Η επικείμενη σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ, που πραγματοποιείται αύριο και μεθαύριο στη Μαδρίτη, είναι «η πιο σημαντική των τελευταίων γενεών», σύμφωνα με τον Economist. Με την εκτίμηση αυτή δε μοιάζουν να συμφωνούν πολλοί, καθώς πρόκειται για την πρώτη συνάντηση των ηγετών της Συμμαχίας μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία έχει αλλάξει άρδην τα δεδομένα για την Ευρώπη.
Όπως θυμίζει, άλλωστε, το βρετανικό περιοδικό, το 2010 το ΝΑΤΟ σημείωνε πως «σήμερα, στον ευρωατλαντικό χώρο επικρατεί ειρήνη και η απειλή μιας συμβατικής επίθεσης κατά του νατοϊκού εδάφους είναι μικρή». Παράλληλα δε, τασσόταν υπέρ μιας «πραγματικής στρατηγικής εταιρικής σχέσης ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία».
Πλέον, όλα αυτά μοιάζουν πολύ μακρινά και ξένα με την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και ο Γενς Στόλτενμπεργκ, μιλώντας στους Financial Times, προανήγγειλε ότι οι ηγέτες των 30 κρατών-μελών θα εγκρίνουν ένα νέο «στρατηγικό δόγμα», στο οποίο η Ρωσία θα χαρακτηρίζεται ως «η πιο ευθεία και άμεση απειλή για την ασφάλειά μας».
Ωστόσο, αν και οι συμμετέχοντες δεν αναμένεται να διαφωνήσουν στις διατυπώσεις, οι αποκλίσεις για το τι σημαίνουν αυτές στο «δια ταύτα» εξακολουθούν να υπάρχουν, τουλάχιστον σε ορισμένα από τα μέτωπα που θα κυριαρχήσουν στις συζητήσεις.
Η «θωράκιση» της ανατολικής πτέρυγας
Όσον αφορά στη θωράκιση της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, που ξεκινά από τη Βαλτική και καταλήγει στα Βαλκάνια, η αλήθεια είναι πως υπάρχει αρχική συμφωνία για ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων της Συμμαχίας. Η αιτία είναι πως η απειλή μιας ρωσικής εισβολής αποτιμάται ως σημαντική, ενώ το ισχύον δόγμα της «αποτροπής» μοιάζει να μην είναι επαρκές, τουλάχιστον με βάση ορισμένες εκτιμήσεις.
Ενδεικτικά, όπως έχει πει η πρωθυπουργός της Εσθονίας, στην περίπτωση μιας επίθεσης εκ μέρους της Ρωσίας οι τρεις χώρες της Βαλτικής «θα σβηστούν από τον χάρτη» προτού οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ περάσουν στην αντεπίθεση για να τις απελευθερώσουν, μετά από 180 ημέρες. «Δεν θα έχουμε στη διάθεσή μας 60 ημέρες για να στείλουμε τα τεθωρακισμένα μας στην Εσθονία, γιατί μέχρι τότε δεν θα υπάρχει Εσθονία», είχε δηλώσει πρόσφατα στους FT και ο υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου, Μπεν Γουάλας.
Σε αυτό το φόντο, οι τρεις της Βαλτικής ζητούν την αναβάθμιση των νατοϊκών δυνάμεων που σταθμεύουν στο έδαφός τους σε επίπεδο ταξιαρχίας (από τάγμα που είναι σήμερα), με παράλληλη ενίσχυση των μέσων που έχουν στη διάθεσή τους. Κάτι που αναμένεται να γίνει δεκτό, έστω κι αν αυτό δεν συνεπάγεται αυτομάτως την αύξηση των μονίμως ανεπτυγμένων στρατιωτών σε αυτές τις χώρες, αλλά την αύξηση των εφεδρειών σε ετοιμότητα.
Επίσης, ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής της Συμμαχίας στην Ευρώπη, ο Αμερικανός SACEUR, θα έχει μελλοντικά στη διάθεσή του σαφώς μεγαλύτερες δυνάμεις – περίπου επταπλάσιες σε σύγκριση με τις 40.000 που απαρτίζουν σήμερα τη δύναμη ταχείας αντίδρασης, το ένα τέταρτο των οποίων είναι θεωρητικά σε θέση να αναπτυχθούν σε θέσεις μάχης μέσα σε οκτώ ημέρες. Παράλληλα, θα γνωρίζει ανά πάσα στιγμή πόσα αεροσκάφη και πλοία είναι σε θέση να διαθέσει άμεσα κάθε κράτος-μέλος σε περίπτωση κρίσης.
