Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Από τις εκλογές του Ιουλίου του 2019, σαν να μην πέρασε μια μέρα, παρατηρώντας τους αριθμητικούς συσχετισμούς μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, όπως εκείνη η κρίσιμη κάλπη τους κατέγραψε.
Η εγκατεστημένη στο κοινωνικό σώμα βούληση απομάκρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία έκρινε τότε τις εκλογές. Αυτή η βούληση ήταν το προϊόν περισσότερο της δημόσιας στάσης αυτού του κόμματος, που εκφράστηκε διά του βίαιου λόγου, παρά των συγκεκριμένων πολιτικών του, πολλές από τις οποίες είχαν στέρεη βάση, όπως η Συμφωνία των Πρεσπών, για παράδειγμα.
Τρία χρόνια μετά, έχουν πολλά μεσολαβήσει. Γεγονότα πρωτόγνωρα για τον σύγχρονο Ελληνα, που έφεραν πολλές αλλαγές και έθεσαν, εξωτερικά τουλάχιστον, την ανάγκη μιας νέας συνολικής ματιάς στη συλλογική λειτουργία και τις νέες απαιτήσεις, που ήδη με τρόπο καθαρό έχει αναδείξει η νέα εσωτερική και παγκόσμια συνθήκη.
Στη διαδρομή η Κυβέρνηση στάθηκε με διαχειριστική επάρκεια. Με κριτήρια ορθολογικά, με μεθόδους σχετικά αποτελεσματικές, με μια χρήση και διάθεση των πόρων λελογισμένη, πέτυχε μια αποδοχή ως προς αυτό και μια διατήρηση της πολιτικής της απήχησης, σαν ανέγγιχτη από τον χρόνο και τη φθορά του.
Αυτή είναι η εξωτερική εικόνα. Η πολιτική αδυναμία των κομμάτων της Αντιπολίτευσης να αμφισβητήσουν αυτή την εικόνα επιμελώς τη συντηρεί. Το κύριο ενδιαφέρον αυτής της κατάστασης εντοπίζεται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ενα κόμμα μεγάλο, με εκλογική δύναμη, ξεδιπλώνει, τρία χρόνια τώρα, την πολιτική αναποτελεσματικότητά του. Είναι αυτός ο κύριος παράγοντας που οι συσχετισμοί του Ιουλίου του 2019 παραμένουν σταθεροί, χωρίς κάτι σοβαρό να απειλεί αυτή την ισορροπία. Εκλογικά, σαν να μην πέρασε μια μέρα.
Τρία χρόνια μετά, το γεγονός αυτό θα καθορίσει και την επόμενη αναμέτρηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα διδάσκει πάντα τη δύναμη του αρνητικού. Θα την καρπούται στην κάλπη η κυβερνητική παράταξη. Δεν είναι καθόλου παράδοξο να πούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θριάμβευσε το 2015 ως μια «άγνωστη» πολιτική δύναμη. Σήμερα ο γνωστός πια ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ανακάμψει. Κέρδισε ο άγνωστος, θα υστερεί πάντα ο γνωστός.
Ετσι στις εκλογές που έρχονται, πολύ εύκολα η κυβερνητική πλευρά μπορεί να οργανώσει μια σκηνοθεσία της σύγκρισης. Σκηνοθεσία εκλογικά αποτελεσματική. Τρία χρόνια μετά, με πυκνά γεγονότα να φουσκώνουν τον ποταμό του χρόνου, μια «ηρεμία βεβαιότητας», ως προς την προσεχή νέα νίκη της ΝΔ, καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις.
Αν μέσα στη διάρκεια αυτών των τριών χρόνων οι μεταρρυθμίσεις δεν άνθισαν, η ανάγκη τους όσο ποτέ ωρίμασε. Μένει να δούμε αν στην επόμενη φάση διακυβέρνησης η σημερινή ισορροπία εξελιχθεί σε κίνηση αλλαγών ή αν έχει η στασιμότητα ολoκληρωτικά κερδίσει τη μάχη.
Ο κ. Λευτέρης Κουσούλης είναι πολιτικός επιστήμονας.
Latest News
Η οικονομική κατάθλιψη των Ελλήνων
Η Eurostat μέσα στις στατιστικές της έρευνες που κάνει δημοσιεύει και μία για την αυτοκατάταξη κάθε χώρας ως προς το ποσοστό του πληθυσμού που θεωρεί τον εαυτό του φτωχό
Το νούφαρα του Μονέ, τα crypto και η μπανάνα…
Στο οίκο Sotheby's γράφτηκε ένα περίεργο κεφάλαιο στην ιστορία της τέχνης
Ευρωπαϊκές οικονομίες σε τροχιά αβεβαιότητας
Οι προειδοποιήσεις της ΕΚΤ αποκαλύπτουν τους λόγους της ανησυχίας για την κατάσταση των οικονομιών στις ευρωπαϊκές χώρες
Χωρίς τιμαριθμοποίηση
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση συνεχίζει να επιλέγει τον «αραμπά» του κοινωνικού αυτοματισμού
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Στις μέρες μας, το 2024 εδώ στην Ελλάδα, έχουν πάρει κεφάλι και πάλι οι απαισιόδοξοι και φοβούνται και τη σκιά τους
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Οι ίδιοι απαισιόδοξοι ανησυχούσαν πριν από τις εκλογές του 2019 για το δημόσιο χρέος και τις τράπεζες
Οι επιχειρήσεις στην εποχή των αναταράξεων
Οι περίοδοι της σταθερότητας και μιας υποτιθέμενης κανονικότητας θα γίνονται όλο και πιο σύντομες για τις επιχειρήσεις και τις οικονομίες
Το ελαιόλαδο ρίχνει τον πληθωρισμό
Σε όλες τις απότομες αλλαγές σε μια αγορά, έτσι και στο ελαιόλαδο υπάρχουν νικητές και ηττημένοι
Στην ασφάλεια των πλεονασμάτων
Το χθεσινό μήνυμα Χατζηδάκη αποτελεί μια ελάχιστη ανταπόδοση στους χτυπημένους από τη χρεοκοπία Έλληνες φορολογουμένους
Ευκαιρία εκσυγχρονισμού
Τα Κράτη-Μέλη της ΕΕ έχουν υποχρέωση μεταφοράς, έως 15 Νοεμβρίου 2024, στο εθνικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς