HΠΑ: Αβάσιμες οι ανησυχίες για μείωση των καταναλωτικών δαπανών φέτος – Το 2023 όμως;
Οι ανησυχίες για σημαντική μείωση των καταναλωτικών δαπανών στις ΗΠΑ φέτος δεν επαληθεύονται - Τι θα γίνει όμως του χρόνου;
Πτώση σημειώνουν πολλές μετοχές λιανικής, τη φετινή χρονιά, εξαιτίας των ανησυχιών ότι οι Αμερικανοί δεν θα μπορούν να ξοδεύουν τα χρήματά τους όπως επιθυμούν. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές μπορεί να μην επαληθευτούν, παρά τις ανησυχίες αρκετών – γεγονός που συνεπάγεται και καλά, αλλά και άσχημα νέα.
Το λιανεμπόριο βγήκε κερδισμένο, κατά τη διάρκεια της πανδημίας: οι Αμερικανοί ήθελαν να ξοδεύσουν τα πακέτα στήριξης που τους παρείχε το κράτος, και, δεδομένου του ότι οι επιλογές που είχαν για ψυχαγωγία ήταν αρκετά περιορισμένες, άρχισαν να ξοδεύουν τα χρήματά τους ψωνίζοντας. Σήμερα, ωστόσο, η κυβέρνηση δεν παρέχει την ίδια βοήθεια με παλιά και, παράλληλα, το άνοιγμα της οικονομίας συνεπάγεται ότι όλο και περισσότεροι πολίτες ξεκινήσαν να ταξιδεύουν και να τρώνε έξω. Επιπλέον, οι οικονομίες που έχει κάνει ο κάθε πολίτης ενδέχεται να μειωθούν, εν μέσω αύξησης του πληθωρισμού. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που το διαπραγματεύσιμο αμοιβαίο κεφάλαιο SPDR S&P έχει μειωθεί σχεδόν κατά 17% μέχρι σήμερα, σε σύγκριση με τη μείωση κατά 6%, για τον S&P 500.
Αρχικά, οι υψηλότερες τιμές συνεπάγονται περισσότερες δαπάνες – οι άνθρωποι πρέπει να αγοράζουν είδη πρώτης ανάγκης, ακόμη κι αν αυτά κοστίζουν περισσότερο. Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι ότι με το κόστος των τροφίμων, των καυσίμων και της στέγασης να αυξάνεται τόσο γρήγορα, οι καταναλωτές θα αναγκαστούν να μειώσουν, να περικόψουν ή να καθυστερήσουν όσες αγορές δεν τους είναι απαραίτητες και να αρχίσουν να διαπραγματεύονται χαμηλότερες τιμές σε όσα προϊόντα πρέπει να αγοράσουν.
Τώρα τα καλά νέα: Κάτι τέτοιο, όμως, δεν συμβαίνει ακόμα, χάρη σε διάφορους παράγοντες.
Αφενός, ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν μονοπωλήσει τους τίτλους εφημερίδων, οι καταναλωτές δαπανούν λιγότερο για καύσιμα, γεγονός που αμβλύνει το πλήγμα. Ακόμη κι όταν άνοιξε η οικονομία, οι καταναλωτές δαπάνησαν μόλις το 2,6% του συνολικού τους προϋπολογισμού για το φυσικό αέριο, τον Δεκέμβριο του 2021 – πριν την αναστάτωση που προκάλεσε η παραλλαγή Όμικρον– λιγότερο από τον ιστορικό μέσο όρο του 3%, σημειώνει η αναλύτρια χρεογράφων της Τράπεζας της Αμερικής, Sara Senatore. Και, πιθανότατα, θα χρειαστούν λιγότερη βενζίνη για τις μετακινήσεις τους, δεδομένου του ότι, από τις αρχές Μαρτίου, η εργασία από το γραφείο κυμαίνεται σε επίπεδα 20% χαμηλότερα σε σχέση με τα προπανδημικά επίπεδα, καθώς περισσότερες εταιρείες έχουν αρχίσει να υιοθετούν το υβριδικό μοντέλο εργασίας.
Έπειτα, παρατηρείται μία γενική στενότητα στην αγορά εργασίας, εντούτοις, οι αμοιβές έχουν αυξηθεί. Την Πέμπτη, τα ποσοστά ανεργίας μειώθηκαν περισσότερο από ό,τι αναμενόταν, σε μόλις 166.000 θέσεις. Επίσης, σύμφωνα με προβλέψεις, το ποσοστό ανεργίας στις ΗΠΑ θα μπορούσε να μειωθεί σε λιγότερο από 3%, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της φετινής χρονιάς, ποσοστό που έχει να επιτευχθεί από τη δεκαετία του 1950. Ταυτόχρονα, το μέσο ωρομίσθιο, σημείωσε αύξηση 5,6%, σε ετήσια βάση, σύμφωνα με στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας Εργασίας.
Φυσικά, αυτό δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τους ρυθμούς του πληθωρισμού, ο οποίος έχει ξεπεράσει το 7%. Παράλληλα, οι καταναλωτές πρέπει να γεφυρώσουν αυτό το χάσμα, εάν σκοπεύουν να συνεχίσουν να δαπανούν.
Κι όμως, οι καταναλωτές φαίνεται ότι συνεχίζουν να δαπανούν. Ενώ τα δεδομένα για την κίνηση πεζών και την επισκεψιμότητα στο Διαδίκτυο δείχνουν ότι οι καταναλωτές μείωσαν τις καταναλωτικές τους συνήθειες, όταν οι τιμές του φυσικού αερίου εκτινάχθηκαν, για πρώτη φορά, στα ύψη, η κατάσταση αυτή δεν κράτησε για πολύ.
Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι, μαζί με υψηλότερους μισθούς, εξακολουθούν να έχουν και αποταμιεύσεις, στις οποίες μπορούν να στηριχθούν. Ο Γενικός Διευθυντής Επενδύσεων της UBS Global Wealth Management, Mark Haefele, σημειώνει ότι, μετά τη συσσώρευση περίπου 2,5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε πλεονάζουσες αποταμιεύσεις, κατά τη διάρκεια της πανδημίας «οι ισολογισμοί των νοικοκυριών εξακολουθούν να είναι υγιείς», με οικονομικές υποχρεώσεις ως ποσοστό του εισοδήματος, σε χαμηλά δεκαετιών. Χάρη σε μια ισχυρή αγορά ακινήτων, «οι ιδιοκτήτες κατοικιών βασίζονται σε ίδια κεφάλαια των 26 τρισεκατομμυρίων δολαρίων».
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι ίδιοι οι λιανοπωλητές δεν κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις πωλήσεις τους. Από τα μέσα Φεβρουαρίου μέχρι και τον Μάρτιο, οι περισσότεροι μεγάλοι λιανοπωλητές ανέφεραν αποτελέσματα για το βασικό τρίμηνο των διακοπών και, σε γενικές γραμμές, οι αριθμοί ήταν ισχυροί. Παράλληλα, εταιρείες σε όλο το φάσμα της αγοράς, παρέχουν αρκετά αισιόδοξες προοπτικές για ολόκληρο το έτος, από εκπτωτικά μαγαζιά, όπως τα Walmart (WMT) και τα Dollar General (DG) μέχρι και εταιρείες, όπως η Nordstrom (JWN), που εξυπηρετούν καταναλωτές υψηλότερου εισοδήματος.
Το γεγονός ότι οι καταναλωτές εξακολουθούν να δαπανούν είναι καλό και για την ευρύτερη οικονομία, δεδομένου ότι οι καταναλωτικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος των ΗΠΑ. Ή, για να το θέσω αλλιώς, αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο ενδεχομένως, τελικά, να μην υπάρξει ύφεση, όπως φοβούνται οι αρκούδες.
Και τώρα τα άσχημα νέα. Παρόλο που υπάρχουν πολλοί λόγοι να ενθαρρύνουμε την ικανότητα των καταναλωτών να συνεχίσουν να δαπανούν, οι προϋπολογισμοί των Αμερικανών δεν είναι ότι δεν τελειώνουν ποτέ. Οι οικονομίες στις οποίες βασίζονται, για να χρηματοδοτήσουν, εν μέρει, τις αγορές τους δεν θα διαρκέσουν για πάντα, και πολλοί ειδικοί αναμένουν ότι ο πληθωρισμός θα αποτελέσει σημαντικό ζήτημα για το υπόλοιπο έτος. Αυτό είναι κάτι που ισχύει για τα βασικά προϊόντα, όπως τα τρόφιμα – τα πάντα, από το κόστος των βασικών προϊόντων και των λιπασμάτων έως και την τιμή των τελικών προϊόντων, δείχνουν ότι θα παραμείνουν σε υψηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Τα στοιχεία της Τράπεζας της Αμερικής δείχνουν ότι οι συνολικές δαπάνες πιστωτικών και χρεωστικών καρτών, σε τριετή βάση, ανήλθαν σε 23,2%, τον Μάρτιο, περίπου στο ίδιο επίπεδο με τον Φεβρουάριο, ενώ οι καταναλωτές με χαμηλότερα εισοδήματα οδηγούν την ομάδα υψηλότερου εισοδήματος στην αύξηση των δαπανών.
Εάν οι καταναλωτές -ιδίως εκείνοι με χαμηλότερα εισοδήματα- συνεχίσουν να δαπανούν, όπως δείχνουν τα περισσότερα δεδομένα, τότε οι εκτιμήσεις για τις λιανικές πωλήσεις, οι οποίες έχουν εγείρει τις ανησυχίες, ενδεχομένως να μην επαληθευτούν για τη φετινή χρονιά. Οι επενδυτές, ωστόσο, μπορεί να ελπίζουν σε κάτι τέτοιο, καθώς ο δείκτης SPDR S&P ETF, παρά την πρόσφατη αδυναμία του, σημείωσε άνοδο 3,3%, τον τελευταίο μήνα.
Ωστόσο, αυτό εγείρει το εξής ερώτημα: τι ποσό από αυτές τις δαπάνες πιστωτικών καρτών θα αποπληρωθεί στο τέλος του μήνα, και τι ποσό από αυτές θα συσσωρευτεί ως χρέος, το οποίο θα αποπληρωθεί μελλοντικά, όταν τα επιτόκια θα είναι, ενδεχομένως, υψηλότερα. Ακόμη κι όταν ο αριθμός των Αμερικανών που πλήρωσαν τις πιστωτικές τους κάρτες έφτασε στο υψηλότερο του επίπεδο, στα τέλη του 2021, σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση Τραπεζών, το ποσοστό αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ λίγο το 36%.
Επομένως, η εικόνα για το λιανεμπόριο, φέτος, μπορεί να μην είναι τόσο άσχημη όσο φοβούνται μερικοί. Ωστόσο, ενδέχεται να εξακολουθήσουν να υπάρχουν κίνδυνοι στο μέλλον, εάν οι καταναλωτές διαπιστώσουν ότι η ελάφρυνση των πληθωριστικών πιέσεων αντικαθίσταται από υψηλές πληρωμές μέσω πιστωτικών καρτών.
Μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο