Οι πρώτοι κάτοικοι του Πειραιά ήταν Πελασγοί Κάρες, Λέλεγες, Φοίνικες, Κρήτες, Θράκες, αλλά κυρίως Μινύες, ίχνη των οποίων εντοπίζονται γύρω στα μέσα της 3ης π.Χ. χιλιετηρίδας.
Ο Πειραιάς ανακηρύχθηκε δήμος το 517 π.Χ. στη διοικητική μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, άρχισε όμως να ακμάζει μετά τη Μάχη του Μαραθώνα. Ο Θεμιστοκλής με τη διορατικότητά του επισήμανε ότι μόνο «τα ξύλινα τείχη», δηλαδή η συγκρότηση ενός σημαντικού ναυτικού στόλου, θα έσωζαν την Αθήνα από τις εχθρικές επιθέσεις, ενώ θα της επέτρεπαν να αναδειχθεί σε μεγάλη ναυτική δύναμη και το λιμάνι θα αποτελούσε το κέντρο του εμπορίου.
Τα πρώτα έργα δημιουργίας της πόλης και συγκρότησης του στόλου άρχισαν το 493 π.Χ. επί Θεμιστοκλή. Η εισβολή των Περσών, παρότι τελικά επικράτησαν οι Ελληνες στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., υπαγόρευσε την ανοικοδόμηση της πόλης μετά το 451 π.Χ. Ο Περικλής ανέθεσε στον Ιππόδαμο τον Μιλήσιο, περί το 460 π.Χ., την πολεοδομική μελέτη της πόλης, η οποία αποτέλεσε πρότυπο για όλες τις πόλεις της κλασικής εποχής, ενώ κοσμείται με λαμπρά ιδιωτικά και δημόσια κτίρια, την ώρα που στους ταρσανάδες της ναυπηγείται ένας σπουδαίος πολεμικός και εμπορικός στόλος. Η παράλληλη οικονομική της ανάπτυξη την αναδεικνύει ως το σπουδαιότερο λιμάνι της Μεσογείου αλλά και σπουδαίο εμπορικό κέντρο, καθοριστικός παράγοντας της ανάπτυξης της Αθήνας, αφού της προσφέρει ασφάλεια, εμπορική και οικονομική ευημερία καθώς και ναυτική υπεροχή χωρίς προηγούμενο.
Η ήττα της Αθήνας κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο το 404 π.Χ. προσδιόρισε και την τύχη του Πειραιά, ο οποίος άρχισε να παρακμάζει έως το 86 π.Χ., που με την εισβολή των Ρωμαίων καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τον Σίλα.
Η πόλη με τα τρία φυσικά λιμάνια, τον Κάνθαρο ή κεντρικό λιμάνι, το λιμάνι της Ζέας και το λιμάνι της Μουνιχίας, θα γνωρίσει την παρακμή για πολλούς αιώνες. Λόγω μάλιστα του μαρμάρινου λέοντος που βρισκόταν στον μυχό του λιμανιού θα αλλάξει και το όνομά του σε Porto Leone, Porto Draco και Ασλάν Λιμάνι. Οι διάφοροι ταξιδιώτες και περιηγητές που επισκέπτονταν κατά καιρούς τον Πειραιά τόνιζαν την ερημιά της περιοχής.
Η νεότερη ιστορία του Πειραιά αρχίζει να ξετυλίγεται μετά την απόφαση του ελληνικού κράτους για τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, γεγονός που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του λιμανιού. Ο Πειραιάς ήταν πρωτίστως το γειτονικό στην πρωτεύουσα λιμάνι, σε μια περίοδο – μακρά μάλιστα περίοδο – που οι χερσαίες μετακινήσεις, όταν δεν ήταν αδύνατες, ήταν εξαιρετικά δύσκολες και επικίνδυνες. Ο ασφαλέστερος λοιπόν τρόπος για να φθάσει κανείς στην πρωτεύουσα ήταν η θάλασσα, με αποτέλεσμα το λιμάνι του Πειραιά, που απείχε μόνο οκτώ χιλιόμετρα, να αναδειχθεί εκ των πραγμάτων ως συνδετικός κρίκος με την υπόλοιπη Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό.
