Πώς η υγειονομική περίθαλψη μετατρέπεται σε καταναλωτικό προϊόν
Νέα έκρηξη στον τομέα της τεχνολογίας μεταβάλλει τον κλάδο της ιατρικής
Η τέχνη και η υγειονομική περίθαλψη διατηρούν μία σχέση γεμάτη εντάσεις. Στις 3 Ιανουαρίου, η Ελίζαμπεθ Χολμς, ιδρύτρια της Theranos, νεοφυούς επιχείρησης που, κάποτε, αποτελούσε την επιτομή του συνδυασμού του δυναμισμού της Silicon Valley με την ανιαρή αγορά υγειονομικής περίθαλψης, καταδικάστηκε επειδή είπε ψέματα στους επενδυτές σχετικά με τις δυνατότητες της εταιρείας της στον τομέα της τεχνολογίας εξετάσεων αίματος. Αυτή την εβδομάδα, ορδές επιχειρηματιών και επενδυτών θα συμμετέχουν σε συνάντηση μέσω διαδικτύου, στo πλαίσιο της ετήσιας συγκέντρωσης υγειονομικής περίθαλψης της JPMorgan Chase. Τα θέματα που θα συζητήσουν θα αφορούν, πιθανότατα, την τεχνητή νοημοσύνη, τις ψηφιακές διαγνωστικές εξετάσεις και την τηλε-υγεία – αλλά και τα νέα κεφάλαια που έχουν αρχίσει να κατακλύζουν τη τεράστια αυτή βιομηχανία.
Τα συστήματα υγείας που είναι δύσκολα στη διαχείριση, δαπανηρά και υπόκεινται σε αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο, ενώ, συνήθως, κυριαρχούνται από μεσάζοντες που επιδιώκουν την προσοδοφορία, κλονίζονται από εταιρείες που απευθύνονται απευθείας στους ασθενείς και τους συναντούν όπου κι αν αυτοί βρίσκονται – είναι όλο και περισσότερο online – και τους δίνουν τη δυνατότητα να έχουν και οι ίδιοι πρόσβαση στην περίθαλψη. Η επιστημονική πρόοδος σε τομείς, όπως η γονιδιακή αλληλουχία και η τεχνητή νοημοσύνη (AI) , καθιστούν δυνατούς νέους τρόπους φροντίδας. Τα ηλεκτρονικά φαρμακεία εκτελούν συνταγές, οι φορητές συσκευές παρακολουθούν την υγεία των χρηστών τους σε πραγματικό χρόνο, οι πλατφόρμες τηλεϊατρικής φέρνουν σε επαφή τους ασθενείς με τους γιατρούς ανά πάσα στιγμή και τα τεστ που γίνονται στο σπίτι καθιστούν δυνατή την αυτοδιάγνωση.
Το έπαθλο είναι γιγάντιο. Το 18% του ΑΕΠ στην Αμερική, που ισοδυναμεί με 3,6 τρισ. δολάρια, σε ετήσια βάση, προορίζεται στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης. Σε άλλες πλούσιες χώρες, το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο, περίπου 10%, αλλά αυξάνεται, δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού. Η πανδημία έχει εξοικειώσει τους πολίτες με τις διαδικτυακές υπηρεσίες, όπως, για παράδειγμα, με την ψηφιακή ιατρική περίθαλψη. Οι επενδυτές επιχειρηματικών κεφαλαίων εντόπισαν έναν τομέα που είναι έτοιμος για αλλαγές. Η CB Insights, πάροχος δεδομένων, εκτιμά ότι οι επενδύσεις σε νεοφυείς επιχειρήσεις ψηφιακής υγείας σχεδόν διπλασιάστηκαν το 2021, φτάνοντας τα 57 δισ. δολάρια (βλ. διάγραμμα 1). Οι μη εισηγμένες νεοφυείς επιχειρήσεις, στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, αξίας 1 δισ. δολαρίων ή και περισσότερο, ανέρχονται πλέον σε 90, αριθμός τετραπλάσιος σε σχέση με πέντε χρόνια πριν (βλ. διάγραμμα 2). Τέτοιοι «μονόκεροι» ανταγωνίζονται τις υπάρχουσες εταιρείες υγειονομικής περίθαλψης και τους τεχνολογικούς κολοσσούς, ώστε να κάνουν τους ανθρώπους καλύτερα και να τους προστατεύσουν εξ αρχής από τις ασθένειες. Στην πορεία, μετατρέπουν τους ασθενείς σε καταναλωτές.
