Εάν κάτι μπορεί να πει κανείς για τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ είναι ότι άλλαξε σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από όσο μπορούμε να φανταστούμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Ιδίως όταν τα βλέπουμε μέσα από έναν φακό και πάνω σε μια οθόνη.
Το «αλφάβητο» του κινηματογράφου δεν ήταν ίδιο, πριν και μετά τον Γκοντάρ. Αρκεί να κάνετε τον κόπο να ξαναδείτε κάποιες από τις ταινίες του. Θα δείτε πώς εκεί προσφέρονται κινηματογραφικοί τρόποι που ο καθένας τους θα έχει μετά τη δική του διαδρομή. Από τη φωνή που έρχεται εκτός πλάνου, διπλασιάζοντας ουσιαστικά τα σημεία αναφοράς του θεατή, έως τις διαρκείς τεχνικές «μπρεχτικής» αποστασιοποίησης όπως οι εμβόλιμοι σχολιασμοί ή τα γραπτά μηνύματα, τα μακρόσυρτα τράβελινγκ, τη συζήτηση της ταινίας μέσα στην ίδια την ταινία.
Και τα έκανε όλα αυτά έχοντας ταυτόχρονα ένα καταπληκτικό κινηματογραφικό βλέμμα. Λίγοι άνθρωποι στην ιστορία του σινεμά μπορούσαν να χτίσουν πλάνα όπως ο Γκοντάρ, να απαθανατίσουν πρόσωπα και να κάνουν κινηματογραφικά βλέμματα να στοιχειώσουν τη δική μας ματιά και τη δική μας σκέψη. Άλλωστε, γνώριζε καλά και την ιστορία του σινεμά και όλες τις συμβάσεις του και ταυτόχρονα μπορούσε να τις υπονομεύσει.
Πάνω από όλα ο βαθιά στρατευμένος και ακόμη πιο βαθιά μαρξιστής Γκοντάρ πίστευε στην Τέχνη ως διαρκή επανάσταση. Όχι μόνο με την έννοια της πολιτικής στράτευσης, παρότι ήξερε ποια είναι η σωστή πλευρά του χαρακώματος – «εγώ μιλάω για αλληλεγγύη στους εργάτες και στους φοιτητές και εσείς μιλάτε για τράβελινγκ και γκρο πλαν, είστε ηλίθιοι» θα πει σε όσους αντιδρούσαν στην πρότασή του να διακοπεί το Φεστιβάλ των Καννών εν μέσω Μάη του 1968 – αλλά στη διαρκή δημιουργική του ανησυχία.
Σκεφτείτε πώς μαζί με τον Τρυφώ και τα «400 χτυπήματα» ξεκινά ουσιαστικά τη Νουβέλ Βάγκ με την εκρηκτική φρεσκάδα του «Με κομμένη την ανάσα», για να προχωρήσει μέσα σε ελάχιστα χρόνια σε έναν εντυπωσιακό όγκο εξαιρετικών ταινιών που άλλαξαν την ίδια την κινηματογραφική γλώσσα. Και μέσα σε όλα ο ίδιος να αλλάζει, να εξελίσσεται, ταινία την ταινία.
Και ενώ φαίνεται να φτάνει το 1967 (είναι μόλις 37 ετών ας μην το ξεχνάμε) σε μια κορύφωση της κλασικής «γκονταρικής» αισθητικής και στράτευσης με το Weekend, κάτι που υπογραμμίζει και ο ίδιος με την κάρτα τέλους που γράφει “Fin de cinema” (Τέλος του κινηματογράφου), σπεύδει μετά σε μια από τις πιο τολμηρές κινηματογραφικές «αυτοκριτικές», με τις ταινίες που γυρίζει σε συνεργασία με τον Ζαν Πιερ Γκορέν ως «Ομάδα Τζίγκα Βέρτοφ» (φόρος τιμής στον μεγάλο Σοβιετικό σκηνοθέτη) προσφέρονται εντυπωσιακά στοχαστικά «στρατευμένα» κινηματογραφικά δοκίμια, με αποκορύφωμα το Tout va bien. Και θα συνεχίσει να γυρίζει ταινίες και τα επόμενα χρόνια, πάντα με μια ξεχωριστή πρωτοτυπία.