Η Τουρκία και το βέτο στη διεύρυνση
Το δεύτερο σημαντικό μέτωπο, στο οποίο τα προβλήματα είναι σαφώς περισσότερα, έχει να κάνει με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με δύο ουδέτερες ως σήμερα χώρες, τη Φινλανδία και τη Σουηδία. Όπως είναι γνωστό, αν και οι 29 από τους 30 έχουν πει το αρχικό «ναι», το βέτο που συνεχίζει να προβάλει η Τουρκία μέχρις ότου ικανοποιηθούν οι όροι της καθιστά τα παραπέρα βήματα αβέβαια.
Είναι γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις που έχουν διεξαχθεί μέχρι στιγμής δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία ότι θα βγει «λευκός καπνός». Όλα δείχνουν ωστόσο ότι στη Μαδρίτη, θα ενταθούν οι προσπάθειες προκειμένου η Άγκυρα να μεταβάλλει τη στάση της – κάτι που, προφανώς, θα έδινε στη σύνοδο θριαμβευτικούς τόνους.
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται, προφανώς, η συνάντηση που θα έχει ο Τζο Μπάιντεν με τον Ταγίπ Ερντογάν – εκεί όπου ο Τούρκος πρόεδρος θα θέσει στον Αμερικανό ομόλογό του το σύνολο των απαιτήσεών του. Ο Ερντογάν θα βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο και με τους ηγέτες των δύο σκανδιναβικών χωρών, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να συζητήσουν μαζί του έστω κι αν μάλλον δεν θα ήθελαν να τον δουν μπροστά τους.
Θα μπει στο στόχαστρο η Κίνα;
Στη σύνοδο της Μαδρίτης θα… παρεισφρήσει, τέλος, και η Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες παρουσιάζουν περίπου ως τετελεσμένο γεγονός τη συγκρότηση ενός στρατηγικού άξονα ανάμεσα στην ανερχόμενη υπερδύναμη και τη Ρωσία και, για τον λόγο αυτό, θα πιέσουν τους εταίρους τους να υιοθετήσουν πιο επιθετική στάση απέναντι στο Πεκίνο.
Στο πλευρό τους θα έχουν και ισχυρούς συμμάχους, που είναι και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι: Τους ηγέτες της Ιαπωνίας, της Αυστραλίας, της Νέας Ζηλανδίας και της Νοτίου Κορέας, οι οποίοι έχουν προσκληθεί επισήμως να παρακολουθήσουν τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ.
Από την πλευρά τους, οι Ευρωπαίοι – κυρίως Βερολίνο και Παρίσι – συνεχίζουν να είναι επιφυλακτικοί. Έχουν μάλιστα διαμηνύσει πως δεν επιθυμούν, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, να έρθουν σε πλήρη ρήξη με την Κίνα, η οποία αντιπροσωπεύει άλλωστε γι’ αυτούς πολύ μεγαλύτερο οικονομικό ειδικό βάρος σε σύγκριση με τη Ρωσία.
Η Ευρώπη σε μειονεκτική θέση
Αυτό, ωστόσο, δεν λέει πολλά από μόνο του. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι είχαν ενστάσεις και για τις κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας και για τη διάρρηξη των δεσμών τους μαζί της, όμως τελικώς υπέκυψαν στην καταιγιστική τροπή που έλαβαν οι εξελίξεις στην Ουκρανία, δίνοντας στις ΗΠΑ το πάνω χέρι. Για να μην θυμηθούμε τις δηλώσεις του Εμανουέλ Μακρόν περί «εγκεφαλικά νεκρού ΝΑΤΟ», τις οποίες ο πρόεδρος της Γαλλίας μάλλον έχει μετανιώσει που έκανε…
Η ουσία είναι ότι – όπως εύστοχα σημειώνει και ο πρώην αντικαγκελάριος και υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, Γιόσκα Φίσερ σε άρθρο του στο Project Syndicate – καθώς το κέντρο βάρους των εξελίξεων μετατοπίζεται από την οικονομία στη γεωπολιτική και οι διαφορές λύνονται ολοένα πιο συχνά όχι με συμφωνίες αλλά δια της βίας, η Ευρώπη βρίσκεται σε μειονεκτική θέση. Μέχρι, βεβαίως, να αλλάξει… χαρακτήρα και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα – είτε ως πρωταγωνιστής είτε ως κομπάρσος, με ό,τι αυτές οι δύο εκδοχές συνεπάγονται.
Latest News
Ρευστό τοπίο
Ποιο παράγοντες κάνουν ρευστό το πολιτικό τοπίο;