Γράφοντας στη φυλακή, καταδικασμένος από το φασιστικό καθεστώς, ο Αντόνιο Γκράμσι προσπάθησε να στοχαστεί τον τρόπο που μέσα σε ιδιαίτερες συγκυρίες, που χαρακτηρίζονται από το είδος βαθιάς πολιτικής κρίσης που περιγράφει ως κρίση ηγεμονίας, το πολιτικό σύστημα αναζητά λύσεις πέραν των παραδοσιακών αντιπροσωπευτικών μορφών και της κοινοβουλευτικής αλλαγής. Αυτό το περιέγραψε με τις έννοιες του «βοναπαρτισμού» και του «καισαρισμού», υποστηρίζοντας μάλιστα ότι αυτό δεν είναι απαραίτητο να πάρει τη μορφή κάποιας «χαρισματικής προσωπικότητας».
Το σχήμα αυτό θυμήθηκαν ορισμένοι αναλυτές για την Ευρώπη στην «εποχή των Μνημονίων». Οι Σεντρίκ Ντιράν και Ραζμίγκ Κεσεγιάν το χρησιμοποίησαν για να αναλύσουν πώς συμπεριφέρθηκαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί στην περίοδο της κρίσης της ευρωζώνης και ο Στάθης Κουβελάκης για να περιγράψει φαινόμενα όπως η κυβέρνηση Παπαδήμου στην Ελλάδα. Η παραπομπή ήταν ακριβώς σε συγκυρίες κοινωνικής και πολιτικής κρίσης όπου διαμορφώνονταν κυβερνήσεις και πολιτικές έξω από τους παραδοσιακούς μηχανισμούς νομιμοποίησης.
Διαβάστε επίσης – Ο Πούτιν, ο Ντράγκι και ο Μπάιντεν
Το παράδειγμα Ντράγκι
Οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία αντιμετωπίστηκαν από αρκετούς ως αρνητική εξέλιξη, υποστηρίζοντας ότι με την κατάρρευση της κυβέρνησης Ντράγκι χάθηκε μια ευκαιρία για έναν έναν ουσιαστικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Αυτό, βεβαίως, που δεν τονίστηκε στη σχετική συζήτηση ήταν ότι η κυβέρνηση Ντράγκι δεν προέκυψε μέσα από τη δημοκρατική διαδικασία των εκλογών. Ο Μάριο Ντράγκι μπορεί να έχει το «φωτοστέφανο» του σωτήρα του ευρώ με εκείνο το περίφημο whatever it takes, αλλά στην ιταλική πολιτική σκηνή ποτέ δεν διεκδίκησε να εκλεγεί σε κάποιο αξίωμα. Ούτε είναι ο ηγέτης κάποιου πολιτικού κόμματος ή έστω ρεύματος. Στις εκλογές του 2018 το όνομά του δεν περιλαμβάνονταν σε αυτά που τέθηκαν υπόψη των ιταλών ψηφοφόρων.
Ο Μάριο Ντράγκι εξελέγη πρωθυπουργός, ύστερα από μια περίοδο κρίσης και αφού στη διάρκεια της ίδιας συνόδου της Ιταλικής Εθνοσυνέλευσης η χώρα γνώρισε δύο κυβερνήσεις, υπό τον ίδιο πρωθυπουργό αλλά με διαφορετική κομματική υποστήριξη. Και έγινε πρωθυπουργός, μιας κυβέρνησης περίπου «εθνικής ενότητας», που ως ένα βαθμό τουλάχιστον επιβλήθηκε από τις οικονομικές ελίτ, χωρίς να τεθεί στη βάσανο της λαϊκής ετυμηγορίας, με σκοπό να μην χάσει η Ιταλία τα κονδύλια του «Ταμείου Ανάκαμψης», και τα οποία θεωρήθηκε ότι μπορούσαν να συνδυαστούν με μια σειρά συνολικότερων αναδιαρθρώσεων.
Προφανώς και στην περίπτωση του Μάριο Ντράγκι οι τυπικοί κανόνες της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και το γράμμα του ιταλικού συντάγματος τηρήθηκαν. Η δε παραίτησή του ήρθε μέσα από κυνικούς υπολογισμούς ορισμένων εκ των κομμάτων που στήριζαν την κυβέρνησή του και όχι από κάποια εξέγερση απέναντι στον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της εκλογής του. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η λογική των κυβερνήσεων που διαμορφώνονται εκ των υστέρων, χωρίς να έχουν τεθεί υπόψη των ίδιων των εκλογικών σωμάτων στα οποία υποτίθεται ότι εδράζεται η λαϊκή κυριαρχία, και με κριτήριο πολιτικά και οικονομικά προγράμματα που επίσης ως τέτοια δεν τέθηκαν υπόψη του εκλογικού σώματος δεν αναλογεί στην ουσία της δημοκρατικής διαδικασίας.
Προφανώς, υπάρχει ο αντίλογος ότι όλα αυτά είναι το αποτέλεσμα εκλογών που στην πραγματικότητα, βοηθούντος και ενός εκλογικού συστήματος που υποτίθεται ότι σκοπό είχε τη διαμόρφωση σταθερών κυβερνήσεων, δεν κατάφεραν να διαμορφώσουν μια κυβερνητική λύση με συνοχή και ευρύτερη λαϊκή νομιμοποίηση. Όμως, και πάλι ούτε η στρατηγική που εκπροσωπεί ο Ντράγκι, και η οποία ισοδυναμεί σε μια κατά βάση νεοφιλελεύθερη «οικονομική ορθοδοξία», τέθηκε ως τέτοια στην κρίση του εκλογικού σώματος.
Η προσπάθεια και όσο ήταν στην διακυβέρνηση και τώρα που αποχώρησε από αυτή – χωρίς και πάλι να έχει σκοπό να συμμετάσχει στη δημοκρατική εκλογική διαδικασία – ο Ντράγκι να αντιμετωπιστεί ως κάποιος που πρέπει αυτονόητα να κυβερνήσει, παραπέμπει στην «καισαρική» διάσταση που συζητήσαμε την αρχή, δηλαδή τον τρόπο που σε συγκυρίες πολιτικής κρίσης και αδυναμίας να υπάρξουν «συνεκτικές» πολιτικές αφηγήσεις αναδύονται λογικές που θεωρούν ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια εκδοχή διακυβέρνησης με «ειδικές εξουσίες» έξω και πέρα από αυτό που συνηθίζουμε να θεωρούμε δημοκρατική νομιμοποίηση (εκτός και εάν θεωρούμε «δημοκρατική νομιμοποίηση» τα όποια συγκυριακά αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων).
Όλα αυτά παραπέμπουν στην διαπίστωση ότι ακόμη και εντός της τυπικής τήρησης των κανόνων του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, μπορούμε να έχουμε μορφές διακυβέρνησης που αποπνέουν καισαρισμό και βοναπαρτισμό. Ιδίως από τη στιγμή που η οικονομία τείνει να αντιμετωπίζεται ως κάτι που είναι ένα άβατο, για το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει καμία δημοκρατική παρέμβαση, καθώς υπακούει «στους δικούς της νόμους» τους οποίους κατέχουν καλύτερα π.χ. οι κεντρικοί τραπεζίτες παρά τα εκλογικά σώματα. Ως αποτέλεσμα, όταν μια ορισμένη οικονομική πολιτική θεωρείται ότι είναι υπεράνω οποιασδήποτε κριτικής και αμφισβήτησης, σε συνδυασμό με την αδυναμία των πολιτικών και κοινωνικών ελίτ να στοχαστούν πραγματικά τη δυνατότητα εναλλακτικών «παραδειγμάτων», τότε το ενδεχόμενο τίμημα είναι η ακόμη μεγαλύτερη μετάλλαξη των «φιλελεύθερων δημοκρατιών» σε αυταρχικές μεταδημοκρατίες.
Το ανεύρετο δημοκρατικό αίτημα
Όλα αυτά μας υπενθυμίζουν ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να περιορίζεται ούτε στον φιλελευθερισμό ούτε στην τυπική κοινοβουλευτική διαδικασία. Η δημοκρατία, στον πυρήνα της, είναι πάντα η απαίτηση να μπορούν οι μάζες, το «πλήθος», δηλαδή οι υποτελείς τάξεις και ομάδες, να επιβάλλουν πολιτικές που να αντιστοιχούν στις ανάγκες και ελπίδες τους.
Πηγή: in.gr