Η υγειονομική περίθαλψη των καταναλωτών συνεπάγεται, εδώ και καιρό, με τα παυσίπονα, το σιρόπι για τον βήχα, τις κρέμες προσώπου ή τα χανζαπλάστ που πωλούνται από μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες. Αναγνωρίζοντας ότι τα μη καινοτόμα τμήματα καταναλωτών τους δεν σημειώνουν πλέον κάποια σημαντική πρόοδο, η Johnson & Johnson, η πολυτιμότερη φαρμακευτική εταιρεία της Αμερικής (και του κόσμου) και η GlaxoSmithKline, κολοσσός στη Βρετανία, ανταγωνιστής της Johnson&Johnson, προσπαθούν να τα αξιοποιήσουν διαφορετικά. Η ελπίδα είναι ότι χωρίς τη διασταυρούμενη επιδότηση από τα πιο κερδοφόρα τμήματα συνταγογραφούμενων φαρμάκων, οι καταναλωτικές επιχειρήσεις θα αναπτυχθούν και θα γίνουν πιο εφευρετικές. Ορισμένοι περισσότερο ριψοκίνδυνοι φορείς πειραματίζονται ήδη με την ψηφιοποίηση και την καταναλωτική χρήση. Η Teva, φαρμακευτική εταιρεία στο Ισραήλ, που ιδρύθηκε το 1901, έχει αναπτύξει μία ψηφιακή συσκευή εισπνοής εξοπλισμένη με αισθητήρες που συνδέονται με εφαρμογές, οι οποίες, με τη σειρά τους, ενημερώνουν τους χρήστες εάν τη χρησιμοποιούν σωστά.
Με τις δικές τους συσκευές
Η δεύτερη ομάδα εταιρειών, που έχουν νέες φιλοδοξίες στον τομέα της υγείας είναι οι big tech. Μετά από διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες να ενταχθούν «κρυφά» στον τομέα της υγείας – όπως συνέβη με τη βραχύβια πλατφόρμα της Google για προσωπικά δεδομένα υγείας, η οποία καταργήθηκε το 2011- οι τεχνολογικοί κολοσσοί έχουν ξεκινήσει να βρίσκουν, επιτέλους, τα πατήματά τους. Σύμφωνα με τη CB Insights, η Alphabet, η Amazon, η Apple, η Meta (η νέα μητρική εταιρεία του Facebook) και η Microsoft άντλησαν συλλογικά περίπου 3,6 δισ. δολάρια από συμφωνίες στον τομέα της υγείας, κατά το περσινό έτος. Δραστηριοποιούνται ιδιαίτερα σε δύο τομείς: τις συσκευές και τα δεδομένα.
Η Deloitte, εταιρεία παροχής συμβουλών, υπολογίζει ότι, το 2022, 320 εκατ. ιατρικές φορητές συσκευές θα αποσταλούν σε παγκόσμιο επίπεδο (βλ. διάγραμμα 3). Το 2020, η Amazon λάνσαρε το λαστιχάκι Halo αξίας 100 δολαρίων. Το προηγούμενο έτος, η Google εξαγόρασε τη Fitbit, η οποία κατασκευάζει ένα πιο εντυπωσιακό fitness tracker, έναντι 2,1 δισ. δολαρίων. Το τελευταίο ρολόι της Apple διαθέτει τη λειτουργία ηλεκτροκαρδιογραφήματος, με την εταιρεία να σχεδιάζει τη δημιουργία αισθητήρων που θα μετρούν το επίπεδο οξυγόνου στο αίμα και ένα θερμόμετρο που θα βοηθάει τις γυναίκες να παρακολουθούν την ωορρηξία τους. Το νέο smartwatch από τη Samsung, τον ανταγωνιστή της Apple, στη Νότια Κορέα, διαθέτει λειτουργίες ηλεκτροκαρδιογραφήματος και αρτηριακής πίεσης.