Οι νέοι κάτοικοι έφτασαν απ’ όλη την ελεύθερη Ελλάδα, αλλά κυρίως από τις ανατολικές ακτές της Πελοποννήσου, την Υδρα, τις Σπέτσες, τον Πόρο, αλλά και περιοχές της τότε οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως η Χίος, οι Κυδωνίες, ακόμη και τα Επτάνησα. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν από τον συνοικισμό της πόλης ήταν πολλά: από τη μια το περίφημο λιμάνι της αρχαιότητας, λόγω των προσχώσεων του Κηφισού, σε πολλά σημεία δεν είναι διαπλεύσιμο, από την άλλη ο καθορισμός των ιδιοκτησιών αποδεικνύεται γολγοθάς, ενώ η έλλειψη οποιασδήποτε υποδομής κάνει τη διαβίωση εξαιρετικά δύσκολη.
Ξένοι επισκέπτες, αξιωματούχοι ή κυρίες της τιμής που φθάνουν περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα τόσο το λιμάνι όσο και το άλλο ταξίδι από τον Πειραιά στην Αθήνα μέσω της οδού Αθηνών – Πειραιώς: ψωραλέα άλογα, ξεχαρβαλωμένοι αραμπάδες, σκόνη και μύγες μετατρέπουν τη διαδρομή από το λιμάνι στην πρωτεύουσα σε κόλαση.
Και ενώ μέσα στην καθημερινότητα των αρχών του 19ου αιώνα όλα φαίνονται να μένουν ίδια, εν τούτοις όλα αλλάζουν. Πριν εκπνεύσει η δεκαετία του 1830, το 1836 χτίζεται το πρώτο σχολείο αρρένων, το «αλληλοδιδακτικό» και έναν χρόνο αργότερα το «Παρθενικό Σχολείο», ενώ συγχρόνως εγκαθίσταται στην πόλη η Σχολή Ευελπίδων που θα παραμείνει έως τα τέλη του αιώνα.
Το πρώτο όμως σημάδι που φανερώνει ότι κάτι πραγματικά αρχίζει να αλλάζει στην ιστορία της πόλης, αλλά και της Ελλάδας, είναι η λειτουργία του μεταξουργείου του Λουκά Ράλλη, που υπήρξε το πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο στην Ελλάδα (1846), ενώ ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα, το 1855, θα εκλεγεί δήμαρχος της πόλης.
Τα πρωτοπόρα βήματα του Λουκά Ράλλη θα ακολουθήσουν και άλλοι που θα αναδείξουν τον Πειραιά σε κέντρο του εμπορίου και της ναυτιλίας, αλλά κυρίως στην πρώτη βιομηχανική πόλη της χώρας Τα παραδείγματα αφθονούν. Ο Βασιλειάδης, που ίδρυσε το ομώνυμο μηχανουργείο το 1860, θα περάσει μέσα από συμπληγάδες πριν αναδειχθεί ένας από τους σημαντικότερους βιομηχάνους. Ανάλογο και το παράδειγμα των αδελφών Ρετσίνα με την κλωστοϋφαντουργία τους. Τα ντρίλια του Ρετσίνα, πρόγονος του σημερινού μπλουτζίν, θα αποδειχθούν σε βάθος χρόνου ένα εξαιρετικής ποιότητας ανθεκτικό ύφασμα με χαμηλή τιμή. Ειδικό μάλιστα για βαριές χρήσεις, όπως αυτές των εργατών των εργοστασίων και των καραγωγέων.
Από τα πρώτα της κιόλας βήματα, η πόλη παράλληλα με την οικονομική της ανάπτυξη – γιατί τι άλλο μπορεί να σημαίνει όλη αυτή η βιομηχανική της δραστηριότητα – δείχνει ιδιαίτερη φροντίδα για την πνευματική της ζωή. Την έκδοση του πρώτου περιοδικού στην ιστορία της πόλης, του «Παιδαγωγού», πολύ πρώιμα, το 1839, θα ακολουθήσει με καθυστέρηση έστω και δέκα χρόνων η έκδοση της πρώτης εφημερίδας του Παντολέοντα Καμπούρογλου «Ο Ερμής του Πειραιώς».
Η φύση της πόλης άλλωστε αλλά και η σύνθεση του πληθυσμού, αποτέλεσμα βέβαια και της αγγλογαλλικής κατοχής του Πειραιά (1854-1857), θα οδηγήσουν πολύ γρήγορα και στην εμφάνιση του πρώτου «ξένου σχολείου» ή καλύτερα του πρώτου καθολικού σχολείου της πόλης, της Ελληνογαλλικής Σχολής Καλογραιών «Jeanne d’ Arc». Γύρω στα 1870 η πόλη πια αριθμεί περίπου 11.000 κατοίκους, τόσους όσους προέβλεπε το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης, των Κλεάνθη και Σάουμπερτ. Το μικρό χωριό των 300 κατοίκων του 1835 έχει γίνει η πιο σημαντική ελληνική πόλη μετά την πρωτεύουσα. Και έχει αδιάψευστους μάρτυρες τη σιδηροδρομική γραμμή που τη συνδέει με την πρωτεύουσα, το λαμπρό κτίριο του Χρηματιστηρίου, το περίφημο Ρολόι (1875), το πρώτο νοσοκομείο της πόλης, το Τζάνειο (1875), αλλά και τα δύο ορφανοτροφεία, το Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων και το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο Θηλέων.