Η επίδραση του Γκοντάρ ήταν τεράστια στο σινεμά που γυρίστηκε μετά από αυτόν. Άλλοι είδαν στο έργο του τη δυνατότητα ενός μεγαλύτερου ρεαλισμού και φρεσκάδας, άλλοι τη δυνατότητα αξιοποίησης των πιο «μπρεχτικών πλευρών» του, άλλοι αντέγραψαν, περισσότερο ή δημιουργικά τα πλάνα του, ή τον τρόπο που μπορούσε να κάνει όσες και όσους ηθοποιούς πέρασαν από τις ταινίες του να δίνουν ερμηνείες αξέχαστες. Άλλοι προσπάθησαν πολύ πιο δημιουργικά να φτιάξουν τη δική τους γλώσσα. Για να δώσω ένα απλό παράδειγμα: θα μπορούσε να υπάρχει ο Τζάρμους εάν δεν είχε υπάρξει ο Γκοντάρ;
Όμως, ο πυρήνας του έργου του παρέμεινε ανεπανάληπτος. Σε τελική ανάλυση, ποιος άλλος θα μπορούσε να προσπαθήσει να κάνει κινηματογραφική εικόνα τη θεωρία του Αλτουσέρ για την ιδεολογία, όπως έκανε περίπου στους «Αγώνες στην Ιταλίας» του 1970;
Γνωρίζω καλά ότι υπάρχει μια τάση να θεωρείται ο «υψηλός μοντερνισμός» που εκπροσωπούν οι ταινίες του Γκοντάρ ως κάτι το σημαντικό μεν, ξεπερασμένο πλέον. Και είναι αλήθεια ότι στην εποχές των πλατφορμών που κάνουν στρίμινγκ, ταινίες που ήταν φτιαγμένες για την κινηματογραφική αίθουσα και που απαιτούν μια σκέψη και προσήλωση, μπορεί να φαντάζουν στοιχεία του παρελθόντος. Όμως, υπογραμμίζουν ότι υπήρξε μια εποχή που κάποιοι άνθρωποι πίστεψαν ότι μπορούσε το σινεμά να κάνει τους ανθρώπους να σκεφτούν και να επαναστατήσουν.
Ότι νοσταλγούμε εκείνη την εποχή ίσως να είναι ακριβώς το πρόβλημα της δικής μας εποχής.
Latest News
Το νούφαρα του Μονέ, τα crypto και η μπανάνα…
Στο οίκο Sotheby's γράφτηκε ένα περίεργο κεφάλαιο στην ιστορία της τέχνης
Ευρωπαϊκές οικονομίες σε τροχιά αβεβαιότητας
Οι προειδοποιήσεις της ΕΚΤ αποκαλύπτουν τους λόγους της ανησυχίας για την κατάσταση των οικονομιών στις ευρωπαϊκές χώρες
Χωρίς τιμαριθμοποίηση
Στην Ελλάδα η κυβέρνηση συνεχίζει να επιλέγει τον «αραμπά» του κοινωνικού αυτοματισμού
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Στις μέρες μας, το 2024 εδώ στην Ελλάδα, έχουν πάρει κεφάλι και πάλι οι απαισιόδοξοι και φοβούνται και τη σκιά τους
Ο θρίαμβος των αισιόδοξων
Οι ίδιοι απαισιόδοξοι ανησυχούσαν πριν από τις εκλογές του 2019 για το δημόσιο χρέος και τις τράπεζες
Οι επιχειρήσεις στην εποχή των αναταράξεων
Οι περίοδοι της σταθερότητας και μιας υποτιθέμενης κανονικότητας θα γίνονται όλο και πιο σύντομες για τις επιχειρήσεις και τις οικονομίες
Το ελαιόλαδο ρίχνει τον πληθωρισμό
Σε όλες τις απότομες αλλαγές σε μια αγορά, έτσι και στο ελαιόλαδο υπάρχουν νικητές και ηττημένοι
Στην ασφάλεια των πλεονασμάτων
Το χθεσινό μήνυμα Χατζηδάκη αποτελεί μια ελάχιστη ανταπόδοση στους χτυπημένους από τη χρεοκοπία Έλληνες φορολογουμένους
Ευκαιρία εκσυγχρονισμού
Τα Κράτη-Μέλη της ΕΕ έχουν υποχρέωση μεταφοράς, έως 15 Νοεμβρίου 2024, στο εθνικό δίκαιο της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς
Εκτός κυβερνητικού ραντάρ…
Ο τομέας μπορεί να προοδεύει την τελευταία τριετία, αλλά η παραγωγικότητά του μειώνεται