Τα μνημονιακά χρόνια και τη γκρίζα περίοδο των όσων ακολούθησαν κατά την κρίση χρέους το 2009 θυμίζουν οι λέξεις «οίκοι αξιολόγησης». Την εποχή δηλαδή που η Ελλάδα δεχόταν τα μαζικά βέλη των αγορών και των διεθνών αναλυτών «στραγγίζοντας» την οικονομία και οδηγώντας τις Βρυξέλλες σε αυτοκριτική για την διαχείριση της ελληνικής κρίσης αρκετά χρόνια μετά. Πέρασαν σχεδόν δεκατρία χρόνια- από τον καταιγισμό των υποβαθμίσεων- και η ελληνική οικονομία δεν έχει ακόμα καταφέρει να βγει από την κατηγορία «σκουπίδια». Στον κόσμο των αγορών αυτό σημαίνει εν ολίγοις πως όσο πιο χαμηλά αξιολογείται μια χώρα τόσο χάνει σε βαθμό επενδυτικής αξιοπιστίας, με αποτέλεσμα εκείνη να δανείζεται ακριβότερα ή είτε και να αποκλειστεί.
Ο βασικός στόχος της κυβέρνησης είναι η χώρα να εχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα το αργότερο έως το 2023. Αυτό που έχει καθυστερήσει την αναβάθμιση, σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι ότι το 2020 χτύπησε τον πλανήτη η πανδημία, φέρνοντας σε πολλές χώρες τεράστια ύφεση και υψηλά ελλείμματα.
Η χθεσινή λοιπόν αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του οίκου αξιολόγησης DBRS Morningstar σε BB high έφερε την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι πριν την επενδυτική βαθμίδα και μια ανάσα μακριά από την κατηγορία junk ( σκουπίδια ). Η Moodys η οποία επίσης είχε «ραντεβού» με την Ελλάδα δεν προέβη σε καμία ανακοίνωση αφήνοντας για αργότερα την αξιολόγηση. Ο εν λόγω οίκος υπολείπεται κατά δύο βαθμίδες από τον οίκο Fitch, ο οποίος αναβάθμισε τον Ιανουάριο την Ελλάδα στο “ΒΒ” με θετικές προοπτικές τον Ιανουάριο, όπως και από τον οίκο S&P.
Πως δανείζεται η Ελλάδα φθηνά χωρίς επενδυτική βαθμίδα;
Η Ελλάδα δανείζεται τα τελευταία δύο και πλέον χρόνια φθηνά – χωρίς να είναι στην επενδυτική βαθμίδα – κυρίως επειδή τα ελληνικά ομόλογα κατ εξαίρεση μπήκαν στη λίστα του έκτακτου προγράμματος αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ( που δημιουργήθηκε λόγω της πανδημίας). Ένας ακόμα λόγος που συμμετέχει η χώρα μας στο έκτακτο πρόγραμμα ήταν οι θετικές αξιολογήσεις των Θεσμών στο πλαίσιο του μεταμνημιακού προγράμματος. Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα δανείστηκε με επιτόκια ακόμα και κάτω από το 1% δημιουργώντας ένα ικανοποιητικό ταμειακό μαξιλάρι και ταυτόχρονα ένα δίχτυ ασφαλείας που σήμερα ανέρχεται στα 41 δις ευρώ. Τα χαμηλά επιτόκια επίσης βελτίωσαν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους.
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, μπορεί να κόψει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, μια μονάδα από την ανάπτυξη της Ελλάδας το 2022. Όμως τα ελπιδοφόρα σημεία της εξίσωσης είναι τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα στα 41 δισ. Ευρώ και η υψηλότερη ανάκαμψη του 2021, καθώς ο αέρας του μεγαλύτερου από τις προβλέψεις ΑΕΠ μεταφέρεται τους πρώτους μήνες του 2022.
Το Ταμείο Ανάκαμψης επίσης έχει φουλάρει τις μηχανές και τρέχει ήδη σημαντικά έργα και επενδύσεις, οι οποίες πρόκειται να διατηρήσουν το ΑΕΠ σε υψηλά ποσοστά το 2022. Στο μέτωπο επίσης του τουρισμού η εικόνα είναι αισιόδοξοι καθώς αναμένονται σημαντικά έσοδα εφέτος.
Την ίδια ώρα, το ευρωπαϊκό μπλοκ φαίνεται να συντονίζεται ως προς την εύρεση της κοινής αντιμετώπιση της κρίσης. Βρίσκονται διάφορα σχέδια στο τραπέζι, όμως το πιο σημαντικό είναι πως «ψήνεται» η παράταση της δημοσιονομικής ευελιξίας και το 2023, εξέλιξη που θα δώσει ανάσα στην οικονομία.
