Στο κομματικό συνέδριο των Φιλελευθέρων όλα στρέφονται, όπως πάντα, γύρω από τον πρόεδρό τους, τον Κρίστιαν Λίντνερ. Σε αυτόν τον ρόλο έχει συνηθίσει πια. Εξελέγη για πρώτη φορά το 2014, τότε 34 χρονών. Ήταν γεμάτος δυναμισμό και έδωσε νέα πνοή στο κόμμα του σε μια εποχή μεγάλης ανασφάλειας για τους Φιλελεύθερους. 4 χρόνια αργότερα, επανέφερε το κόμμα στην ομοσπονδιακή Βουλή, αρχικά στα έδρανα της αντιπολίτευσης.

Αλλά από τον Σεπτέμβριο του 2021 oι Φιλελεύθεροι μαζί με τους Σοσιαλδημοκράτες και τους Πράσινους συμμετέχουν στον λεγόμενο συνασπισμό του Φωτεινού Σηματοδότη. Κι έτσι ο Κρίστιαν Λίντνερ βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο, γιατί στο μεταξύ έχει αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών. Είναι, θα λέγαμε, ο ταμίας της Γερμανίας, και από αυτό το πόστο σε ηλικία 43 χρονών έχει πολλές δυνατότητες να διαμορφώσει και να επηρεάσει καταστάσεις.

Το «χρεόφρενο» και το ειδικό ταμείο

Ιδιαίτερα την εποχή του πολέμου στην Ουκρανία τα καθήκοντά του στο υπουργείο είναι πιο απαιτητικά παρά ποτέ. Και ειδικά για κάποιον όπως ο Λίντνερ, που το παραδοσιακά φιλελεύθερο κόμμα του προτιμούσε να μην έχει η Γερμανία καθόλου χρέη και ταυτόχρονα να μειώσει τους φόρους. Ωστόσο, αυτό το δημοσιονομικό μοντέλο δεν λειτούργησε ούτε και πριν ξεσπάσει ο πόλεμος, τον οποίο πυροδότησε ο Πούτιν, επειδή η Γερμανία, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, υποφέρει ακόμη από τις δραματικές επιπτώσεις της πανδημίας. Άρα στον προϋπολογισμό του 2022 θα πρέπει να κλείσουν τρύπες με δάνεια δισεκατομμυρίων ευρώ. Αλλά μόνο για φέτος. Γιατί από του χρόνου, σύμφωνα με το FDP, θα μπει δημοσιονομική τάξη. Ο Λίντνερ θέλει να τραβήξει το φρένο χρέους, που κατοχυρώνεται στον Θεμελιώδη Νόμο, το Σύνταγμα.

Σύμφωνα με αυτό, το νέο χρέος δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το 0,35% του ΑΕΠ. Στις σημερινές συνθήκες αυτό αντιστοιχεί ανάμεσα στα 12 και 14 δις ευρώ. Περισσότερα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως φυσικές καταστροφές και έκτακτες καταστάσεις. Στο παρελθόν ήταν η παγκόσμια δημοσιονομική κρίση και η πανδημία. Μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, αλλά μόνο εν μέρει, είναι η επιχειρησιακή ικανότητα των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, που πάσχει και βρίσκεται στον μεγεθυντικό φακό από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Ωστόσο, τα διαρθρωτικά προβλήματα της Μπούντεβερ δεν είναι μια έκτακτη κατάσταση, αλλά προέκυψε από εσωτερικά λάθη και χρόνια κακοδιαχείριση.Γι αυτό τίθεται το ερώτημα, από πού θα προέλθουν τα 100 δις ευρώ, που υποσχέθηκε εν μια νυκτί ο καγκελάριος Σολτς σε συνεννόηση βέβαια με τον υπουργό του, τον Κρίστιαν Λίντνερ;Σχεδιάζει να δημιουργήσει ένα ειδικό ταμείο, χωρίς να βάλει χέρι ούτε στα κρατικά αλλά ούτε και στα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας, αν και μετοχές άνω των 200 δις ευρώ “κοιμούνται” στα θησαυροφυλάκια της Μπούντεμπανκ.

Ο θεματοφύλακας των λεγόμενων “κρατικών ασημικών” προτιμά να πάρει περισσότερα δάνεια με το σκεπτικό ότι σε αυτήν την παγκόσμια κατάσταση πρόκειται για επενδύσεις που εξασφαλίζουν το μέλλον. Με αυτό το δημοσιονομικό τέχνασμα ο Λίντνερ του FDP μπορεί να επιτύχει τον στόχο του και να τραβήξει το φρένο χρέους το 2023, επειδή τα δάνεια στη περίπτωση της Μπούντεσβερ θα συναφθούν ήδη φέτος, αλλά θα ενεργοποιηθούν τα επόμενα χρόνια για την αγορά κυρίως αεροσκαφών, πολεμικών ντρόουνς, τανκς και οπλισμού.