Οι τεχνολογικοί κολοσσοί προσφέρουν, επίσης, υπηρεσίες που σχετίζονται με την υγεία σε όσα προϊόντα τους βασίζονται σε cloud. Για το σκοπό αυτό, η Microsoft πλήρωσε 20 δισ. δολάρια πέρυσι για τη Nuance, εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης. Η Amazon Web Services, το cloud τμήμα του e-emporium, λάνσαρε, επίσης, υπηρεσία υγειονομικής περίθαλψης. Η Oracle, εταιρεία επιχειρηματικού λογισμικού που βασίζεται ολοένα και περισσότερο στο cloud, ολοκληρώνει την εξαγορά της Cerner, ομίλου υγείας στον τομέα της πληροφορικής, για 28 δισ. δολάρια.
Ακόμη, υπάρχουν και νεοφυείς επιχειρήσεις, που προσφέρουν προϊόντα και υπηρεσίες διαφορετικού βαθμού πολυπλοκότητας. Μερικά από αυτά είναι απλώς τα ηλεκτρονικά φαρμακεία. Η Truepill, εταιρεία αξίας 1,6 δισ. δολαρίων, που ιδρύθηκε πριν έξι χρόνια, εκτελεί, σήμερα, 20.000 συνταγές την ημέρα, ενώ εφοδιάζει και διάφορα health brands. Το ένα health brand είναι το Hims & Hers Health, μεγάλο αμερικανικό ηλεκτρονικό φαρμακείο που εισήχθη στο χρηματιστήριο, πριν από ένα χρόνο, μέσω αντίστροφης συγχώνευσης με εταιρεία εξαγοράς ειδικού σκοπού. Ένα άλλο είναι το Nurx, το οποίο παρέχει προφύλαξη προ-έκθεσης (PrEP) σε άτομα που κινδυνεύουν να προσβληθούν από τον ιό HIV. Το PharmEasy, ηλεκτρονικό φαρμακείο στην Ινδία, συγκέντρωσε 500 εκατ. δολάρια σε κεφάλαιο, κατά το περσινό έτος.
Οι εταιρείες τηλεϊατρικής, οι οποίες προσφέρουν μεγαλύτερο εύρος υπηρεσιών υγείας, έχουν γνωρίσει σημαντική επιτυχία, καθώς ο κορωνοϊός έχει προκαλέσει σημαντικές δυσκολίες στη λειτουργία των νοσοκομείων, με τις επισκέψεις να απαγορεύονται προσωρινά, εξαιτίας φόβων μόλυνσης. Το WeDoctor, στην Κίνα, ιδιωτικός φορέας εκμετάλλευσης αυτού που αποκαλούμε «διαδικτυακά νοσοκομεία», αποτιμήθηκε, πρόσφατα, σε σχεδόν 7 δισ. δολάρια. Η Teladoc, εισηγμένη αμερικανική εταιρεία με χρηματιστηριακή αξία 13 δισ. δολαρίων, ανέφερε έσοδα 520 εκατ. δολαρίων, το τρίτο τρίμηνο του 2021, αυξημένα κατά 80%, σε ετήσια βάση.
Ένας άλλος, πιο εξελιγμένος τομέας που παρουσιάζει ταχεία ανάπτυξη είναι η κατ’οίκον διάγνωση. Το σκάνδαλο Theranos έδωσε κακό όνομα στα διαγνωστικές εξετάσεις που πραγματοποιούνται από τους ίδιους τους καταναλωτές στο σπίτι τους. Σήμερα, η υπάρχουσα τεχνολογία και ο ρεαλισμός που επικρατεί σχετικά με το τι μπορεί να επιτευχθεί αποκαθιστούν τη φήμη της εν λόγω πρακτικής, καθώς οι πολίτες, λόγω της πανδημίας, έχουν εξοικειωθεί με τα τεστ που κάνουν μόνοι τους κατ’οίκον.
Αυτό αφορά συσκευές που εξετάζουν τα πάντα, από το σάκχαρο του αίματος μέχρι και τα δείγματα κοπράνων. Η Levels Health, νεοφυής εταιρεία στην Αμερική, η οποία ιδρύθηκε πριν από δύο χρόνια, πουλά στους καταναλωτές συσκευές, που συγχρονίζονται με διάφορες εφαρμογές και παρακολουθούν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, αφού τις συνδέσουμε, μέσω Διαδικτύου, με γιατρούς που συνταγογραφούν. Ο ιδρυτής της, ο Josh Clemente, εμπνεύστηκε την ιδέα αυτή, όταν ζήτησε από έναν φίλο του να του μεταφέρει μία τέτοια συσκευή από την Αυστραλία για να δει εάν ήταν, όπως το ένα τρίτο των Αμερικανών, προδιαβητικός – στην Αμερική οι συσκευές ήταν διαθέσιμες μόνο με συνταγογράφηση σε άτομα με μη ελεγχόμενο διαβήτη. Η λίστα αναμονής για την αγορά της εν λόγω συσκευής περιλαμβάνει, σήμερα, 145.000 άτομα. Η Digbi Health, επίσης αμερικανική εταιρεία, χρησιμοποιεί περιττώματα για να αναλύσει το μικροβίωμα του εντέρου των πελατών της με σκοπό τη διαφύλαξη της γαστρεντερικής υγείας. Η Skin+Me, βρετανική εταιρεία, χρησιμοποιεί selfies, ώστε να εντοπίσει τις δερματικές παθήσεις των χρηστών της και τους συνταγογραφεί προϊόντα περιποίησης δέρματος. Η Thriva, επίσης βρετανική εταιρεία, αναλύει το αίμα, με τη τεχνική των «τσιμπημάτων στα δάκτυλα», ώστε να εντοπίσει εάν οι χρήστες της πάσχουν από παθήσεις ,όπως η υψηλή χοληστερόλη και η αναιμία.
Γιατροί κατά παραγγελία
Ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο χρειάστηκε να περάσει τόσος καιρός, ώστε η τεχνολογία να επηρεάσει την υγειονομική περίθαλψη, είναι ότι αυτός ο ιδιαίτερα ρυθμιζόμενος τομέας δεν ακολουθεί τη νοοτροπία της Silicon Valley, η οποία κυμαίνεται, γενικά, στο «κινηθείτε γρήγορα για να πρωτοστατήσετε». Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, παρατηρούμε ότι οι πρωτοπορίες στον τομέα της υγείας καθίστανται δυνατές ακόμη και σε βιομηχανίες που δεσμεύονται από κανόνες. Ο Hamish Grierson εμπνεύστηκε την ίδρυση της Thriva, όταν, ενώ εργαζόταν στην παλιά του θέση εργασίας, είδε μία καινοτόμο αλλαγή στον ηλεκτρονικό τρόπο πληρωμής του.
Μία στρατηγική που μπορείτε να ακολουθήσετε είναι να θεωρήσετε τον εαυτό σας πωλητή προϊόντων «γενικής ευεξίας», ώστε να αποφύγετε τον αυστηρό έλεγχο, και να ζητάτε τη βοήθεια επαγγελματιών γιατρών μόνο για συμβουλές ή για να πείσετε πιθανούς επενδυτές ότι τα προϊόντα τους βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα. Η Thriva, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι οι αιματολογικές της εξετάσεις προσφέρουν «διόραση» και όχι επίσημες διαγνώσεις.
Άλλες εταιρείες, ειδικά εκείνες με προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, βαδίζουν πιο προσεκτικά. Ο Manny Montalvo, ο οποίος επιβλέπει τις πωλήσεις του “Digihaler” της Teva, επιμένει ότι αυτό δεν αποτελεί καταναλωτικό προϊόν. «Το εν λόγω προϊόν είναι φάρμακο και πρέπει πάντα να επιλέγουμε το σωστό φάρμακο για τον ασθενή», αναφέρει κατηγορηματικά. Η Apple ζήτησε άδεια από τον Αμερικανικό Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) για τη λειτουργία ηλεκτρικού καρδιογραφήματος στο νέο της ρολόι.
Οι ρυθμιστικές αρχές, από την πλευρά τους, προσπαθούν να κινηθούν πιο γρήγορα. Ο νεοσύστατος επικεφαλής του FDA είναι πρώην σύμβουλος της Google Health, του προϊόντος υγείας του τεχνολογικού κολοσσού. Ο κλάδος ελπίζει ότι στο ρολόι του ο οργανισμός θα υιοθετήσει επιτέλους πρότυπα για το ψηφιακό λογισμικό υγείας που καθυστερούν πολύ. Η Αυστραλία, η Ιαπωνία, η Σιγκαπούρη και η ΕΕ έχουν θέσει στρατηγικές ψηφιακής υγείας, προκειμένου να δημιουργήσουν παρόμοια πρότυπα για τον προσδιορισμό της ποιότητας, της ασφάλειας και της κλινικής αξίας των νέων συσκευών υγείας. Περισσότερες χώρες υιοθετούν κανόνες προστασίας δεδομένων που θα πρέπει να καταστήσουν σαφέστερο στους επιχειρηματίες, τους επενδυτές και τους καταναλωτές ποια δεδομένα μπορούν να κοινοποιηθούν, με ποιους και πώς.
