέον μεταφερθεί από το στρατόπεδο του Βερολίνου και του Σολτς σε εκείνο του Παρισιού και του Μακρόν. Του πολιτικού ο οποίος εμφανίστηκε σχεδόν από το πουθενά πριν πέντε χρόνια για να διεμβολίσει τις παραδοσιακές διαχωριστικές γραμμές, εκφράζοντας έναν συστημικό… αντισυστημισμό – ο οποίος, όμως, δεν δείχνει να «πουλά» πια τόσο πολύ.

Ταυτόχρονα, βεβαίως, το άγχος δεν έχει φύγει ποτέ από τις Βρυξέλλες, όπου οι διαρκείς ανακατατάξεις και αναταράξεις στους ισχυρούς της ΕΕ προκαλούν αίσθημα διαρκούς πολιτικής αβεβαιότητας. Σε μια περίοδο, μάλιστα, που – όπως έδειξε και η πρόσφατη σύνοδος κορυφής – η αμφισβήτηση του «διευθυντηρίου» και οι φυγόκεντρες τάσεις ενισχύονται εκ νέου.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Επικαιρότητα