Το FDP ζητά να δοθούν βαρέα όπλα στην Ουκρανία

Για τον Κρίστιαν Λίντνερ και το κόμμα του η γοητεία αυτής της μεθόδου έγκειται στο ότι δεν θα αναγκαστούν να παραβιάσουν μια βασική προεκλογική υπόσχεση για μη ανάληψη νέων δανείων και επιστροφή στη δημοσιονομική κανονικότητα. Αυτό βέβαια δεν αλλάζει την πραγματικότητα ότι τα δάνεια που έχουν συναφθεί ως αποθεματικό θα πρέπει κάποτε να αποπληρωθούν και συνεπώς αυτό θα περιορίσει τα οικονομικά περιθώρια τα επόμενα χρόνια. Έτσι η συμπεφωνημένη “βροχή χρημάτων” για τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις παίζει σημαντικό ρόλο και στο κομματικό συνέδριο στο Βερολίνο.

Σε προσχέδιο του προεδρείου με τον τίτλο “Ειρήνη, Ελευθερία και ευρωπαϊκή προοπτική για την Ουκρανία” το ειδικό ταμείο των 100 δις ευρώ υποστηρίζεται ρητά. Την ίδια ώρα η ηγεσία του FDP γύρω από τον Κρίστιαν Λίντνερ ζητά την παράδοση βαρέων όπλων και την ταχεία παροχή οπλισμού από τη γερμανική πολεμική βιομηχανία, για την οποία η κυβέρνηση, όπως ανακοινώθηκε από τον Σολτς, θα αναλάβει τη χρηματοδότηση. Αυτό το σημείο αφήνει την εντύπωση ότι πρόκειται για κριτική στον καγκελάριο, ο οποίος κατηγορείται από πολιτικούς όλων των κυβερνητικών κομμάτων ότι εμπόδισε την παράδοση τανκς και άλλων βαρέων όπλων στην Ουκρανία. Υπέρμαχος αυτή της θέσης είναι και η Μαρί-Άγκνες Στρακ-Τσίμερμαν, πρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας, που ζητά από τον καγκελάριο να επιδείξει “ηγετικό προφίλ και ξεκάθαρες θέσεις”.

Η προβεβλημένη πολιτικός από το FDP παίζει με ένα αστείο που έχει πει κάποτε ο Σολτς, ότι “όταν ζητά κάποιος από μένα ηγεσία, την έχει”, που είχε πει σε συνέντευξη το 2011 στην εφημερίδα Tagespiegel του Βερολίνου. Τότε βέβαια ο Σολτς ήταν υποψήφιος για το αξίωμα του τοπικού πρωθυπουργού στο Αμβούργο. Δέκα χρόνια αργότερα έχει διαδεχθεί την Άγκελα Μέρκελ. Πολλοί πιστεύουν ότι σε αυτό το αξίωμα ο νέος καγκελάριος δεν αποδίδει όσο θα έπρεπε.

Βέβαια ο υπουργός Οικονομικών Λίντνερ δεν πρόκειται να το πει ποτέ δημόσια. Η ισορροπία δυνάμεων στον συνασπισμό είναι σαφής. Στην πρώτη θέση έρχεται το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, ακολουθούμενο από τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους. Επειδή όμως ο υπουργός Οικονομικών προέρχεται από τις τάξεις τους, η επιρροή τους στην πολιτική είναι μεγάλη. Έτσι στο κομματικό συνέδριο το FDP θέλει να κάνει έναν πρώτο απολογισμό του έργου του στην κυβέρνηση. Ο Κρίστιαν Λίντνερ θα λείπει. Λόγω κορωνοϊού βρίσκεται σε καραντίνα στην Ουάσιγκτον και θα πρέπει να παραμείνει ακόμη εκεί. Αλλά θα κάνει την ομιλία του μέσω βιντεοσύνδεσης.

ΠΗΓΗ: Deutsche Welle

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
Reuters Αποκλειστικό: Πιέσεις ΕΚΤ προς Raiffeisen και UniCredit για τη δημιουργία αποθεματικού για τη Ρωσία
Διεθνή |

Reuters Αποκλειστικό: Πιέσεις ΕΚΤ προς Raiffeisen και UniCredit για τη δημιουργία αποθεματικού για τη Ρωσία

Η ΕΚΤ επιδιώκει να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι δύο τράπεζες από τη λειτουργία τους σε μια χώρα στην οποία δεν έχουν πλέον αποτελεσματικό έλεγχο των δραστηριοτήτων του