Αποχαιρετά η Ευρωζώνη το περιβάλλον των πολύ χαμηλών επιτοκίων με την Ελλάδα να κάνει ντεμπούτο στις αγορές με τσιμπημένο επιτόκιο καταγράφοντας, όμως, ισχυρή ζήτηση. Οι προσφορές για το νέο δεκαετές ομόλογο ξεπέρασαν τα 15 δισ. ευρώ και το ελληνικό δημόσιο άντλησε 3 δισ. ευρώ με την απόδοση να φτάνει στο 1,8%, από το χαμηλό 0,88% του περασμένου Ιουνίου.
Σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ, η σύνθεση των επενδυτών ήταν κατα 84,5% από το εξωτερικό, 15,5% από την Ελλάδα και 87,2% θεσμικοί.
Τα επιτόκια του περασμένου έτους ανήκουν στο παρελθόν και χαρακτηριστικό της ανοδικής τάσης είναι τα γερμανικά ομόλογα τα οποία «πέρασαν» σε θετική απόδοση για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια. Το ελληνικό 10ετές ομόλογο που εκδόθηκε το 2021 διαπραγματευόταν πάνω από το 1,6% όταν κατά την περσινή έξοδό του στις αγορές το επιτόκιο διαμορφώθηκε στο ιστορικά χαμηλό της τάξεως του 0,807%. Πάντως, το περιθώριο επιτοκίου έναντι του γερμανικού έχει συρρικνωθεί σημαντικά σε σχέση με το 2019 και ο νέος δανεισμός της Ελλάδας έγινε με κόστος κάτω από το μισό έναντι της αντίστοιχης έκδοσης του Μαρτίου του 2019 όταν το επιτόκιο ήταν στο 4%.
Μετά το άλμα του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη στα επίπεδα του 5% σε ετήσια βάση το Δεκέμβριο, στη Γερμανία φαίνεται να πλησιάζει το τέλος της εποχής των αρνητικών επιτοκίων με τις αποδόσεις του Bund να διαμορφώνονται στο -0,02% ενώ σε βάθος δωδεκαμήνου είχαν φτάσει ακόμη και στο -0,50%. Στη Βρετανία τα επιτόκια έπιασαν το 1,20% με άνοδο 90 μονάδων βάσεων τους τελευταίους μήνες. Το ξεκάθαρο σήμα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ ότι σκοπεύει να προχωρήσει σε τουλάχιστον τρεις αυξήσεις επιτοκίων του δολαρίου μέσα στο 2022, έχει προκαλέσει ντόμινο σε όλο τον κόσμο. Μπορεί η ΕΚΤ από την πλευρά της να δείχνει σταθερή στις προβλέψεις ότι για φέτος δεν θα προχωρήσει αύξηση στο κόστος του δανεισμού στην Ευρωζώνη, αλλά ένα μπαράζ αυξήσεων από τη FED δεν θα άφηνε πολλά περιθώρια ούτε στη ζώνη του ενιαίου νομίσματος.
Μεγάλο μέρος των επόμενων εκδόσεων το πρώτο εξάμηνο
Παρά τις συνθήκες υψηλότερων αποδόσεων το κλειδί για τον χρόνο εξόδου το τρέχον έτος παραμένει το ύψος του επιτοκίου και ο στόχος για εφέτος είναι να αντληθούν φέτος 12 δισ. ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού προγράμματος εφέτος αναμένεται να γίνει στο πρώτο εξάμηνο, ενώ η έκδοση του πρώτου πράσινου ομολόγου προγραμματίζεται για μετά την άνοιξη. Σημειώνεται ότι η Ελλάδα κατά το 2021 βγήκε στις αγορές με ομόλογα 5ετούς, 10ετούς και 30ετούς διάρκειας, αντλώντας συνολικά πάνω από 15 δισ. Ευρώ και μέσω του private placement του 30ετούς ομολόγου.
Στο οικονομικό επιτελείο επικρατεί ικανοποίηση και σύμφωνα με τη στρατηγική η στόχευση είναι η παρουσία στις διεθνείς αγορές, η μείωση της σχέσης χρέους/ΑΕΠ, όπως και να διαφυλαχτεί το μεγάλο κεφαλαιακό μαξιλάρι που φτάνει στα 36-37 δισ. ευρώ). Κύριος στόχος του υπουργείου Οικονομικών για εφέτος είναι μεταξύ άλλων η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία ίσως και νωρίτερα από τον Ιούνιο, την πρόωρη αποπληρωμή δανείων του πρώτου Μνημονίου – ΔΝΤ (περί τα 7 δισ. ευρώ), την επανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έως το 2023 και ταυτόχρονα να εφαρμοστεί αποτελεσματικό το σχέδιο από το Ταμείο Ανάκαμψης και η σταδιακή επιστροφή σε πλεονάσματα με ταυτόχρονη στήριξη σε ευάλωτα νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, Χρήστο Σταικούρα, η έκδοση στέφθηκε με επιτυχία, καθώς συγκέντρωσε υψηλή ζήτηση και ποιότητα κεφαλαίων και πρόσθεσε ότι το κόστος δανεισμού κρίνεται ιδιαίτερα ικανοποιητικό, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα, διεθνή συγκυρία. “Καταγράφεται, διεθνώς, άνοδος των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα, εξαιτίας της υψηλής αβεβαιότητας που προκαλούν η συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση, η αύξηση του πληθωρισμού και η επικείμενη στροφή των κεντρικών τραπεζών προς μια πιο συσταλτική νομισματική πολιτική”, υπογράμμισε ο υπουργός. Τόνισε ότι η χώρα συνεχίζει την αποδεδειγμένα επιτυχημένη εκδοτική στρατηγική και την αποτελεσματική οικονομική πολιτική των τελευταίων 2,5 ετών, καταφέρνει, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον έντονης ρευστότητας, να κινείται αταλάντευτα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, στην κανονικότητα κλασικού εκδότη-χώρας της Ευρωζώνης, “κλειδώνοντας” το κόστος δανεισμού της δεκαετίας σε χαμηλά επίπεδα.