Η σκηνή που διαδραματίστηκε ανάμεσα στους προέδρους της Γαλλίας και των ΗΠΑ στους κήπους του Πύργου Έλμαου, στις βαυαρικές Άλπεις, έκανε τον γύρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αποκάλυψε δε το πόσο έντονα απασχόλησε τους ηγέτες της G7 το θέμα των τιμών στην ενέργεια, που πυροδοτούν την έκρηξη του πληθωρισμού.

Ο Εμανουέλ Μακρόν, συγκεκριμένα, εμφανίστηκε στο σχετικό βίντεο να σπεύδει φουριόζος προς την πλευρά του Τζο Μπάιντεν, διακόπτοντάς τον από τη – μάλλον χαλαρή – συζήτηση που είχε εκείνη τη στιγμή, για να του ανακοινώσει κάτι που ο ίδιος θεώρησε σημαντικό: Την επικοινωνία του με τον πρόεδρο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ο οποίος του είχε πει μόλις ότι ενώ η δική του χώρα έχει ήδη φτάσει στο ανώτατο όριο παραγωγής πετρελαίου, η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε σχετικά εύκολα να προσθέσει μια μικρή επιπλέον ποσότητα στις διεθνείς αγορές.

Έτσι θα πέσουν οι τιμές

Τι θα μπορούσε, άραγε, να σημαίνει αυτό και γιατί έπρεπε να ενημερωθεί επειγόντως ο Μπάιντεν; Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στην πρόταση που κατέθεσε ο πρόεδρος της Γαλλίας κατά τη διάρκεια των εργασιών της συνόδου και έπεσε κυριολεκτικά σαν «βόμβα»: Να επιβληθεί πλαφόν όχι μόνο στις τιμές του ρωσικού αργού, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο (το οποίο το Παρίσι στηρίζει), αλλά συνολικά στο πετρέλαιο που παράγεται και πωλείται σε όλο τον κόσμο. Με στόχο, όπως ανέφερε ο Μακρόν στις συζητήσεις που ακολούθησαν «εντός των τειχών», να ελεγχθούν οι πληθωριστικές πιέσεις και να εκτονωθούν οι κοινωνικές αντιδράσεις, οι οποίες έχουν αρχίσει να πολλαπλασιάζονται (και ειδικά στον ίδιο, του κόστισαν ακριβά στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές).

«Η Γαλλία θεωρεί ότι έχει ζωτική σημασία η διεθνής κοινότητα, παραγωγοί και καταναλωτές (πετρελαίου), να δράσουν προκειμένου να διασφαλίσουν ότι στην αγορά θα υπάρχουν οι αναγκαίες ποσότητες, έτσι ώστε να χαλαρώσουν οι εντάσεις και να μειωθούν οι τιμές», δήλωσε στο Politico αξιωματούχος του Μεγάρου των Ηλυσίων.

Ψυχρή υποδοχή

Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, ωστόσο, η παραπάνω πρόταση οδήγησε και στη μη λήψη απόφασης ούτε για το πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο, μέσω του οποίου τα κράτη-μέλη της G7 θα προσπαθούσαν να μειώσουν περαιτέρω τα έσοδα της Μόσχας και να καταφέρουν ένα ακόμη οικονομικό πλήγμα στον Βλαντιμίρ Πούτιν. Κι αυτό διότι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες δήλωσαν αδυναμία να τοποθετηθούν επί της γαλλικής πρότασης ή εμφανίστηκαν απρόθυμοι να την υιοθετήσουν, έστω και επί της αρχής.

Το τελευταίο ισχύει πρωτίστως για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες είναι σήμερα ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου παγκοσμίως, έχοντας ξεπεράσει τόσο τη Σαουδική Αραβία όσο και τη Ρωσία, η οποία μάλιστα έχει αναγκαστεί να μειώσει την παραγωγή της εξαιτίας των κυρώσεων που της έχουν επιβληθεί. Άλλωστε, ακόμη και στη θεωρητική περίπτωση που ο Μπάιντεν συμφωνούσε με τον Μακρόν, θα συναντούσε τη σφοδρή αντίδραση τόσο του Κογκρέσου – η πλειοψηφία του οποίου θα τον κατηγορούσε για παραβίαση των κανόνων της ελεύθερης αγοράς – όσο και από το πανίσχυρο λόμπι των πετρελαϊκών εταιρειών.

Το γαλλικό σχέδιο «θα αποτύχει», πρόβλεψε κατηγορηματικά ο Άνταμ Πόσεν, πρόεδρος του Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Peterson. «Δεν μπορώ να δω πώς κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει, επειδή θα αποτελούσε μια κίνηση προς την κατεύθυνση της σύγκρουσης, στην οποία οι παραγωγοί ενδεχομένως θα αντιδρούσαν μειώνοντας την παραγωγή», σχολίασε από την πλευρά του ο Σιμόνε Ταγκλιαπιέτρα, αναλυτής για ζητήματα ενέργειας στο Ινστιτούτο Bruegel.

Κι όμως, έχει ξαναγίνει

Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι τέτοιες κινήσεις παρέμβασης στην αγορά πετρελαίου δεν είναι πρωτόγνωρες. Για του λόγου το αληθές, είχαν γίνει και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, στον απόηχο της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης, με σκοπό να ελεγχθούν οι τιμές – ενώ ανάμεσα στους τότε πρωταγωνιστές ήταν και ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού του Καναδά, που κατείχε τότε την ίδια θέση, Πιερ Τριντό.

Τα στοιχεία της Διεθνούς Υπηρεσίες Ενέργειας (ΙΕΑ) φαίνεται πως επίσης ενισχύουν την άποψη του Μακρόν. Αναδεικνύοντας, παράλληλα, ότι η αλματώδης αύξηση των τιμών δεν οφείλεται αποκλειστικά στον πόλεμο στην Ουκρανία και τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, αλλά σε μηχανισμούς χειραγώγησης της παραγωγής και των αγορών.

Τα στοιχεία στηρίζουν Μακρόν

Πράγματι, παρά τη μείωση της παραγωγής ρωσικού πετρελαίου, η συνολική προσφορά στην αγορά έφτασε για τον Μάιο τα 98,1 εκατ. βαρέλια ημερησίως, ποσότητα που είναι κάπως μικρότερη σε σύγκριση με τη ζήτηση που υπάρχει – η οποία, όπως προβλέπει η ΙΕΑ, θα αυξηθεί φέτος κατά 1,8 εκατ. βαρέλια και θα φτάσει στα 99,4 εκατ. ημερησίως ως το τέλος του έτους.

«Σταδιακά, οι σταθερά αυξανόμενες ποσότητες από τη Μέση Ανατολή και τον OPEC+ και τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση στην άνοδο της ζήτησης, αναμένεται να καλύψουν το οξύ πρόβλημα προσφοράς που παρατηρείται», εκτιμά η ΙΕΑ στην τελευταία της έκθεση.

Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα δικά της στοιχεία, το περιθώριο που έχουν τα κράτη-μέλη της OPEC+ για να αυξήσουν την παραγωγή τους ανέρχεται σε 6,93 εκατ. βαρέλια ημερησίως – με τα 3 εκατ. από αυτά να αναλογούν στη Σ. Αραβία και τα ΗΑΕ. Κάτι που σημαίνει πως εάν ήθελαν αυτές οι χώρες, από κοινού με τις ΗΠΑ, θα μπορούσαν – μαζί με σειρά άλλων παρεμβάσεων – να εκτονώσουν την πίεση στις αγορές και να οδηγήσουν τις τιμές σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα.

Δυστυχώς, όμως, ο Μπάιντεν δεν φάνηκε να είναι θετικός απέναντι στην πρόταση Μακρόν κατά τη διάρκεια της G7. Παραμένει δε αβέβαιο εάν και κατά πόσο θα κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση κατά την επίσκεψή του στη Σ. Αραβία στα μέσα Ιουλίου. Κι αυτό προκαλεί μεγάλα και εύλογα ερωτήματα…

Ακολουθήστε τον ot.grστο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, στον ot.gr

Latest News

Πρόσφατα Άρθρα Διεθνή
ΙΚΕΑ: Αποζημιώνει θύματα καταναγκαστικής εργασίας
Διεθνή |

Η IKEA αποζημιώνει θύματα καταναγκαστικής εργασίας

Η ΙΚΕΑ ανακοίνωσε πως σκοπεύει να συνεισφέρει έξι εκατομμύρια ευρώ στις οικονομικές αποζημιώσεις πρώην κρατουμένων στις φυλακές της Ανατολικής Γερμανίας που συμμετείχαν σε καταναγκαστική εργασία προς όφελος εταιρειών της Δύσης. Η σουηδική εταιρεία πρόκειται να εκπληρώσει έτσι μία υπόσχεση που είχε δώσει ήδη από το 2012, όταν είχε δημοσιευθεί η πρώτη σχετική έκθεση. Σύμφωνα με αυτήν […]