Καθώς πυκνώνουν τα σύννεφα του πολέμου, ποιες είναι οι στρατιωτικές επιλογές της Ρωσίας στην Ουκρανία;
Ο στόχος του Κρεμλίνου θα ήταν πιθανώς να συντρίψει την ουκρανική στρατιωτική ισχύ και να υπαγορεύσει όρους
Το πρωί της 14ης Ιανουαρίου, πεζοί στρατιώτες συνοδεία σκύλου περιπολούσαν στο Βίσμπυ, ένα λιμάνι στο σουηδικό νησί Γκότλαντ, όπως σημειώνει η σουηδική εφημερίδα Aftonbladet. Στη συνέχεια, λίγο μετά το μεσημεριανό γεύμα, πάνω από δέκα τεθωρακισμένα οχήματα «βρόντηξαν στο λιμάνι πάνω σε ερπύστριες που στρίγγλιζαν». Την ίδια μέρα προσγειώθηκε ένα μεταγωγικό αεροπλάνο με 100 στρατιώτες. «Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο επίθεσης εναντίον της Σουηδίας», προειδοποίησε στις 15 Ιανουαρίου ο υπουργός Άμυνας της χώρας, Πέτερ Χουλτκβιστ, επισημαίνοντας ότι ρωσικά αποβατικά πλοία εισήλθαν στη Βαλτική Θάλασσα. «Η Σουηδία δεν θα πιαστεί στον ύπνο αν συμβεί κάτι».
Η απόφαση της Σουηδίας να οχυρώσει το νησί της Βαλτικής, το οποίο βρίσκεται κοντά στον ευρωπαϊκό ρωσικό θύλακα Καλίνινγκραντ, αντανακλά ευρύτερους φόβους ότι διαφαίνεται πόλεμος. Η Ρωσία έχει συγκεντρώσει πάνω από 100.000 στρατιώτες κοντά στα σύνορα με την Ουκρανία, με περισσότερους να καταφθάνουν από την Άπω Ανατολή, και δήλωσε ότι οι συνομιλίες με την Αμερική και το ΝΑΤΟ που πραγματοποιήθηκαν την περασμένη εβδομάδα απέτυχαν. Έχει επίσης ξεκινήσει εκπαίδευση και κινητοποίηση εφεδρικών δυνάμεων.
Οι ψηφιακές αψιμαχίες φαίνεται ότι έχει ήδη αρχίσει. Την ίδια μέρα που η Σουηδία έστελνε εσπευσμένα δυνάμεις στο Γκότλαντ, η Ουκρανία επλήγη από κυβερνοεπιθέσεις που παραβίασαν κυβερνητικούς ιστότοπους και μπορεί να έχουν «κλειδώσει» ορισμένους κρατικούς υπολογιστές. Ο Λευκός Οίκος ισχυρίστηκε ότι είχε πληροφορίες που έδειχναν ότι η Ρωσία σχεδίαζε οργανωμένες πράξεις δολιοφθοράς κατά των δικών της πληρεξουσίων (σ.σ. άτακτες δυνάμεις που δρουν για λογαριασμό μιας χώρας σε ξένο έδαφος) στην ανατολική Ουκρανία για να παράσχει πρόσχημα για επίθεση στη χώρα.
Δυτικοί αξιωματούχοι και ειδικοί παραμένουν αβέβαιοι εάν ο πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, έχει ήδη πάρει κάποια απόφαση. Κάποιοι πιστεύουν ότι ο κ. Πούτιν εξακολουθεί να ελπίζει ότι θα αποσπάσει παραχωρήσεις από τη Δύση εκτοξεύοντας απειλές, αντί να χρησιμοποιήσει την ισχύ του. Υπάρχουν λόγοι να ελπίζουμε ότι οι πολλές αρνητικές συνέπειες για τον κ. Πούτιν, συμπεριλαμβανομένων των δυτικών κυρώσεων, την έλλειψη ενθουσιασμού για κάποιο πόλεμο από μέρους των Ρώσων και ο κίνδυνος απωλειών μπορεί να τον συγκρατήσουν. Σε αντίθεση με το 2014, όταν η κρατική προπαγάνδα ήταν απασχολημένη με την πυροδότηση της αντι-ουκρανικής υστερίας στο πλαίσιο της προετοιμασίας για μια στρατιωτική επίθεση, αυτή τη φορά η Ουκρανία είναι σχεδόν απούσα από τις ρωσικές ειδήσεις. Όποια απόφαση κι αν πάρει ο κ. Πούτιν τις επόμενες εβδομάδες, ua βρίσκεται αντιμέτωπος με αβεβαιότητα σχετικά με την ανταπόκριση του κοινού.
Ωστόσο, ο συναγερμός συνεχίζει να ηχεί. «Οι πιθανότητες ότι θα υπάρξει κάποιο είδος δραματικής, αλλά περιορισμένης, στρατιωτικής επιχείρησης στην Ουκρανία έχουν πλέον αυξηθεί », λέει ο Τζέιμς Σερ του Διεθνούς Κέντρου Άμυνας και Ασφάλειας, μιας δεξαμενής σκέψης στο Ταλίν, και επί πολλά χρόνια παρατηρητής της Ρωσίας για το υπουργείο Άμυνας της Βρετανίας. Με τι θα έμοιαζε μια τέτοια επιχείρηση είναι το ερώτημα που απασχολεί τους αναλυτές πληροφοριών σε όλη την Ευρώπη.
Μια πιθανότητα είναι ότι η Ρωσία απλώς θα έκανε ανοιχτά αυτό που κάνει κρυφά εδώ και επτά χρόνια: να στείλει στρατεύματα στις «δημοκρατίες του Ντόνετσκ και του Λουχάνσκ», ta αποσχισμένα εδάφη στην περιοχή Ντονμπάς της ανατολικής Ουκρανίας. Αυτό είτε για να επεκτείνει τα όριά της προς τα δυτικά είτε για να τα αναγνωρίσει ως ανεξάρτητα κράτη, όπως έκανε μετά την αποστολή δυνάμεων στην Αμπχαζία και τη Νότια Οσετία, δύο γεωργιανές περιοχές, το 2008 (βλ. χάρτη).
Ένα άλλο σενάριο, που συζητήθηκε ευρέως τα τελευταία χρόνια, είναι ότι η Ρωσία μπορεί να επιδιώξει να δημιουργήσει μια χερσαία γέφυρα προς την Κριμαία, τη χερσόνησο που προσάρτησε το 2014. Αυτό θα απαιτούσε την κατάληψη 300 χιλιομέτρων (185 μίλια) εδάφους κατά μήκος της Αζοφικής Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένου του βασικού ουκρανικού λιμένα της Μαριούπολης, μέχρι τον ποταμό Δνείπερο. Αυτό θα επέκτεινε τον ρωσικό έλεγχο σε μια περιοχή γνωστή ως Novorossiya ή Νέα Ρωσία, ένα ιστορικό τμήμα της ρωσικής αυτοκρατορίας κατά μήκος της Μαύρης Θάλασσας. Αυτό θα είχε σαν πιο απτό πλεονέκτημα την άμβλυνση του προβλήματος λειψυδρίας της Κριμαίας.
Τέτοιες περιορισμένες αρπαγές γης θα ήταν εντελώς εντός των δυνατοτήτων των δυνάμεων που συγκεντρώνονται αυτή τη στιγμή στη δυτική Ρωσία. Αυτό που είναι λιγότερο σαφές είναι αν θα εξυπηρετούσαν τους πολεμικούς στόχους του Κρεμλίνου. Εάν ο στόχος της Ρωσίας είναι να αποτρέψει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ή τη συνεργασία της με τη συμμαχία, η απλή εδραίωση του ελέγχου στο Ντονμπάς ή σε μια μικρή έκταση γης στη νότια Ουκρανία είναι απίθανο να γονατίσει την κυβέρνηση στο Κίεβο.
Αυτό αφήνει τρεις ευρείες στρατηγικές. Η μια είναι να αλλάξει η κυβέρνηση στο Κίεβο με τη βία, όπως έκανε η Αμερική στο Αφγανιστάν και το Ιράκ. Ένας άλλος είναι να επιβάλει τεράστιο κόστος στην Ουκρανία – είτε αποδεκατίζοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, καταστρέφοντας τις κρίσιμες εθνικές της υποδομές ή κατέχοντας εδάφη – έως ότου οι ηγέτες της συμφωνήσουν να διακόψουν τους δεσμούς τους με τη Δύση. Το τρίτο είναι να απευθυνθεί αυτή η απαίτηση προς την Αμερική και το ΝΑΤΟ—αυτή τη φορά από θέση στρατιωτικής υπεροχής. Και οι τρεις αυτές πιθανότητες θα απαιτούσαν έναν μεγάλο πόλεμο.
Μια δελεαστική λύση θα ήταν για τη Ρωσία να χρησιμοποιήσει όπλα μακρού πλήγματος – μεγάλου βεληνεκούς (stand off weapons) χωρίς τη χρήση χερσαίων στρατευμάτων, μιμούμενος τον αεροπορικό πόλεμο του ΝΑΤΟ εναντίον της Σερβίας το 1999. Τα πλήγματα από εκτοξευτές ρουκετών και πυραύλων θα προκαλούσαν όλεθρο. Αυτά θα μπορούσαν να συμπληρωθούν με περισσότερα νέα όπλα, όπως κυβερνοεπιθέσεις σε υποδομές της Ουκρανίας, όπως αυτές που διέκοψαν την ηλεκτροδότηση από το ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας το 2015 και το 2016. Τιμωρώντας την Ουκρανία από μακριά, χωρίς τη δέσμευση χερσαίων στρατευμάτων, θα κρατούσε τις απώλειες σε χαμηλά επίπεδα. Η Ρωσία θα μπορούσε να αυξομειώνει την πίεση με την πάροδο του χρόνου, «με ενδιάμεσες παύσεις για την επανάληψη ή την κλιμάκωση των απαιτήσεων», σημειώνει ο Κίρ Γκάιλς του Chatham House, μιας δεξαμενής σκέψης στο Λονδίνο.
Το πρόβλημα είναι ότι τέτοιες επιχειρήσεις βομβαρδισμού τείνουν να διαρκούν περισσότερο και να αποδεικνύονται πιο δύσκολες από ό,τι αρχικά φαίνεται. Εάν φτάσουμε σε πόλεμο, τα εξ αποστάσεως πλήγματα είναι πιο πιθανό να είναι προοίμιο και συνοδευτικό ενός χερσαίου πολέμου παρά υποκατάστατό του. Η Ρωσία έχει αναμφίβολα την αριθμητική ισχύ για αυτό. Μια μελέτη από την RAND Corporation το 2016 σημείωσε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να καταλάβει δύο από τα τρία κράτη της Βαλτικής με περίπου 30 τακτικά συγκροτήματα τάγματος (battalion tactical groups – BTG), έναν ρωσικό σχηματισμό που αποτελείται από περίπου 1.000 στρατιώτες συν εξοπλισμό. Η Ρωσία έχει τώρα περίπου διπλάσιο αριθμό τακτικών συγκροτημάτων στα σύνορα της Ουκρανίας (αν και όχι όλα πλήρως επανδρωμένα) συν υποστηρικτικές μονάδες ενώ περισσότερες μονάδες καταφθάνουν.
«Δεν βλέπω να υπάρχουν πολλά εμπόδια μεταξύ αυτών και του Κιέβου που θα μπορούσαν να τους σταματήσουν», λέει ο Ντέιβιντ Σλαπάκ, ο συν-συγγραφέας της έκθεσης RAND. Ο ίδιος λέει ότι η Ρωσία μπορεί να εξετάσει αυτό που ο αμερικανικός στρατός αποκαλεί «αστραπιαία προέλαση», μια γρήγορη και βαθιά επίθεση σε ένα στενό μέτωπο, με σκοπό να σοκάρει και να παραλύσει τον εχθρό αντί να καταλάβει εδάφη – το βασικό παράδειγμα είναι η επιδρομή της Αμερικής στη Βαγδάτη τον Απρίλιο του 2003.
Εάν η Λευκορωσία επέτρεπε στη Ρωσία να επιτεθεί από το έδαφός της, το Κίεβο θα μπορούσε ακόμη και να προσεγγιστεί από τα δυτικά και να περικυκλωθεί. Ο ηγέτης της Λευκορωσίας, Αλεξάντερ Λουκασένκο, ανακοίνωσε στις 17 Ιανουαρίου ότι η χώρα του θα πραγματοποιήσει κοινές ασκήσεις με τη Ρωσία στα νότια και δυτικά σύνορά της τον Φεβρουάριο και τα ρωσικά στρατεύματα έχουν αρχίσει να φτάνουν στη χώρα. Οι Ουκρανοί στρατιώτες είναι καλοί μαχητές, λέει ο κ. Σερ, αλλά παρά τα χρόνια δυτικής εκπαίδευσης οι ένοπλες δυνάμεις τους δεν διαθέτουν το επίπεδο δεξιοτήτων της Ρωσίας στον πόλεμο ελιγμών συνδυασμένων όπλων— δηλαδή τη συνδυασμένη χρήση χερσαίων δυνάμεων, ειδικών δυνάμεων, επιθετικών ελικοπτέρων και αλεξιπτωτιστών τόσο στην πρώτη γραμμή όσο και στα μετόπισθεν των εχθρικών δυνάμεων.
