Game of Thrones εναντίον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών: Η «μάχη» του παλιού με το νέο Χόλιγουντ
Στούντιο 100 ετών διεξάγει πολυέξοδο πόλεμο κατά ανερχόμενης υπηρεσίας streaming
Ξιφομαχία, μαγεία και ερωτικές σκηνές αξίας μισού δισεκατομμυρίου δολαρίων θα είναι διαθέσιμες σε μια μικρή οθόνη «δίπλα σας». Στις 21 Αυγούστου, η Warner Bros Discovery λάνσαρε το “House of the Dragon”, ένα spin-off της τολμηρής επιτυχίας της, “Game of Thrones”, για τη δημιουργία του οποίου, σύμφωνα με πληροφορίες χρειάστηκαν περισσότερα από 150 εκατ. δολάρια. Αμέσως μετά, την 1η Σεπτεμβρίου, το Amazon Prime Video θα κυκλοφορήσει το “The Rings of Power”, ένα πιο «ήπιο» αλλά περισσότερο ακριβό δράμα βασισμένο στα βιβλία του «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Με τη φημολογούμενη τιμή των 465 εκατ. δολαρίων, η πρόταση της Amazon θα αποτελέσει το πιο ακριβό τηλεοπτικό έργο που έχει γυριστεί ποτέ.
Οι δύο αυτές κυκλοφορίες, οι οποίος θα γίνουν σχεδόν ταυτόχρονα, θα προκαλέσουν μια επική μάχη τηλεθέασης. Αποτελούν, όμως, και μέρος ενός μακροχρόνιου πολέμου που φέρνει αντιμέτωπα τα παλιά στούντιο του Χόλιγουντ με τους νέους ανερχόμενους του streaming. Η Warner Bros, ένα από τα πιο σημαντικά κινηματογραφικά στούντιο της Αμερικής, θα γιορτάσει τα 100α της γενέθλια το επόμενο έτος. Η Amazon, η οποία βγάζει τα χρήματά της από το ηλεκτρονικό εμπόριο και το cloud computing, ξεκίνησε την υπηρεσία video μόλις πριν από πέντε χρόνια. Με τους πολέμους για το streaming να εντείνονται, η κάθε πλευρά θεωρεί ότι διαθέτει σημαντικά προτερήματα έναντι της άλλης.
Διαβάστε επίσης: Η τηλεθέαση στις υπηρεσίες streaming ξεπέρασε την παραδοσιακή τηλεόραση στις ΗΠΑ
Τον τελευταίο καιρό, οι παλιοί κολοσσοί του Χόλιγουντ έχουν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος. Οι επενδυτές συνέρρευσαν στους ειδικούς στον τομέα του streaming, κατά τη διάρκεια των lockdown, τo 2020-21, αλλά δεν προέβησαν σε σημαντικές επενδύσεις, καθώς παρατηρήθηκε σημαντική μείωση των νέων συνδρομητών. Το Netflix, το οποίο κάποτε αναφερόταν σε μια δυνητική αγορά των 800 εκατ. νοικοκυριών, φαίνεται να έχει μείνει στάσιμο στα 220 εκατ., ενώ, φέτος, η τιμή της μετοχής του σημείωσε πτώση 60%. Στις 10 Αυγούστου, το παλιό Χόλιγουντ διεκδίκησε συμβολική νίκη, όταν η Disney ανακοίνωσε ότι ξεπέρασε το Netflix με 221 εκατ. συνδρομές streaming. Ο αριθμός αυτός διπλασιάζει τους συνδρομητές στις διάφορες υπηρεσίες της Disney και αγνοεί το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς βρίσκονται σε χώρες με χαμηλές αμοιβές, όπως η Ινδία. Ωστόσο, η επιτυχία της Disney έχει εξαλείψει κάθε αμφιβολία ότι τα «ολοένα και γηραιότερα» στούντιο μπορούν να μπουν και πάλι στο παιχνίδι του streaming.
