Μιλώντας μέσω video link στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ αυτό που ζήτησε ο Βολοντιμίρ Ζελένσκι ήταν οι δυτικές κυβερνήσεις να χρησιμοποιήσουν τα «παγωμένα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας για να χρηματοδοτήσουν την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, που εκτιμάται ότι θα κοστίσει περίπου 500 δισεκατομμύρια δολάρια. Το επιχείρημα του απλό: η χώρα του έχει ανάγκη αυτή την ανοικοδόμηση και ταυτόχρονα πρέπει να σταλεί το μήνυμα πως όταν κάποιος επιλέγει επιθετικές ενέργειες, τότε θα πληρώνει ακριβό τίμημα.

Όπως έγραψε ο Ζελένσκι στο Telegram αυτό απαιτούσε μια πολυμερή συμφωνία που θα εξασφάλιζε ότι όποια χώρα υπέφερε εξαιτίας ενεργειών άλλης χώρας θα μπορούσε να λάβει αποζημίωση για τις απώλειές της. «Υπό τους όρους μιας τέτοιας συμφωνίας, Ρωσικά κεφάλαια και περιουσίες που βρίσκονται υπό την αρμοδιότητα χωρών που έχουν υπογράψει τη συμφωνία πρέπει να δημευτούν ή να παγώσουν και στη συνέχεια να κατασχεθούν και να οδηγηθούν σε ένα ταμείο δημιουργημένο για αυτόν τον σκοπό από το οποίο όλα τα θύματα της ρωσικής επιθετικότητας τα μπορέσουν να αποζημιωθούν», πρότεινα, για να συμπληρώσει: « Αυτό θα είναι δίκαιο. Και η Ρωσία θα αισθανθεί το πλήρες βάρος κάθε πυραύλου, κάθε βόμβας, κάθε βλήματος που μας έριξε».

Ανάλογη πρόταση είχε κάνει και ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοσέπ Μπορέλ ο οποίος πρότεινε τα παγωμένα συναλλαγματικά αποθέματα της ρωσικής κεντρικής τράπεζας που βρίσκονται σε ευρωπαϊκής χώρες να χρησιμοποιηθούν για την ανοικοδόμησης της Ουκρανίας. Όμως και η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επίσης φάνηκε θετική σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο υποστηρίζοντας ότι «και η Ρωσία πρέπει να συνεισφέρει» [ενν. στην ανοικοδόμησης της Ουκρανίας] και ότι οι δικηγόροι της ΕΕ εξετάζουν τρόπους ώστε τα «παγωμένα» περιουσιακά στοιχεία Ρώσων ολιγαρχών να αξιοποιηθούν σε αυτή την κατεύθυνση. Όμως, και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, έκανε σαφή την υποστήριξή του στην ιδέα δηλώνοντας «πολιτικά ανοιχτός στην ιδέα να κατάσχουμε ξένα περιουσιακά στοιχεία της ρωσικής κεντρικής τράπεζας», ενώ δήλωσε ότι «για τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία πρέπει να δούμε τι είναι νομικά δυνατό. Πρέπει να σεβαστούμε το κράτος δικαίου ακόμη και εάν έχουμε να κάνουμε με Ρώσους ολιγάρχες».

Τα νομικά – και όχι μόνο – προβλήματα

Ωστόσο ανεξαρτήτως της ρητορικής απήχησης που μπορεί να έχει αυτό το ζήτημα είναι η εφαρμογή του, η οποία προσκρούει σε μια σειρά από νομικά και πολιτικά ζητήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι οι διεθνείς συναλλαγές και αυτό που περιγράφουμε ως «παγκοσμιοποίηση» στηρίζεται στην αντίληψη τα δικαιώματα ιδιοκτησίας σε περιουσιακά στοιχεία παραμένουν σεβαστά και οι όποιες παρεμβάσεις σε αυτά προϋποθέτουν την τήρηση κανόνων δικαίου. Αυτό αφορά τόσο τα ιδιωτικά περιουσιακά στοιχεία όσο και τα κρατικά.

