Κίνα: Πώς ο Σι Τζινπίνγκ βλάπτει την οικονομία της χώρας
Ο Σι φέρει μεγάλη ευθύνη για τα διπλά πλήγματα στην οικονομία - Οι ανελαστικές πολιτικές επισκιάζουν τον πραγματισμό - Ο ιδεολογικός ζήλος και η αιτία του δεύτερου πλήγματος - Οι κίνδυνοι του ολοκληρωτισμού
Τα τελευταία 20 χρόνια, η Κίνα ήταν η μεγαλύτερη και η πιο αξιόπιστη πηγή ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας. Την περίοδο εκείνη, η Κίνα συνέβαλε στο ένα τέταρτο της αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ και εμφάνισε ανάπτυξη σε 79 από τα 80 τρίμηνα. Για το μεγαλύτερο μέρος της περιόδου, μετά το θάνατο του Μάο, το Κομμουνιστικό Κόμμα υιοθέτησε μία περισσότερο πρακτική προσέγγιση, ώστε να κάνει τη χώρα πλουσιότερη, συνδυάζοντας τις μεταρρυθμίσεις της αγοράς με τον κρατικό έλεγχο. Σήμερα, ωστόσο, η οικονομία της Κίνας βρίσκεται σε κίνδυνο. Το πιο σημαντικό ζήτημα είναι η πολιτική Zero Covid που ακολουθεί, η οποία έχει προκαλέσει βουτιά στην ανάπτυξη και, ενδεχομένως, να κάνει την οικονομία να μπει σε έναν κύκλο κατά τον οποίο θα κλείνει και θα ανοίγει συνεχώς. Κάτι τέτοιο, όμως, επηρεάζει ακόμη ένα πρόβλημα: τον ιδεολογικό αγώνα του προέδρου Σι Τζινπίνγκ για την εκ νέου δημιουργία του κρατικού καπιταλισμού. Αν συνεχίσει να ακολουθεί την τακτική αυτή, η Κίνα θα αναπτύσσεται πιο αργά και θα είναι λιγότερο προβλέψιμη, με μεγάλες συνέπειες για αυτήν και τον κόσμο.
Μετά από σχεδόν δύο μήνες, το lockdown στη Σαγκάη ξεκίνησε να χαλαρώνει, ωστόσο η Κίνα δεν έχει καταφέρει, ακόμη, να αντιμετωπίσει τον κορωνοϊό, με τα κρούσματα στο Πεκίνο και την Τιαντζίν να αυξάνονται ξανά. Περισσότεροι από 200 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν υπό περιορισμούς και η οικονομία έχει κλονιστεί. Οι λιανικές πωλήσεις, τον Απρίλιο, μειώθηκαν κατά 11% σε σχέση με ένα χρόνο πριν και οι αγορές αυτοκινήτων, Cartier και KFC σημείωσαν, επίσης, σημαντική πτώση. Παρόλο που ορισμένοι εργαζόμενοι ζουν στα εργοστάσια, η βιομηχανική παραγωγή και ο όγκος των εξαγωγών έχουν, επίσης, μειωθεί. Το 2022, η Κίνα προσπαθεί να σημειώσει ταχύτερη ανάπτυξη από την Αμερική, για πρώτη φορά από το 1990, μετά τη σφαγή κοντά στην πλατεία Τιεν Αν Μέν. Για τον Σι το να θέτουμε χρονικά όρια είναι απαίσιο: μετά το 20ο συνέδριο του κόμματος, στα τέλη της φετινής χρονιάς, ο Σι θα προσπαθήσει να εξασφαλίσει την τρίτη θητεία του ως πρόεδρος, αποτελώντας, έτσι, την εξαίρεση στον κανόνα ότι οι ηγέτες παραμένουν στην εξουσία μόνο για δύο θητείες.
Ωστόσο, ο Σι φέρει μεγάλη ευθύνη για τα διπλά πλήγματα στην οικονομία. Το πρώτο πλήγμα σχετίζεται με τη Zero Covid πολιτική που ακολουθεί, η οποία έχει τεθεί εδώ και 28 μήνες σε ισχύ. Το κόμμα, ωστόσο, ανησυχεί ότι το άνοιγμα της οικονομίας θα οδηγήσει σε μία πραγματικότητα κατά την οποία θα υποτιμάται η απειλή του ιού, γεγονός που, με τη σειρά του, θα μπορούσε να προκαλέσει τον θάνατο εκατομμυρίων πολιτών. Αυτή η πεποίθηση ενδεχομένως να ισχύει, αλλά έχει κάνει την Κίνα να χάσει πολύτιμο χρόνο: 100 εκατομμύρια άνθρωποι άνω των 60 ετών δεν έχουν κάνει ακόμη την τρίτη δόση εμβολίου. Η Κίνα, ακόμη, δεν έχει προβεί στην εισαγωγή εμβολίων mrna από τη Δύση, τα οποία θεωρούνται αποτελεσματικά. Αντιθέτως, η τακτική που ακολουθεί η Κίνα ίσως να οδηγήσει στην υιοθέτηση της πολιτικής zero Covid και κατά το επόμενο έτος. Η Κίνα αποσύρθηκε από τη διοργάνωση του Ασιατικού Κυπέλλου, ποδοσφαιρικής διοργάνωσης, τον Ιούνιο του 2023. Γίνεται λόγος, ακόμη, για τη μόνιμη εγκατάσταση κέντρων όπου θα διενεργούνται τεστ ανίχνευσης κορωνοϊού. Δεδομένου του ότι η Όμικρον είναι εξαιρετικά μεταδοτική, το ενδεχόμενο νέων εξάρσεων κρουσμάτων και lockdown είναι αναπόφευκτο. Ωστόσο, καθώς η πολιτική zero Covid έχει ταυτιστεί με τον Σι, οποιουδήποτε είδους κριτικής εναντίον της μπορεί να θεωρηθεί σαμποτάζ.
Αυτός ο ίδιος ιδεολογικός ζήλος αποτελεί και την αιτία και του δεύτερου πλήγματος, μια σειρά οικονομικών πρωτοβουλιών που σχηματίζουν αυτό που ο Σι αποκαλεί «νέα έννοια ανάπτυξης», η οποία έχει ως στόχο να πραγματοποιήσει τις «μεγαλύτερες αλλαγές του τελευταίου αιώνα», όπως, επί παραδείγματι, οι τεταμένες σχέσεις ΗΠΑ και Κίνας. Οι στόχοι είναι ορθολογικοί: να αντιμετωπιστεί η ανισότητα, το μονοπώλιο και το χρέος και να διασφαλιστεί ότι η Κίνα θα κυριαρχήσει στον τομέα των νέων τεχνολογιών και θα «οχυρωθεί» έναντι των δυτικών κυρώσεων. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, ο Σι πιστεύει ότι το κόμμα πρέπει να αποκτήσει ηγετικό ρόλο, και, λόγω αυτού, η εφαρμογή αυτών των στόχων θα πρέπει να γίνεται με τρόπο αυστηρό. Πληθώρα προστίμων, νέων κανονισμών και οι προσπάθειες εξυγίανσης έχουν προκαλέσει τη στασιμότητα της δυναμικής βιομηχανίας της τεχνολογίας, η οποία συμβάλλει στο 8% του ΑΕΠ. Και ενδεχόμενη αυστηρή αλλά ατελής καταστολή στον τομέα των ακινήτων, ο οποίος συνεισφέρει σε περισσότερο από το ένα πέμπτο του ΑΕΠ, οδήγησε σε έλλειψη ρευστότητας – αιτία που οι πωλήσεις κατοικιών μειώθηκαν κατά 47%, τον Απρίλιο, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι ένα τεράστιο πρόγραμμα τόνωσης, που βρίσκεται σε εξέλιξη, θα την βοηθήσει να επιτύχει τον επίσημο στόχο ανάπτυξης του 5,5%, για το 2022, και να κατευνάσει τα πνεύματα εν όψει του συνεδρίου. Στις 19 Μαΐου, ο Λι Κετσιάνγκ, Πρωθυπουργός της Κίνας, προέτρεψε τους αξιωματούχους να «δράσουν αποφασιστικά», ώστε να αποκαταστήσουν την ανάπτυξη, ενώ, παράλληλα, η κεντρική τράπεζα μείωσε τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων. Το κόμμα προσπάθησε να καθησυχάσει τους τρομοκρατημένους μεγιστάνες στον τομέα της τεχνολογίας. Η επόμενη κίνηση είναι, πιθανότατα, ένα μεγάλο πρόγραμμα κυβερνητικών υποδομών που χρηματοδοτείται από ομόλογα.
Ωστόσο, η περισσότερη συσσώρευση χρέους δεν θα εξαλείψει την ανάγκη επιβολής δρακόντειων lockdown και δεν θα περιορίσει τους κινδύνους που προκύπτουν από το οικονομικό μοντέλο του Σι. Το εν λόγω μοντέλο αφορά την επέκταση του πεδίου δράσης του λιγότερο παραγωγικού μέρους της οικονομίας: του κυβερνητικού. Η βιομηχανική πολιτική της Κίνας σημείωσε τρομερές επιτυχίες, για παράδειγμα, με το να αποκτήσει δεσπόζουσα θέση σε παγκόσμιο επίπεδο σε ό,τι αφορά τις προηγμένες μπαταρίες. Ο Σι ελπίζει ότι η τεχνολογία και μια νέα ομάδα κρατικών επενδυτικών ταμείων θα καταστήσουν περισσότερο ευέλικτη τη λήψη αποφάσεων. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε όλες τις μέχρι τώρα θλιβερές αποτυχίες της κυβέρνησης, από τις βιομηχανίες που κατέρρευσαν οικονομικά μέχρι και τα μικροτσίπ.
Εν τω μεταξύ, δεν υπάρχουν, πλέον, κίνητρα για το πιο παραγωγικό τμήμα της οικονομίας, τον ιδιωτικό τομέα. Μπορείτε να το δείτε αυτό στις χρηματοπιστωτικές αγορές, στις οποίες σημειώθηκαν μεγάλες εκροές. Το κόστος του κεφαλαίου έχει αυξηθεί: οι κινεζικές μετοχές διαπραγματεύονται με έκπτωση 45% σε σχέση με τις αμερικανικές, σημειώνοντας, έτσι, μια διαφορά που αγγίζει επίπεδα ρεκόρ. Οι υπολογισμοί των επενδυτών και των επιχειρηματιών αλλάζουν. Ορισμένοι φοβούνται ότι τα οικονομικά οφέλη για οποιαδήποτε επιχείρηση θα επηρεαστούν αρνητικά από ένα κόμμα το οποίο είναι εξαιρετικά ύποπτο με τον ιδιωτικό πλούτο και την εξουσία. Οι επιχειρηματικοί καπιταλιστές έχουν στραφεί, πλέον, σε μεγαλύτερες επιδοτήσεις. Για πρώτη φορά, μετά από 40 χρόνια, δεν υπάρχει κάποιος τομέας στην οικονομία που να έχει υποβληθεί σε απελευθερωτικές μεταρρυθμίσεις. Χωρίς αυτές, όμως, η ανάπτυξη θα πληχθεί σημαντικά.
Η ιδεολογική οικονομία του Σι έχει σημαντικές επιπτώσεις και στον υπόλοιπο κόσμο. Αν και τα οικονομικά κίνητρα θα μπορούσαν να αυξήσουν τη ζήτηση, είναι πιθανό να υπάρξουν περισσότερα lockdown, τα οποία θα θέσουν σε κίνδυνο την παγκόσμια οικονομία, η οποία «φλερτάρει» με την ύφεση. Σε ό,τι αφορά τον τομέα των επιχειρήσεων, οι πολυεθνικές δεν θα ήταν εύκολο να αγνοήσουν την αγορά της Κίνας, δεδομένου του μεγέθους και της πολυπλοκότητάς της. Ωστόσο, θα γίνει προσπάθεια εξισορρόπησης των εφοδιαστικών αλυσίδων μακριά από την αγορά της Κίνας, όπως φέρεται να κάνει η Apple. Οι Κινέζοι ίσως καταφέρουν να κυριαρχήσουν σε ορισμένες βιομηχανίες, τη δεκαετία του 2030, ωστόσο η Δύση ενδέχεται να μετατραπεί σε έναν πιο επιφυλακτικό εισαγωγέα κινεζικών προϊόντων. Στη διπλωματία, ένας λιγότερο φιλόδοξος και ανεξάρτητος ιδιωτικός τομέας συνεπάγεται ότι η παρουσία της Κίνας στο εξωτερικό θα είναι περισσότερο κρατικά ελεγχόμενη.
Οι κίνδυνοι του ολοκληρωτισμού
Και πώς θα αλλάξει η ζωή μας, αν η Κίνα γίνει περισσότερο κλειστή; Παρόλο που οι πολίτες παραπονιούνται στο διαδίκτυο για τα lockdown και τις χαμένες θέσεις εργασίας, αυτό δεν θα προκαλέσει αναταραχές εντός της Κίνας, λόγω της επιτήρησης, της προπαγάνδας και της ευρείας υποστήριξης για τους στόχους του κόμματος. Κάποιοι τεχνοκράτες διαφωνούν με την «αριστερή στροφή της χώρας», ωστόσο στερούνται της δύναμης και του θάρρους που απαιτείται για να εναντιωθούν στην τάση αυτή. Και η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει αντίπαλος για τον Σι, ο οποίος είναι 68 ετών. Ωστόσο, εν όψει του συνεδρίου του κόμματος, στο οποίο ο Σι ενδέχεται να εξασφαλίσει την εξουσία του μέχρι τουλάχιστον το 2027, οι ανεπάρκειες του ολοκληρωτισμού, στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, θα καταστούν, πλέον, εμφανείς.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com
Η εταιρική Γερμανία πωλείται
Οι γερμανικές εταιρείες έχουν γίνει σχετικά μικρές και σχετικά φθηνές
Το νέο αφεντικό της Nike θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο να γίνει Big Sneaker
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το μερίδιο αγοράς της Nike έχει υποχωρήσει από 9,5% το 2014 σε 7,5% το 2023
Ο πληθωρισμός δεν έχει πεθάνει, απλώς αναπαύεται - Το déjà vu του '70
Σήμερα δεν είναι redux του 1973. Ωστόσο, υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες ομοιότητες
Αν είσαι τόσο χαρούμενος, γιατί αγοράζεις τόσο χρυσό;
Το ράλι που δεν θα σταματήσει
Ο διευθύνων σύμβουλος της Nestlé πρέπει να ιππεύσει δύο άλογα ταυτόχρονα
Ο τομέας του καφέ στο σπίτι και η φροντίδα των κατοικιδίων οδηγούν τις πωλήσεις για τη Nestlé
Ο Ντίμον ξαναγράφει τους νόμους της οικονομίας - Το χρυσό του άγγιγμα στη JP Morgan
Η τεχνολογία, οι κανονισμοί και η αδράνεια των πελατών έχουν αλλάξει τους κανόνες
Το βραβείο Νόμπελ επαναφέρει στο επίκεντρο την παγκόσμια ανισότητα
Οι νέοι νικητές του Νόμπελ παρείχαν πειστικές αποδείξεις για το γιατί εμφανίζονται και επιμένουν οι ανισότητες μεταξύ των εθνών
Γιατί η πτώση των τιμών στοιχειώνει την ΕΚΤ - Οι εκτιμήσεις Στουρνάρα
Η ασθενής ανάπτυξη και οι μειωμένες πιέσεις στις τιμές θα μπορούσαν να αναγκάσουν την ΕΚΤ να εξετάσει επιθετικές μειώσεων επιτοκίων