Οι «βετεράνοι» του Χόλιγουντ επικεντρώνονται και πάλι στην αύξηση του κέρδους, μετά από δύο χρόνια κατά τα οποία ασχολούνταν, κυρίως, με το κυνήγι συνδρομητών. Εκτόξευση απωλειών θα σημειωθεί, φέτος, και στη Disney +, την κύρια υπηρεσία streaming της Disney, πριν την αύξηση των κερδών της το 2024. Ενδεχόμενη απότομη αύξηση των τιμών, η οποία θα ξεκινήσει τον Δεκέμβριο, θα συμβάλει, επίσης, στην αύξηση αυτή. Σε πρόσφατη κλήση για τα κέρδη, ο Ντέιβιντ Ζάσλαβ, ο νέος CEO της Warner, άσκησε κριτική στην παλιά προσέγγιση «ξοδεύω, ξοδεύω, ξοδεύω και μετά χρεώνω πολύ λίγα». Η Warner θα επιδιώξει η δραστηριότητά της στο streaming να παράγει ακαθάριστα λειτουργικά κέρδη ύψους 1 δισ. δολαρίων μέχρι το 2025, πρόσθεσε ο ίδιος. «Αν επιτευχθεί αυτό, δεν θα με ενδιαφέρει πραγματικά ποιος θα είναι ο αριθμός [των συνδρομητών]… Θέλουμε να είμαστε σίγουροι ότι θα πληρωθούμε».
Τα «παραδοσιακά» είδη media θα διαδραματίσουν, επίσης, σημαντικό ρόλο. Οι κινηματογράφοι, τα έσοδα των οποίων μειώθηκαν κατά 80%, σε παγκόσμιο επίπεδο, το 2020, είναι και πάλι ανοιχτοί. Το box office εξακολουθεί να μην είναι αυτό που ήταν: Η Cineworld, η δεύτερη μεγαλύτερη αλυσίδα κινηματογράφων στον κόσμο, ετοιμάζεται να υποβάλει αίτηση χρεοκοπίας, σύμφωνα με τη Wall Street Journal. Ωστόσο, η Paramount, κολοσσός του Χόλιγουντ, που δημιουργήθηκε πριν 110 χρόνια, καθυστέρησε την κυκλοφορία του “Top Gun: Maverick”, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, και ανταμείφθηκε, τον Μάιο, με εισπράξεις που ξεπέρασαν το 1 δισ. δολάρια. Η Warner, η οποία, το 2021, κυκλοφόρησε όλες τις ταινίες της στην πλατφόρμα streaming ταυτόχρονα με την προβολή τους στους κινηματογράφους, επέστρεψε και πάλι στις αποκλειστικές προβολές στις οθόνες.
Τα θεματικά πάρκα γέμισαν ξανά, με αυτά της Disney, στην Αμερική, να σημειώνουν έσοδα και περιθώρια ρεκόρ. Ακόμη και η μετάδοση μέσω τηλεόρασης -η οποία είχε υποτιμηθεί σημαντικά, τον τελευταίο καιρό – μοιάζει με σχετικά ασφαλές καταφύγιο, δεδομένης της δυσκολίας του streaming, σήμερα. «Διαθέτουμε, ουσιαστικά, τέσσερις, πέντε ή έξι ταμειακές μηχανές», δήλωσε ο Ζάσλαβ στους επενδυτές. «Και σε έναν κόσμο όπου τα πράγματα αλλάζουν και επικρατεί μεγάλη αβεβαιότητα και πολλές διαταραχές, κάτι τέτοιο είναι πολύ πιο σταθερό και πολύ καλύτερο από το να διαθέτουμε μία μόνο ταμειακή μηχανή».
