Αναμενόμενη η αντίδραση της Τράπεζας της Αγγλίας στην συνεχιζόμενη ανοδική τροχιά των τιμών με το σημερινό συμβούλιο να καταλήγει στην αύξηση των επιτοκίων στο 0,5%. Πρόκειται για τη δεύτερη συνεχόμενη αύξηση σε διαδοχικές συνεδριάσεις της BoE, κάτι που έχει να συμβεί από το 2004.

Συγκεκριμένα με ψήφους πέντε προς τέσσερις (ήτοι δηλαδή δίχως ομοφωνία) η αρμόδια επιτροπή νομισματικής πολιτικής ψήφισε υπέρ της αύξησης του κόστους δανεισμού στο 0,5% από το 0,25%.

Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια, η μειοψηφία των τεσσάρων στελεχών δεν τάχθηκε κατά της αύξησης, αλλά αντιθέτως ήθελε ακόμη μεγαλύτερη άνοδο των επιτοκίων στο 0,75% προκειμένου να περιοριστούν οι πληθωριστικές πιέσεις.

Στο 7,25% θα ανέβει ο πληθωρισμός 

Εξάλλου, ο πληθωρισμός έχει εκτοξευτεί στο υψηλότερο σημείο εδώ και τριάντα χρόνια πιέζοντας επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Σύμφωνα με την επί τα χείρω εκτίμηση της τράπεζας, ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να ανεβαίνει αγγίζοντας το 7,25% μέχρι τον Απρίλιο, ήτοι δηλαδή σε υπερδιπλάσια επίπεδα σε σχέση με τον στόχο του 2%.

Στην προηγούμενη πρόβλεψη τους οι αξιωματούχοι της Τράπεζας της Αγγλίας υποστήριζαν πως ο πληθωρισμός μπορεί να φτάσει στο 6% το πρώτο εξάμηνο.

Η αύξηση του πληθωρισμού μαζί με την άνοδο των επιτοκίων εκτιμάται πως θα περιορίσει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας κατά 2% φέτος και κατά επιπλέον 0,5% το 2023. Συνολικά θα πρόκειται για την μεγαλύτερη μείωση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών τουλάχιστον από το 1990.

Ασφυκτική πίεση στα νοικοκυριά

Η πίεση αυτή προφανώς θα μεταφερθεί στην αγορά και στη βρετανική οικονομία περιορίζοντας τους ρυθμούς ανάπτυξης κατά περίπου 1% φέτος. Όμως, παρά το γεγονός ότι τα νοικοκυριά θα επιβαρυνθούν, ο πληθωρισμός θα αρχίσει να κατεβαίνει και θα επανέλθει στα επιθυμητά επίπεδα, ήτοι δηλαδή κοντά στο όριο του 2% μέσα σε δύο χρόνια. Αυτή τουλάχιστον είναι η εκτίμηση της νομισματικής επιτροπής, αν και ουσιαστικά παραδέχτηκε πως βραχυπρόθεσμα η πίεση για τα νοικοκυριά θα παραμείνει σημαντική.

Σημειωτέον πως περίπου μία ώρα πριν την ανακοίνωση της BoE, η βρετανική ενεργειακή υπηρεσία της χώρας, η Ofgem ανακοίνωσε πως η μέση τιμή για τους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος για τα νοικοκυριά θα αυξηθεί κατά 54% τον Απρίλιο. Για το σκοπό αυτό ο υπουργός Οικονομικών Ρίσι Σουνάκ ανακοίνωσε σήμερα στη Βουλή ένα νέο πακέτο στήριξης ύψους 9 δισ. στερλίνων για τη στήριξη των νοικοκυριών από τις συνέπειες της ενεργειακής κρίσης, με επιδοτήσεις και εκπτώσεις στους λογαριασμούς.

Έπεται και συνέχεια… 

Παράλληλα, το συμβούλιο έστειλε σαφές μήνυμα για συνέχιση της ανοδικής τροχιάς των επιτοκίων, επισημαίνοντας στο ανακοινωθέν πως περαιτέρω σύσφιγξη της πολιτικής «είναι πρέπουσα» τους επόμενους μήνες, αν η πορεία της οικονομίας εξελιχτεί όπως  εκτιμά η BoE. Και αυτό βέβαια αντανακλώντας τον πρωταρχικό ρόλο που έχει «η σταθερότητα των τιμών στο πλαίσιο διαμόρφωσης της νομισματικής πολιτικής του Ηνωμένου Βασιλείου».

Αναφορικά με την αγορά εργασίας, το συμβούλιο παραδέχτηκε πως η αγορά εργασίας θα παραμείνει «σφικτή». Δεν είναι τυχαίο πως προχώρησαν σε επί τα χείρω αναθεώρηση και των προβλέψεων τους για το ρυθμό αύξησης των μισθών κάνοντας λόγο για εκτίναξη του δείκτη στο 4,75% μέχρι την ερχόμενη χρονιά.

Μείωση του ισολογισμού 

Τέλος, εγκαινιάζοντας μια νέα εποχή το συμβούλιο έδωσε ομόφωνα το πράσινο φως για την έναρξη της διαδικασίας συρρίκνωσης του ισολογισμού.  Μάλιστα μέχρι τα τέλη του 2023 θα ολοκληρώσει την πώληση του συνόλου των εταιρικών ομολόγων αξίας 20 δισ. στερλίνων τα οποία διαθέτει ως τμήμα του ύψους 895 δισ. στερλίνων προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, που «έχτισε» από το 2009.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
Ρωσία: Πώς και γιατί το υπουργείο Ενέργειας θέλει τη συγχώνευση των πετρελαϊκών εταιρειών της χώρας
Διεθνή |

Ποιοι θέλουν τη συγχώνευση των πετρελαϊκών εταιρειών στη Ρωσία - Το σχέδιο και οι αντιδράσεις

Κυβερνητικοί αξιωματούχοι στον τομέα ενέργειας στη Ρωσία έχουν εκφράσει εδώ και καιρό δυσαρέσκεια για τον περιορισμένο έλεγχο του υπουργείου στις εταιρείες πετρελαίου