Η άνθηση της καταναλωτικής υγείας έχει συναντήσει εμπόδια. Οι επενδυτές που ώθησαν τις τιμές των μετοχών των ηλεκτρονικών φαρμακείων και των ψηφιακών νοσοκομείων σε άνοδο, κατά το ξέσπασμα του κορωνοϊού, έχουν ενθουσιαστεί με τέτοιες εταιρείες, σήμερα, που η απειλή του κορωνοϊού έχει, κατά κάποιο τρόπο, υποχωρήσει. Αφού ξεπέρασε τα 30 δισ. δολάρια, στις αρχές του 2021, η αγοραία αξία της Teladoc επανήλθε εκεί που ήταν πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, στις αρχές του 2020. Οι προοπτικές της Hims & Hers, η τιμή της μετοχής της οποίας μειώθηκε κατά τρία τέταρτα, το περασμένο έτος, ενδέχεται να επηρεάστηκαν περισσότερο από το λανσάρισμα των ηλεκτρονικών φαρμακείων της Amazon, στα τέλη του 2020. Οι εταιρείες ψηφιακής υγείας, στην Κίνα, έχουν παγιδευτεί, εξαιτίας των αυστηρών μέτρων που έχει πάρει το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας στον τομέα της τεχνολογίας. Το WeDoctor έχει εγκαταλείψει τα σχέδια του για την επίτευξη πολύ επιτυχημένης αρχικής δημόσιας προσφοράς στο Χονγκ Κονγκ.
Ορισμένα προϊόντα, ενδεχομένως, να μην αποδειχθούν αυτό που θα περιμέναμε. Ωστόσο, όπως λέει ο Scott Melville από τη Consumer Healthcare Products Association, εμπορικός φορέας, «Δεν υπάρχει επιστροφή στο παλιό πατερναλιστικό σύστημα, κατά το οποίο βασιζόμαστε αποκλειστικά σε έναν επαγγελματία ιατρό για την υγειονομική μας περίθαλψη». Οι επιχειρηματικές εταιρείες θέλουν να βοηθήσουν τους ασθενείς να αναρρώσουν πιο γρήγορα ή, ακόμα καλύτερα, να αποφύγουν εξαρχής το να νοσήσουν. Αυτό, όμως, είναι αρνητικό για τα νοσοκομεία, τα έσοδα των οποίων βασίζονται στους βαριά αρρώστους. Για όλους τους άλλους, όμως, αποτελεί μία θετική εξέλιξη.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com
Γιατί τελικά η μεγαλύτερη σύγκρουση του Μασκ είναι με τον Τραμπ
Το αφεντικό της Tesla, Ίλον Μασκ, είναι ήδη βαθιά συνυφασμένο με το κράτος
Η Αμερική θέλει τον Τραμπ – χωρίς αν ή αλλά…
Η πιθανή επανεκλογή του είναι μια υπαρξιακή καταστροφή για τους Δημοκρατικούς και μια ιστορική αλλαγή του παιχνιδιού για τους συμμάχους των ΗΠΑ
Πέντε «καυτές πατάτες» για τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ
Η νέα κυβέρνηση πρέπει να βρει έναν τρόπο να διατηρήσει την ανάπτυξη ενώ θα επανατοποθετήσει την οικονομία
Γιατί οι ισχυροί brokers χάνουν τον έλεγχό τους στην πολιτική των ΗΠΑ
Η αλλαγή της στάσης τους δείχνει πώς ο φόβος έχει ξεπεράσει την ελπίδα στην πολιτική των ΗΠΑ, ακόμη και στις αίθουσες συνεδριάσεων
Η επομένη των εκλογών στις ΗΠΑ και ο αλγόριθμος του Μασκ
Μια ιστορικά σφιχτή προεδρική κούρσα μπορεί να μην τελειώσει τη νύχτα - και θα μπορούσαν να ακολουθήσουν πολλαπλές κρίσεις
Η Adidas ξεπερνά τη Nike - Και η επιστροφή της έχει εμπόδια
Το ερώτημα πλέον δεν είναι πόσο γρήγορα μπορεί να ανακάμψει η Adidas, αλλά πόσο καιρό μπορεί να διατηρήσει τη δυναμική της