Διαβάστε επίσης: Walt Disney: Ξεπέρασε σε αριθμό συνδρομητών διεθνώς το Netflix
Αυτό το επιχείρημα ενδεχομένως να είναι πειστικό εναντίον μίας νεοφυούς σαν τη Netflix, η οποία εξαρτάται εξ ολοκλήρου από το streaming. Το πρόβλημα για το παλιό Χόλιγουντ είναι ότι ορισμένοι από τους νέους ανταγωνιστές του έχουν ακόμη μεγαλύτερες ταμειακές μηχανές, oι οποίες παρουσιάζουν μεγαλύτερη ποικιλία. Παρόλο που ο δρόμος της Warner προς το κέρδος θα περιλαμβάνει δραστικές περικοπές -έχει ήδη καταργήσει την υπηρεσία ειδήσεων streaming, CNN+, και τις ημιτελείς παραγωγές, όπως το “Batgirl”- η Amazon δεν δείχνει κανένα σημάδι ότι «θα σφίξει το ζωνάρι της». Εκτός από το πλούσιο “Rings of Power”, αγόρασε, πρόσφατα, και τη Metro Goldwyn Mayer, το στούντιο πίσω από τον “James Bond”, έναντι 8,5 δισ. δολαρίων, απέκτησε δικαιώματα στο αμερικανικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, National Football League, αξίας, σύμφωνα με πληροφορίες, 1 δισ. δολαρίων, σε ετήσια βάση, και επέκτεινε τη διεθνή παραγωγή της με την προσθήκη περιεχομένου από τη Νιγηρία. Η Morgan Stanley, επενδυτική τράπεζα, εκτιμά ότι η Amazon θα δαπανήσει 16 δισ. δολάρια για περιεχόμενο media, φέτος, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου θα αποτελείται από βίντεο. Αυτό αντιστοιχεί σε περισσότερο από τα 14 δισ. δολάρια του Netflix. Το επόμενο έτος, οι δαπάνες της Amazon θα μπορούσαν να φτάσουν τα 20 δισ. δολάρια.
Σε αντίθεση με τους παλιούς κολοσσούς του Χόλιγουντ, κάποιοι νέοι streamers δεν χρειάζεται καν να βεβαιωθούν ότι πληρώνονται, σύμφωνα με τα λεγόμενα του κ. Ζάσλαβ. Το Amazon Prime Video έχει ως σκοπό να διατηρήσει τις εγγραφές στο Prime, το κύριο προτέρημα του οποίου είναι η δωρεάν παράδοση αγορών από την Amazon. Η σταθερά επεκτεινόμενη υπηρεσία ΤV+ της Apple αποσκοπεί αποκλειστικά στο να κρατήσει τους πελάτες στο σύστημα τηλεφώνων και υπολογιστών της Apple, από όπου η εταιρεία βλέπει πραγματικά κέρδη. Οι υπηρεσίες βίντεο από την Amazon και την Apple παρέχουν, επίσης, μελλοντική ακίνητη περιουσία για τη διαφήμιση, μια δραστηριότητα στην οποία και οι δύο εταιρείες φιλοδοξούν να αναπτυχθούν.
Το παλιό Χόλιγουντ αντεπιτίθεται, προσφέροντας στους θεατές μεγαλύτερα «πακέτα» περιεχομένου με μειωμένο κόστος. Η Warner πρόκειται να συνδυάσει την κύρια υπηρεσία streaming, ΗΒΟ Max, με το Discovery+, το επόμενο καλοκαίρι. Η Disney πειραματίζεται με μειωμένα πακέτα υπηρεσιών, όπως το ESPN+ και το Hulu· κάποιοι αναρωτιούνται αν η είσοδος στα πάρκα της θα μπορούσε μια μέρα να αποτελέσει μέρος ενός «μεγάλου πακέτου» της Disney.