Είναι η στιγμή που το σύνολο των ελλήνων ιστορικών που ασχολήθηκαν τόσο με την ιστορία του Πειραιά όσο και με την ιστορία της εκβιομηχάνισης τοποθετούν την περίφημη «απογείωση της βιομηχανίας».
Η «ασήμαντη τοποθεσία», όπως περιέγραφε ο Depping τον Πειραιά το 1823, εξέπληξε και απέσπασε τον θαυμασμό του Γιάννη Ψυχάρη το 1888: «Κατέβηκα στον Περαία κι απορούσα μ’ όσα βλέπανε τα μάτια μου. Τι ακάματος λαός! Τι ενέργεια που την έχει! Με τι πόθο πιάνει δουλειά! Είναι, δεν είναι πενήντα χρόνια, μόλις ύπαρχε η Αθήνα. Κοντεύουνε τριάντα χρόνια που πήγα πρώτη φορά παιδί στον Περαία, και μόλις ύπαρχε ο Περαίας. Σήμερα βλέπεις παντού δρόμους, μαγαζιά, μηχανές, φάμπρικες, βιομηχανία, κίνηση και εμπόριο. Οι φάμπρικες αφτές πόσο μου αρέσουνε! [….] Τραβάτε, παιδιά, ίσια στον Περαία, να μάθετε τη γλώσσα».
Την ίδια περίοδο, ο σπουδαίος έλληνας θαλασσογράφος Κωνσταντίνος Βολανάκης, αδελφός του Αθανασίου Βολονάκη, ενός από τους πρώτους ιδιοκτήτες νηματουργείου στον Πειραιά, αποφασίζει να εγκατασταθεί στον Πειραιά. Οταν το 1883 το ανακοίνωσε στον φίλο του Νικόλαο Γύζη, εκείνος θα αντιδράσει στην απόφασή του λέγοντας: «Θα πας εις ένα τόπον όπου οι πίνακες ζωγραφικής πωλούνται εις τον Τινάνειο Κήπο;».
Στο ξεκίνημα του 20ού αιώνα ο Πειραιάς ήταν ήδη το σημαντικότερο βιομηχανικό κέντρο της χώρας και το πρώτο λιμάνι της. Αν εκεί δεν είχαν περάσει παρά 65 χρόνια από την ίδρυσή του – σχεδόν από το μηδέν – στα 1833, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα γνώρισε μεγάλη δημογραφική, οικονομική και οικιστική ανάπτυξη, αφού ήδη στις αρχές του 20ού αιώνα η πόλη αριθμούσε 75.000 κατοίκους.
Την ανάλαφρη περίοδο της Belle Epoque – που βρήκε την καλύτερη έκφρασή της στη δημιουργία και την ανάπτυξη του Νέου Φαλήρου – διαδέχθηκε, τη δεκαετία του 1920, η έλευση των μικρασιατών προσφύγων. Οι βιομηχανίες γέμισαν με νέα εργατικά χέρια – ειδικευμένα και φθηνά – και ο πληθυσμός της πόλης διπλασιάστηκε. Ο ρόλος των προσφύγων στην ανάπτυξη του Πειραιά υπήρξε καθοριστικός, όχι μόνο γιατί αύξησε θεαματικά τον πληθυσμό της πόλης από 133.482 το 1920 σε 251.659 το 1928, αλλά και γιατί διαμόρφωσε τη φυσιογνωμία του.
