Για όποιον καταπιάνεται με τα τουρκικά μυστήρια, η προχθεσινή συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας στην Αγκυρα ήταν μια ενδιαφέρουσα στιγμή. Πρώτον, επειδή άναψε πράσινο φως για μια νέα στρατιωτική επιχείρηση στο έδαφος της Συρίας, εναντίον της κουρδικής πολιτοφυλακής – επιχείρηση που, αν πραγματοποιηθεί, θα ταράξει ακόμη περισσότερο και με τρόπο απρόβλεπτο τις ισορροπίες μεταξύ ΗΠΑ, Ρωσίας και Ιράν, τις οποίες έχει κλονίσει ήδη ο πόλεμος στην Ουκρανία. Και δεύτερον, γιατί επιβεβαίωσε την ιδιομορφία της δομής εξουσίας στη σημερινή Τουρκία.
Το Συμβούλιο δεν αποφάσισε. Εδωσε το ελεύθερο στον Πρόεδρο να αποφασίσει. Εάν και όποτε εκείνος κρίνει. Και όλοι στην Τουρκία γνωρίζουν ότι θα κρίνει με ένα και μοναδικό κριτήριο: Το προσωπικό του συμφέρον, το εκλογικό του συμφέρον. Γιατί οι επόμενες εκλογές δεν είναι για τον Ερντογάν ένα στοίχημα νίκης ή ήττας. Είναι ένα στοίχημα προσωπικής (και οικογενειακής) επιβίωσης. Ενας πόλεμος, λοιπόν, με όλα τα ρίσκα του – ρίσκα επί του εδάφους, αλλά προπάντων διπλωματικά ρίσκα, καθώς η επιχείρηση κατά των Κούρδων θα μπορούσε να εξελιχθεί σε νέα δοκιμασία για τις σχέσεις της Αγκυρας με την Ουάσιγκτον (μήπως και τη Μόσχα;) – είναι ο ιδανικός τρόπος να τραβήξεις τα μάτια των πολιτών από το οικονομικό δράμα που ζουν. Είναι ένα περιβάλλον που επιτρέπει τη σκηνοθεσία ενός εκλογικού αιφνιδιασμού, πριν η οικονομική κατάσταση εξελιχθεί με απελπιστικό τρόπο. Είναι επίσης ένα περιβάλλον που επιτρέπει στον Ερντογάν, αν όλα πάνε στραβά και τα νούμερα των δημοσκοπήσεων δεν ανακάμπτουν, να ενεργοποιήσει το άρθρο του Συντάγματος που επιτρέπει στον Πρόεδρο να αναβάλει τις εκλογές επί έναν χρόνο, «λόγω πολέμου» και να τις αναβάλει ξανά, όσο χρειάζεται, εφόσον η έκτακτη κατάσταση συνεχίζεται.
Στη νέα Τουρκία, που διαμορφώθηκε ανάμεσα στο 2013 και το 2016, από την εξέγερση για το πάρκο Γκεζί και τη βίαιη καταστολή της ως το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου, όλες οι παραδοσιακές ισορροπίες έχουν ανατραπεί, οι θεσμοί εξισορρόπησης έχουν καταλυθεί (από την όποια ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, ως τη στοιχειώδη ελευθερία του Τύπου, τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, στελέχη των οποίων φυλακίζονται αυθαίρετα, κι ακόμη και την ιδιόμορφα τουρκική μέθοδο ισορροπίας, που εξασφάλιζε κάποτε η διάκριση μεταξύ «βαθέος κράτους» και κυβέρνησης). Η κρίση και το πολιτικό συμφέρον του Προέδρου είναι ο υπέρτατος και μόνος νόμος.
Υπό αυτό το πρίσμα αποκτούν ευκολότερη ανάγνωση οι τρεις παράτολμες κινήσεις που η Τουρκία επιχείρησε μέσα σε λίγες ημέρες και τη φέρουν σε αντιπαράθεση με τη Δύση, προς τη συμφιλίωση με την οποία έμοιαζε να κινείται: Πρώτα με την απειλή να μπλοκάρει την ένταξη στο ΝΑΤΟ της Σουηδίας και της Φινλανδίας, έπειτα με την απειλή νέας στρατιωτικής εισβολής στη Συρία και, τέλος, με την απότομη αύξηση της έντασης στις σχέσεις με την Ελλάδα και την επαναφορά της απειλής ότι θα αμφισβητηθεί η ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, με το πρόσχημα ότι η «στρατιωτικοποίησή» τους παραβιάζει τις συνθήκες με τις οποίες τής παραχωρήθηκαν. Εντάσσονται και οι τρεις στη λογική ενός Grand Bazaar. Το οποίο όμως καθιστά λιγότερο προβλέψιμο και δυσκολότερα διαχειρίσιμο για τους απ’ έξω το γεγονός ότι η συναλλακτική λογική εξαρτάται από τις αποφάσεις και το πολιτικό συμφέρον ενός μόνον ανθρώπου, που κολυμπά κόντρα στο ρεύμα μιας οικονομικής συμφοράς που ο ίδιος, εν πολλοίς, προκάλεσε.
Τι σημαίνουν όλα αυτά, ειδικότερα για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Περισσότερο μυστήριο και λιγότερη, πολύ λιγότερη προβλεψιμότητα.
Οταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης συνάντησε τον Ερντογάν στις όχθες του Βοσπόρου, στις 13 του περασμένου Μαρτίου, είχε δημιουργηθεί η ελπίδα ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα μπουν σε μια περίοδο ύφεσης. Οτι στη σκιά του πολέμου στην Ουκρανία η Τουρκία ρυμουλκείται προς τη Δύση και αυτό προσφέρει τόσο μια ευκαιρία εξορθολογισμού και των σχέσεών της με την Ελλάδα όσο και κάποια περιθώρια προσέγγισης, σε θέματα έστω χαμηλού πολιτικού βάρους. Οι πιο αισιόδοξοι ελπίζαμε σε μια επανάληψη του 1999, όταν ο πόλεμος στην Γιουγκοσλαβία είχε οδηγήσει σε μια προσέγγιση – ώστε να μη μεταδοθεί ο πολεμικός πυρετός στις ελληνοτουρκικές σχέσεις – που άνοιξε τον δρόμο για το Ελσίνκι και εγκαινίασε μια υπερδεκαετή περίοδο σχετικής ηρεμίας στο Αιγαίο. Το «Μητσοτάκης γιοκ» του Ερντογάν και η επαναφορά στο προσκήνιο της απειλής για τα ελληνικά νησιά διέψευσε πολύ γρήγορα τις ελπίδες και έθεσε πολύ γρήγορα τέλος στο σύντομο διάλειμμα ηρεμίας.
Θα έχουμε, λοιπόν, ένα ακόμη καλοκαίρι έντασης στο Αιγαίο; Θα αυξηθούν οι προσφυγικές πιέσεις στον Εβρο και τα νησιά; Υπάρχει κίνδυνος θερμού επεισοδίου; Τα ερωτήματα είναι λογικά. Αλλά οι απαντήσεις είναι αδύνατον να δοθούν με βεβαιότητα, αφού τα ελληνοτουρκικά δεν προσεγγίζονται αυτοτελώς από την άλλη πλευρά, αλλά ετεροπροσδιορίζονται. Εντάσσονται στη μεγάλη διαπραγμάτευση με τη Δύση, η οποία με τη σειρά της ρυθμίζεται από μια στρατηγική προσωπικής, πολιτικής επιβίωσης. Υπάρχει ακόμη περιθώριο κάποιας συνεννόησης με τον προεκλογικό Ερντογάν; Μπορεί να συγκρατηθεί από ένα δίχτυ διεθνών πιέσεων και υπολογισμών η ροπή προς μια ριψοκίνδυνη περιπέτεια, που ίσως του φαινόταν εκλογικά επωφελής; Μπορούμε να ελπίζουμε ότι μπορεί κάποια στιγμή να πεισθεί ή να υποχρεωθεί να δοκιμάσει τον ρόλο του «ειρηνοποιού» αντί του ρόλου του «πολέμαρχου» στο προεκλογικό σανίδι;
Καμία βεβαιότητα. Προς το παρόν, είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε διαχείριση των (προεκλογικών) κινδύνων. Κι έπειτα να σκεφτούμε το μετεκλογικό μέλλον. Εάν ο Ερντογάν κερδίσει το στοίχημα της επιβίωσης στην εξουσία, θα χρειαστεί μια νέα στρατηγική που να καθιστά για εκείνον αναγκαία και αναπόφευκτη μια προσέγγιση με την Ελλάδα (όπως, για παράδειγμα, η οικονομική ανάγκη κάνει αναγκαία την προσέγγισή του με την Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα). Η οποία στρατηγική θα είναι ευκολότερα διαχειρίσιμη, αν η εποχή Ερντογάν τελειώσει και η σημερινή αντιπολίτευση έρθει, με κάποιο σχήμα, στην εξουσία, ως μια εξίσου, αν όχι περισσότερο (και πάντως αυθεντικότερα), εθνικιστική δύναμη, περισσότερο προβλέψιμη όμως. Κάτι σαν επιστροφή στην δεκαετία του ’90.
Latest News
Ευρωπαϊκές οικονομίες σε τροχιά αβεβαιότητας
Οι προειδοποιήσεις της ΕΚΤ αποκαλύπτουν τους λόγους της ανησυχίας για την κατάσταση των οικονομιών στις ευρωπαϊκές χώρες
Χωρίς τιμαριθμοποίηση
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση συνεχίζει να επιλέγει τον «αραμπά» του κοινωνικού αυτοματισμού
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Στις μέρες μας, το 2024 εδώ στην Ελλάδα, έχουν πάρει κεφάλι και πάλι οι απαισιόδοξοι και φοβούνται και τη σκιά τους
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Οι ίδιοι απαισιόδοξοι ανησυχούσαν πριν από τις εκλογές του 2019 για το δημόσιο χρέος και τις τράπεζες
Οι επιχειρήσεις στην εποχή των αναταράξεων
Οι περίοδοι της σταθερότητας και μιας υποτιθέμενης κανονικότητας θα γίνονται όλο και πιο σύντομες για τις επιχειρήσεις και τις οικονομίες
Το ελαιόλαδο ρίχνει τον πληθωρισμό
Σε όλες τις απότομες αλλαγές σε μια αγορά, έτσι και στο ελαιόλαδο υπάρχουν νικητές και ηττημένοι
Στην ασφάλεια των πλεονασμάτων
Το χθεσινό μήνυμα Χατζηδάκη αποτελεί μια ελάχιστη ανταπόδοση στους χτυπημένους από τη χρεοκοπία Έλληνες φορολογουμένους
Ευκαιρία εκσυγχρονισμού
Τα Κράτη-Μέλη της ΕΕ έχουν υποχρέωση μεταφοράς, έως 15 Νοεμβρίου 2024, στο εθνικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς
Εκτός κυβερνητικού ραντάρ…
Ο τομέας μπορεί να προοδεύει την τελευταία τριετία, αλλά η παραγωγικότητά του μειώνεται
Απαγορευτικά ενοίκια
Γενικά το κόστος στέγασης αποτελεί έναν από τα σημαντικότερα πάγια έξοδα για μια επιχείρηση