Ωστόσο, νέοι αντίπαλοι του Χόλιγουντ «επανέρχονται και πάλι στη μάχη», προσφέροντας πακέτα διαφορετικού είδους. Το «θησαυροφυλάκιο» των βίντεο της Apple είναι πολύ μικρότερο από αυτό της Disney ή της Warner, αλλά το πακέτο “Apple One” δεν περιλαμβάνει μόνο τηλεόραση αλλά και μουσική, παιχνίδια, δυνατότητα αποθήκευσης, ειδήσεις και προγράμματα γυμναστικής. (Στα σκαριά βρίσκεται και συνδρομή για κινητά iPhone.) Παρόμοιες παροχές φέρεται να προσφέρει και η Amazon Prime. Με τα νοικοκυριά να αναζητούν τρόπους εξοικονόμησης, τέτοιου είδους συμφωνίες των media ενδεχομένως να αποδειχθούν δελεαστικές.
Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο ορισμένοι από τους παλιούς κολοσσούς του Χόλιγουντ αποφασίζουν να συνεργαστούν με τους νέους. Στις 15 Αυγούστου, η Paramount ανακοίνωσε συμφωνία με τη Walmart, κολοσσό λιανικής πώλησης, σύμφωνα με την οποία τα μέλη του Walmart+, της απάντησης του καταστήματος στην Amazon Prime, θα έχουν δωρεάν πρόσβαση στην υπηρεσία streaming Paramount+. Όπως η Amazon και η Apple, έτσι και η Walmart αντιμετωπίζει τα μέσα ενημέρωσης ως έναν τρόπο να κρατήσει τους πελάτες της στην κύρια επιχείρησή της. Πρόσφατα, πρόσθεσε τη δυνατότητα μουσικής στο πακέτο Walmart+, μέσω μιας συμφωνίας με τη Spotify, τον κορυφαίο πάροχο υπηρεσιών ροής ήχου.
Καθώς ο ανταγωνισμός για τους θεατές εντείνεται, η μάχη μεταξύ του «παλιού» και του «νέου» Χόλιγουντ αποδεικνύεται τόσο αιματηρή όσο ένα επεισόδιο του “Game of Thrones”. Για τους καταναλωτές, ωστόσο, οι οποίοι έχουν, πλέον, περισσότερες επιλογές και περισσότερες προσφορές από ποτέ, η μάχη αυτή είναι απλώς διασκεδαστική.
© 2021 The Economist Newspaper Limited. All rights reserved. Άρθρο από τον Economist το οποίο μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε με επίσημη άδεια από τον Οικονομικό Ταχυδρόμο. Το πρωτότυπο άρθρο βρίσκεται στο www.economist.com
Ο Ντόναλντ Τραμπ θα βρει τον δάσκαλό του στις αγορές ομολόγων
Αν και η δημοσιονομική ορθότητα είναι σε μεγάλο βαθμό εκτός μόδας, υπάρχουν όρια στο ύψος των δαπανών που θα ανεχθούν οι δανειστές
«Τι επιλογή έχουν;»: Οι CEO της Αμερικής προσκυνούν τον Ντόναλντ Τραμπ
Ακόμη και οι εταιρικοί αντίπαλοι του εκλεγμένου προέδρου σπεύδουν να τον αγκαλιάσουν στο Mar-a-Lago
Η εκπληκτική επιτυχία των προγραμμάτων διάσωσης της Ευρωζώνης - Το παράδειγμα της Ελλάδας
Καθώς το κόστος δανεισμού της Ελλάδας πέφτει στα γαλλικά επίπεδα, η «περιφέρεια» του μπλοκ δείχνει την αξία της σταθερής μεταρρύθμισης
Οι μήνες του χάους και το mission impossible του νέου πρωθυπουργού στη Γαλλία
Η πολιτική κρίση έχει ήδη ένα οικονομικό τίμημα και η αβεβαιότητα σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις είναι απρόθυμες να επενδύσουν
Τα οφέλη και τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων
Μπορούμε να αντλήσουμε σημαντικά διδάγματα από την ποικίλη εμπειρία του Ηνωμένου Βασιλείου
Γιατί οι «εξαιρετικές οικονομίες» απαιτούν και μια... εξαιρετική ευελιξία
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να προσαρμόσουν τις προσεγγίσεις τους, μεταξύ άλλων μέσω προληπτικών διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση Τραμπ