Το Κραχ του 1929 αποτυπώθηκε στην ελληνική οικονομία και με την τροχοπέδηση στην εξέλιξη της πειραϊκής οικονομίας. Οι συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν ιδιαίτερα καταστροφικές για την πόλη, που βομβαρδίστηκε κατ’ επανάληψη από τα γερμανικά και μία φορά, λίγο πριν από το τέλος του πολέμου, από τα συμμαχικά αεροπλάνα. Ο ιδιαίτερα σφοδρός βομβαρδισμός της 11.1.1944 από την αγγλο-αμερικανική αεροπορία διέλυσε τον κοινωνικό και οικιστικό ιστό του Πειραιά προκαλώντας τεράστιες ζημιές στη βιομηχανική του υποδομή. Η αποδυνάμωση του πληθυσμού με τη μετακίνηση πολλών Πειραιωτών στην Αθήνα εξαιτίας του βομβαρδισμού και ο Εμφύλιος που ακολούθησε επέτειναν το πρόβλημα.
Η πόλη άρχισε ουσιαστικά να βρίσκει τον ρυθμό της στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με όλα τα προβλήματα της ανασυγκρότησης και της αστυφιλίας, από τα οποία υπέφεραν όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τις αρχές του ’70 η πόλη έχασε πολλά από τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας, της ταυτότητας και της κοινωνικής της συνοχής.
Σήμερα ο Πειραιάς είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος δήμος της χώρας με πληθυσμό 163.688 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Εξακολουθεί να είναι το μεγαλύτερο και σημαντικότερο λιμάνι της Ελλάδας, με τη μεγαλύτερη κίνηση στην Ευρώπη, εξυπηρετώντας 20 εκατομμύρια επιβάτες τον χρόνο. Παράλληλα είναι το τρίτο λιμάνι στην παγκόσμια κατάταξη αφού οι υποδομές του επιτρέπουν τη διακίνηση 1,4 εκατομμυρίων εμπορευματοκιβωτίων τον χρόνο. Εν τούτοις, ο Πειραιάς στις αρχές του 21ου αιώνα καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από σοβαρά προβλήματα – αναφέρουμε ενδεικτικά την ανεργία, την αποβιομηχάνιση – που θα μπορούσαν, με σημαντικές παρεμβάσεις, να του επιτρέψουν να ανακτήσει την παλιά του αίγλη, το ανθρώπινό του πρόσωπο και την οικονομική θέση που του ανήκει ως του σημαντικότερου εμποροναυτιλιακού κέντρου της Ανατολικής Μεσογείου.
Η κυρία Ευαγγελία Μπαφούνη είναι ιστορικός, διευθύντρια Πολιτισμού Δήμου Πειραιά
Latest News
Η Ελλάδα και η μεγάλη ευκαιρία της Νέας Εποχής του Υδρογόνου
H Ελλάδα μπορεί και πρέπει να αδράξει τη μοναδική ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει στον αναδυόμενο τομέα του υδρογόνου
Ευρωπαϊκές οικονομίες σε τροχιά αβεβαιότητας
Οι προειδοποιήσεις της ΕΚΤ αποκαλύπτουν τους λόγους της ανησυχίας για την κατάσταση των οικονομιών στις ευρωπαϊκές χώρες
Χωρίς τιμαριθμοποίηση
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση συνεχίζει να επιλέγει τον «αραμπά» του κοινωνικού αυτοματισμού
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Στις μέρες μας, το 2024 εδώ στην Ελλάδα, έχουν πάρει κεφάλι και πάλι οι απαισιόδοξοι και φοβούνται και τη σκιά τους
Η δημογραφική εικόνα της Θεσσαλίας
Η Θεσσαλία δεν βρίσκεται στην πλέον δυσμενή δημογραφικά θέση συγκρινόμενη με τις λοιπές ελληνικές Περιφέρειες
Ο παράδεισος των θεσμών και η επί γης Ελλάδα
Και μια λέξη: γιατί;
Oι πολιτικές εξελίξεις επιβάρυναν το ταμπλό του Χρηματιστηρίου Αθηνών
Πώς αντέδρασε το Χρηματιστήριο Αθηνών στις πολιτικές εξελίξεις - Οι επενδυτές καλούνται να επιστρατεύσουν την υπομονή τους
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Οι ίδιοι απαισιόδοξοι ανησυχούσαν πριν από τις εκλογές του 2019 για το δημόσιο χρέος και τις τράπεζες
Αποζημίωση δανειολήπτη με αναπηρία εξαιτίας καταχρηστικής πρακτικής
Η δικαστική απόφαση που αποτελεί σημαντικό νομικό προηγούμενο στην προστασία των δικαιωμάτων δανειοληπτών και ασθενών
Οι επιχειρήσεις στην εποχή των αναταράξεων
Οι περίοδοι της σταθερότητας και μιας υποτιθέμενης κανονικότητας θα γίνονται όλο και πιο σύντομες για τις επιχειρήσεις και τις οικονομίες