Παράλληλα σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η θετική ολοκλήρωση της 13ης αξιολόγησης από τους Θεσμούς αλλά και η απόφαση για την πλήρη προεξόφληση του ΔΝΤ.
Τι αναφέρει η DBRS Morningstar
Οι αναβαθμίσεις των αξιολογήσεων αντικατοπτρίζουν την άποψη της DBRS Morningstar ότι η Ελλάδα συνεχίζει να προχωρά στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις και παραμένει πλήρως προσηλωμένη στη δημοσιονομική εξυγίανση. Σύμφωνα με τον οίκο, η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 8,3% πέρυσι και τώρα βρίσκεται πολύ κοντά στο προπανδημικό επίπεδο. Η δημοσιονομική υπεραπόδοση και η στρατηγική διαχείρισης μετρητών το 2021 οδήγησαν στο να παραμείνουν πολύ υψηλά τα ρευστά ταμειακά διαθέσιμα, επί του παρόντος περίπου 41 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία φαίνεται ότι θα μειώσει περίπου μία ποσοστιαία μονάδα από τη φετινή αύξηση του ΑΕΠ. Η ΕΚΤ τον περασμένο Δεκέμβριο σηματοδότησε την υποστήριξή της στα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να σημειώνουν σημαντική πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε μονοψήφια επίπεδα, ακόμη και με κάποια νέα επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων.
Τι γίνεται με το χρέος;
Το χρέος της Ελλάδας εκτινάχθηκε στο 208% το 2020 (340 δισ. ευρώ), έναντι 180,5% (331 δισ. ευρώ) το 2019 λόγω των αυξημένων κρατικών μέτρων στήριξης της οικονομίας. Εδώ υπάρχει μία ειρωνεία. Το 2010, μετά τον αποκλεισμό από τις αγορές, η Ελλάδα μπήκε στο Μνημόνιο και το χρέος ήταν 147% του ΑΕΠ (126% το 2009), ενώ το 2011 έφτασε το 175%. Πριν ξεσπάσει η ενεργειακή κρίση – και ανέβουν τα επιτόκια πανευρωπικά- η χώρα δανειζόταν με ιστορικά χαμηλά επιτόκια.
Ποια η διαφορά με το 2010; Κομισιόν, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης και οίκοι αξιολόγησης χαρακτηρίζουν το ελληνικό χρέος “βιώσιμο”. Παρά την αύξηση τα κλειδιά για τη βιωσιμότητα είναι η μακρά διάρκεια αποπληρωμής, η σύνθεσή του, το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων και το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2021 η σχέση τόκων/εσόδων μειώθηκε στο 5,6%, παρά την πρόσκαιρη μείωση των δημοσίων εσόδων από την αρχή της πανδημίας. Από το 2012, όταν είχε ανέλθει στο 10,9%, η σχέση τόκων/εσόδων έχει μειωθεί σχεδόν στο μισό, καθώς αυξήθηκαν σημαντικά τα έσοδα και μειώθηκαν οι πληρωμές τόκων. Οι αγορές ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας συνέβαλαν στη διατήρηση των οριακών επιτοκίων του ελληνικού χρέους, με την απόδοση του 10ετούς να υποχωρεί σε λίγο πιο πάνω 1,3%, από πάνω από 2% τον Μάιο του 2020. Άλλοι παράγοντες που υποστηρίζουν επίσης τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο Fitch, είναι το σημαντικό απόθεμα ρευστότητας το οποίο είναι κοντά στο 18% του ΑΕΠ το οποίο θα κάλυπτε την εξυπηρέτηση του χρέους για το σύνολο του 2022.
Το ευνοϊκό προφίλ του μεγαλύτερου μέρους τους χρέους σημαίνει ότι το μέσο κόστος εξυπηρέτησης είναι χαμηλό και η Fitch αναφέρει ότι η μέση ωρίμανση του χρέους είναι από τις πλέον μακρές στον κόσμο, περίπου στα 19 χρόνια.
Σημειώνεται ότι το 2020 η Ελλάδα δανείστηκε περί τα 12 δισ. ευρώ, το 2021 περί τα 14 δις ευρώ και φέτος ο στόχος είναι τα 10-12 δισ ευρώ.
–
Latest News
Πώς σχολιάζει το υπουργείο Οικονομίας την έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα
Η Ελλάδα κλείνει την ψαλίδα με την Ευρώπη
Κομισιόν για Ελλάδα: Ανάπτυξη 2,1% και πληθωρισμός 3% το 2024 – Πόσο θα μειωθεί το χρέος έως το 2026
Οι επενδύσεις προβλέπεται να επιταχυνθούν περαιτέρω, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο κοντά στο 9% το 2025, κατά την Κομισιόν