Οι Ευρωπαίοι αντιμετωπίζουν σήμερα πολλές μείζονες τάσεις ταυτόχρονα, που εκτείνονται από την κλιματική αλλαγή και την ανάγκη απαλλαγής των οικονομιών μας από τις ανθρακούχες εκπομπές, την ψηφιοποίηση και την ανάγκη επανεξέτασης της οργάνωσης του χώρου εργασίας έως την αποπαγκοσμιοποίηση και την ανάγκη διατήρησης της οικονομικής σημασίας μας.
Στον βιομηχανικό τομέα ο ανταγωνισμός γίνεται πιο σκληρός και αποκτά όλο και πιο παγκόσμιες διαστάσεις. Για αρκετά χρόνια οι Ευρωπαίοι ήταν συνηθισμένοι να ορίζουν αυτοί τους κανόνες του παιχνιδιού παγκοσμίως, να πρωτοστατούν στις τεχνολογικές εξελίξεις και να επωφελούνται από ένα συνεχώς αυξανόμενο επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας. Ωστόσο, όλες αυτές οι «βεβαιότητες» σήμερα κλονίζονται σιγά-σιγά. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο να γίνει ο τρίτος τροχός της αμάξης σε μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων όπου κυριαρχούν η Κίνα και οι ΗΠΑ.
«Και τι έγινε;», θα αντιτείνουν μερικοί. Να γιατί αυτό είναι, στην πραγματικότητα, τόσο σημαντικό: λόγω έλλειψης φυσικών πόρων, για αιώνες η Ευρώπη στήριζε την οικονομική ευμάρεια και την κοινωνική ευημερία της στο διεθνές εμπόριο και στην πρόσβαση και χρήση πόρων, από το ασήμι και τα μπαχαρικά έως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Συχνά κυριαρχούσε επί των εμπορικών της εταίρων και διαμόρφωνε τους εμπορικούς κανόνες και όρους προς το συμφέρον της. Μπορούσε δε να το πράττει αυτό γιατί διέθετε ισχύ στην αγορά, ήταν ανταγωνιστική και καινοτόμα.
Πλέον όμως η κατάσταση έχει αλλάξει. Αν και η ΕΕ προσπαθεί να επιτύχει την ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς της, εξακολουθούν να υφίστανται ουκ ολίγα εσωτερικά εμπόδια και πολλά εθνικά συμφέροντα παρεμποδίζουν τη διεργασία αυτή. Και ενώ τα κράτη μέλη της αναλώνονται σε διαμάχες όσον αφορά τις κανονιστικές λεπτομέρειες, η συνολική ισχύς της ΕΕ στην αγορά φθίνει, ιδίως σε σχέση με την Ασία. Ούτε λίγο ούτε πολύ, το 85% της οικονομικής ανάπτυξης έως το 2030 προβλέπεται ότι θα συντελείται εκτός ΕΕ. Τούτο σημαίνει ότι οι ενωσιακές αξίες —από την κοινωνική προστασία έως τα δικαιώματα των εργαζομένων, τον κοινωνικό διάλογο, τα εργασιακά και περιβαλλοντικά πρότυπα— δεν θα έχουν καμία σημασία στις διεθνείς αγορές και ότι τους κανόνες και τους όρους θα τους διαμορφώνουν άλλοι. Επίσης σημαίνει ότι η πρόσβαση σε τόσο αναγκαίους πόρους θα καθίσταται δυσκολότερη για τις επιχειρήσεις και τους επιχειρηματίες της ΕΕ. Και, βεβαίως, η αιτία δεν είναι μόνο ότι αυξάνεται η παγκόσμια ζήτηση και, επομένως, ο ανταγωνισμός για τους πόρους αυτούς, αλλά και ότι παράλληλα ενισχύονται ο προστατευτισμός, τα αντίποινα και τα εξαναγκαστικά μέτρα εις βάρος κρατών, επιχειρήσεων και οικονομιών. Όλες αυτές οι εξελίξεις επηρεάζουν τη δυνατότητα προμήθειας υλών όπως οι σπάνιες γαίες και οι πρώτες ύλες που χρειάζεται η μεταποιητική μας βιομηχανία για να λειτουργεί ομαλά και να προσφέρει θέσεις εργασίας υψηλής ποιότητας.
Το αίτημα της στρατηγικής αυτονομίας δεν είναι η λύση στο πρόβλημα· η μεταστροφή στον προστατευτισμό και η επιδίωξη οικονομικής αυτάρκειας είναι αδιέξοδο. Η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι αυτόνομη, λόγω έλλειψης υλικών πόρων. Επομένως, πρέπει να συνεχίζει να επιδιώκει ένα λειτουργικό διεθνές εμπορικό σύστημα.
Ωστόσο, χρειάζεται μια στρατηγική για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης. Πρέπει να μειώσει, όπου είναι δυνατόν, τις μονόπλευρες εξαρτήσεις της, να αλλάξει τα πρότυπα κατανάλωσης και παραγωγής που απαιτούν μεγάλες ποσότητες υλικών πόρων, να αυξήσει τις μεταποιητικές της ικανότητες, να επενδύσει και να αναπτύξει εγκαταστάσεις παραγωγής σε τομείς μακρόπνοου χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τα αγαθά υψηλής αξίας, όπου είναι απαραίτητο να διατηρηθεί το τεχνολογικό και καινοτομικό δυναμικό της ΕΕ.
Ως εκ τούτου, η βιωσιμότητα και η κλιματική ουδετερότητα αποτελούν ορθώς τις κατευθυντήριες αρχές των οικονομικών μας δραστηριοτήτων.
Σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης είναι η ενέργεια, ο τρόπος παραγωγής και το κόστος της. Η πρόσφατη αύξηση των τιμών της ενέργειας αποτελεί θέμα της επικαιρότητας και προκαλεί πολλούς πονοκέφαλους τόσο στα νοικοκυριά, όσο και στη βιομηχανία και στους πολιτικούς ιθύνοντες. Επίσης, ιστορικά έχει και ανησυχητικές γεωπολιτικές προεκτάσεις· η Ευρώπη εξακολουθεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από εξωτερικούς παραγωγούς για τον εφοδιασμό της σε ενέργεια. Η αλλαγή αυτού θα επηρεάσει θετικά τις οικονομίες μας σε διάφορα επίπεδα: οι επενδύσεις σε περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ο αποκεντρωμένος ενεργειακός εφοδιασμός θα βοηθήσουν τους κατασκευαστές της ΕΕ, θα μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, θα περιορίσουν την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα —με τις ευμετάβλητες τιμές τους— και μακροπρόθεσμα θα ελαττώσουν τις τιμές της ενέργειας. Συνεπώς αποτελούν προτεραιότητα ως προς τις ενωσιακές πολιτικές.
Βεβαίως, η ΕΕ δεν είναι ένας μονολιθικός σχηματισμός. Ως εκ τούτου, οι ικανότητες προσαρμογής σε αυτές τις νέες ανάγκες και αντιμετώπισης των αποσταθεροποιητικών παραγόντων διαφέρουν σημαντικά από περιφέρεια σε περιφέρεια και από κράτος μέλος σε κράτος μέλος της ΕΕ. Η μετάβαση προϋποθέτει επενδύσεις στην έρευνα και στην καινοτομία, στις υποδομές, στην προσέλκυση επιχειρήσεων, σε ευνοϊκές συνθήκες παραγωγής και μεταποίησης για τις επιχειρήσεις, καθώς σε νέες τεχνολογίες και υλικά. Χρειάζονται όμως επενδύσεις και σε μέτρα αρωγής των εργατών και των λοιπών εργαζομένων σε κλάδους που έχουν πληγεί από τις διαρθρωτικές αλλαγές — μέτρα επιμόρφωσης, αναβάθμισης δεξιοτήτων και επανειδίκευσης.
Δεν διαθέτουν όλα τα κράτη μέλη τα ίδια μέσα για να ανταπεξέλθουν σε αυτά τα προτάγματα. Επιπλέον, η πανδημία έχει επιδεινώσει τις ανισότητες μεταξύ των κρατών μελών και οι κυβερνήσεις τους έχουν πολύ διαφορετικά ζητούμενα και προτεραιότητες.
Εντούτοις, οι διαφορές αυτές δεν θα πρέπει να συσκοτίζουν το όραμα των πολιτικών ηγετών· η κλιματική αλλαγή δεν θα περιμένει τις επόμενες εκλογές, υπάρχουν ήδη χρήματα για ψηφιακές και οικολογικές επενδύσεις και η βελτίωση των ικανοτήτων και της διακυβέρνησης των δημόσιων διοικήσεων δεν κρύβεται σε κάποια μαγική συνταγή, αλλά είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης! Οι πολίτες γνωρίζουν αυτές τις συντελούμενες δομικές αλλαγές, για να πειστούν ωστόσο να υποστηρίξουν το σχετικό αναγκαίο πολιτικό έργο πρέπει να διοργανωθούν ευρείας εμβέλειας διαβουλεύσεις και επικοινωνιακές δραστηριότητες, κυρίως με τους κοινωνικούς εταίρους και τους εκπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών.
* Η Sandra Parthie είναι διευθύντρια του παραρτήματος Βρυξελλών του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών. Επίσης είναι μέλος της Ομάδας των Εργοδοτών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής και εισηγήτρια γνωμοδότησης με θέμα «Πώς θα συμβάλουν τα εντοπισμένα βιομηχανικά οικοσυστήματα στη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ και στην ευημερία των Ευρωπαίων;»
Latest News
Πώς θα κινηθεί η ΕΚΤ με τα επιτόκια το 2025
Η Oxford Economics σημειώνει ότι οι μειώσεις των 25 μονάδων βάσης πιθανότατα θα συνεχιστούν στις πέντε πρώτες συνεδριάσεις του 2025
Σπύρος Μπλαβούκος: Ο «πρόεδρος της Ευρώπης» και η εξωτερική πολιτική
Ο Σπύρος Μπλαβούκος, καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ερευνητής στο ΕΛΙΑΜΕΠ.
Η δύσκολη πρόκληση της ΕΚΤ στην πολιτική μείωσης των επιτοκίων
Η ΕΚΤ καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη στήριξη της οικονομίας και στη διατήρηση σταθερού πληθωρισμού
Γιώργος Αλογοσκούφης: Πριν και Μετά τη Μεταπολίτευση Θεσμοί, Πολιτική και Οικονομία στην Ελλάδα
O Γ. Αλογοσκούφης εξετάζει, αναλύει και ερμηνεύει την εξέλιξη του κράτους και της οικονομίας της μεταπολεμικής Ελλάδας, πριν και μετά τη μεταπολίτευση του 1974
Πού βλέπουν 28 οίκοι το ΑΕΠ και τον πληθωρισμό το 2025 και 2026
Σύμφωνα με τη Focus Economics o ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ προβλέπεται το 2025 να κυμανθεί κοντά στην πρόβλεψη του 2024