Ακόμη και με αυτά τα πλεονεκτήματα, η Ρωσία θα δυσκολευόταν να καταλάβει την πρωτεύουσα, πόσο μάλλον ολόκληρη την Ουκρανία, μια χώρα τόσο μεγάλη και πολυπληθής όσο το Αφγανιστάν. Από το 2014, περισσότεροι από 300.000 Ουκρανοί έχουν αποκτήσει κάποια μορφή στρατιωτικής εκπαίδευσης και οι περισσότεροι έχουν πρόσβαση σε πυροβόλα όπλα. Αμερικανοί αξιωματούχοι είπαν στους συμμάχους ότι και το Πεντάγωνο και η CIA θα υποστήριζαν μια ένοπλη εξέγερση. Ωστόσο, η Ρωσία πιθανότατα θέλει να αποφύγει μια μακρά κατοχή και μπορεί να μην αποδειχθεί απαραίτητο. «Από τη στιγμή που θα βρίσκεται το κέντρο του Κιέβου εντός εμβέλειας πυραύλων», ρωτά ο κ. Σλαπάκ, «είναι αυτή μια κατάσταση που θα ήθελαν να βιώσουν οι Ουκρανοί;» Ακόμα κι αν ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, πρόεδρος της Ουκρανίας, είναι πρόθυμος να ανεχθεί μια πολιορκία, η Ρωσία μπορεί να ποντάρει στο ότι η κυβέρνησή του απλώς θα καταρρεύσει—και μπορεί να χρησιμοποιήσει κατασκόπους, ειδικές δυνάμεις και παραπληροφόρηση για να επισπεύσει αυτή τη διαδικασία.
Οι πόλεμοι, ωστόσο, σπάνια είναι τόσο γρήγοροι ή εύκολοι όσο οραματίζονται οι σχεδιαστές τους. Η Ρωσία δεν έχει πολεμήσει σε μεγάλης κλίμακας επίθεση με πεζικό, τεθωρακισμένα και αεροπορικέ δυνάμεις από τις τεράστιες μάχες του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου. Οι χώρες που υφίστανται επίθεση μπορούν το ίδιο εύκολα να παραμείνουν όρθιες όσο να καταρρεύσουν. Και η εγκατάσταση ενός καθεστώτος-μαριονέτας και μετά η αποχώρηση πιο εύκολα λέγεται παρά πραγματοποιείται, όπως ανακάλυψε το ίδιο το Κρεμλίνο μετά την εισβολή του στο Αφγανιστάν το 1979. Ο Ιβάν Τιμοφέεβ του Συμβουλίου Διεθνών Υποθέσεων της Ρωσίας προειδοποιεί για μια «μακρόχρονη και αργόσυρτη αντιπαράθεση» που θα παραταθεί με τη χρήση Δυτικής στρατιωτικής βοήθειας και «[η οποία] ενέχει το κίνδυνο αποσταθεροποίησης της… ίδιας της Ρωσίας».
Ακόμη και η νίκη θα ήταν δαπανηρή. «Οι Ουκρανοί θα πολεμήσουν και θα προκαλέσουν μεγάλες απώλειες στους Ρώσους», λέει ο Πίτερ Ζβάκ, ένας απόστρατος στρατηγός που ήταν ο αμυντικός ακόλουθος της Αμερικής στη Μόσχα κατά την πρώτη εισβολή του Κρεμλίνου στην Ουκρανία το 2014. «Αυτό θα είναι δύσκολο για τη Ρωσία—και οι Ρώσοι είναι βασικά μόνοι». Όλα αυτά μπορεί, ακόμη και τώρα, να δίνουν στον Πούτιν έναυσμα για σκέψη.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com