Αντίστοιχα, η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ενός κυρίαρχου κράτους προϋποθέτει συνήθως αυτό να μπορεί να υποστηριχτεί μέσα από κάποια διεθνή συμφωνία (π.χ. μια Συμφωνία Ειρήνης που να περιλαμβάνει και πρόβλεψη πολεμικών αποζημιώσεων), ενώ για τους ιδιώτες προϋποτίθεται συνήθως κάποιου είδους καταδίκη και απόδειξη ότι παραβίασαν κυρώσεις ή ότι τα χρήματά τους προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες ή μπορούν να χρηματοδοτήσουν παράνομες δραστηριότητες.

Σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχείων των Κεντρικών Τραπεζών, το ερώτημα που υπάρχει είναι εάν αυτά προστατεύονται από τις προβλέψεις για την κρατική ή κυρίαρχη ασυλία (sovereign immunity) που απολαμβάνουν τα κράτη.  Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αυτό δεν επιτρέπει να υπάρξει κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ενός κράτους άρα και μίας Κεντρικής Τράπεζας, άλλοι υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχουν και επικαλούνται πρακτικές όπως το πάγωμα περιουσιακών στοιχείων της Κεντρικής Τράπεζας της Βενεζουέλας που έχουν κάνει οι ΗΠΑ ή την αντίστοιχη για την Κεντρική Τράπεζα του Αφγανιστάν όταν επέστρεψαν οι Ταλιμπάν. Βεβαίως, και στις δύο περιπτώσεις η κυβέρνηση των ΗΠΑ αμφισβητεί ότι ο πρόεδρος Μαδούρο και οι Ταλιμπάν αποτελούν τη νόμιμη κυβέρνηση, κάτι που δεν ισχύει στη Ρωσία. Ειδικά, στην περίπτωση του Αφγανιστάν οι ΗΠΑ επικαλέστηκαν και δικαστικές αποφάσεις για αποζημίωση θυμάτων των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 οι οποίες έχουν τελεσιδικήσει στα αμερικανικά δικαστήρια και στρέφονται κατά των Ταλιμπάν.

Βεβαίως όλα αυτά θα μπορούσαν να επιλυθούν εάν υπήρχε μια προσπάθεια σε επίπεδο ΟΗΕ να υπάρξει ένα συνολικότερο πλαίσιο για τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό σε περιπτώσεις επιθετικών ενεργειών που εγείρουν θέματα αποκατάστασης και αποζημίωσης. Θυμίζουμε ότι στην πραγματικότητα ένα πλήρες πλαίσιο διεθνούς δικαίου για τις κυρώσεις δεν υπάρχει και αυτές αποφασίζονται πάντα κατά περίπτωση.

Ωστόσο, ένα τέτοιο πλαίσιο και η εφαρμογή του απαιτεί να υπάρξει απόφαση πρώτα από όλα σε επίπεδο Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ένα όργανο στο οποίο, ως γνωστόν, η Ρωσία, ως μόνιμο μέλος, μπορεί να θέσει βέτο.

Απέναντι σε αυτά τα προβλήματα έχει προταθεί να γίνει χρήση δυνατοτήτων που υπάρχουν στην αμερικανική νομοθεσία όπως είναι ο νόμος του 1977 για τις Οικονομικές Εξουσίες σε περίπτωση Διεθνούς Έκτακτης Ανάγκης (International Emergency Economic Powers Act). Ο νόμος αυτός όντως επιτρέπει την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων που άμεσα ή έμμεσα υποστηρίζουν εχθρικές στρατιωτικές ενέργειες σε βάρος των ΗΠΑ και έχει χρησιμοποιηθεί, με αφετηρία την «κρίση των ομήρων» στο Ιράν, ως βάση για τα διατάγματα του προέδρου (Executive Orders) με τα οποία επιβάλλονται έκτοτε κυρώσεις σε πρόσωπα ή σε κυβερνήσεις. Ωστόσο, και εδώ το πιο πιθανό είναι να χρειαστούν και νέες νομοθετικές ρυθμίσεις.

Ας μην ξεχνάμε ότι πέραν όλων των άλλων, είναι πιθανό η Ρωσία ή ρωσικές εταιρικές οντότητες να απαντήσουν και αυτό να σημαίνει μακρόχρονες διαδικασίες διεθνούς διαιτησίας για την τύχη των κεφαλαίων αυτών.

Μια άλλη λύση είναι να ακολουθηθεί το παράδειγμα των αξιώσεων έναντι του Αφγανιστάν, δηλαδή αγωγές αποζημίωσης από τη μεριά της Ουκρανίας κυρίως προς περιουσιακά στοιχεία Ρώσων ολιγαρχών (που δεν προστατεύονται από «κυρίαρχη ασυλία»). Τέτοιες αγωγές μπορεί να κάνουν και ιδιώτες. Ήδη ο Ρινάτ Αχμέτοφ, ο πλουσιότερος άνθρωπος στην Ουκρανία, θέλει να κάνει αγωγές κατά της Ρωσίας για την καταστροφή των περιουσιακών στοιχείων του που περιλαμβάνουν το εργοστάσιο Azovstal στην Μαριούπολη αλλά και άλλες βιομηχανικές μονάδες που βρέθηκαν στο στόχαστρο των ρωσικών επιθέσεων, διεκδικώντας «αρμόζουσα αποζημίωση για όλα τα κόστη και την απώλεια εισοδήματος».

 

Το πολιτικό ερώτημα

Ωστόσο το βασικό ερώτημα δεν είναι τόσο νομικό όσο πολιτικό. Το «πάγωμα» περιουσιακών στοιχείων είναι ένας τρόπος να ασκηθεί πίεση και ένα διαπραγματευτικό χαρτί, με την έννοια ότι μπορεί να προταθεί η άρση του με αντάλλαγμα τη διακοπή των επιθετικών ενεργειών. Η κατάσχεση είναι ένα τετελεσμένο γεγονός που θα έχει εξαντλήσει την όποια αποτελεσματικότητά του, την ώρα που δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει αλλάξει το συσχετισμό ριζικά σε βάρος της Ρωσίας.

Επιπλέον, υπάρχει το ερώτημα της νομιμοποίησης μιας τέτοιας ενέργειας, ιδίως εάν στηριχτεί σε έκτακτες και ad hoc αποφάσεις και όχι σε κάποιο συμφωνημένο πλαίσιο. Δηλαδή, υπάρχει το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι τελικά και οι δυτικές κυβερνήσεις κινούνται με τη λογική της «αρπαγής» έστω και για τον σκοπό της ανοικοδόμησης της Ουκρανίας.

Και βέβαια υπάρχει το συνολικότερο πρόβλημα του πώς λειτουργεί ο ίδιος ο μηχανισμός της παγκοσμιοποίησης. Η τοποθέτηση συναλλαγματικών αποθεμάτων στο εξωτερικό είναι μια παγιωμένη πρακτική, που εξυπηρετεί τόσο τις χώρες που τοποθετούνται, μια που μπορούν να έχουν καλύτερη απόδοση, όσο και τις χώρες που υποδέχονται αυτές τις τοποθετήσεις και που βλέπουν αυξημένες επενδύσεις σε δικά τους κρατικά χρεόγραφα. Αυτή η πρακτική στηρίζεται στην παραδοχή ότι αυτές οι τοποθετήσεις είναι προστατευμένες  σε υψηλό βαθμό. Η γενίκευση μιας δυσπιστίας ως προς τον βαθμό προστασίας των τοποθετήσεων στο εξωτερικό από τη μεριά των κεντρικών τραπεζών θα μπορούσε να δημιουργήσει μια ιδιαίτερα προβληματική κατάσταση ως τη συνολική διεθνή χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική.

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή