Δύο βαθμίδες κάτω από την επενδυτική, διατήρησε ο οίκος Fitch την ελληνική πιστοληπτική αξιολόγηση, διατηρώντας και το θετικό outlook.
Όπως εξηγεί η Fitch στην έκθεση που αιτιολογεί την απόφασή της το υψηλό χρέος και τα κόκκινα δάνεια, αντιστάθμισαν τα θετικά στοιχεία που θα δικαιολογούσαν αναβάθμιση.
Διαβάστε επίσης – Moody’s: «Φρενάρει » η ελληνική οικονομία το 2023 – Τι λέει για τις εκλογές
Οι λόγοι για την απόφαση
Οπως εξηγεί ο οίκος, το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα ξεπερνά κατά πολύ τους μέσους όρους των κρατών που βρίσκονται στις βαθμίδες «BB» και «BBB». Οι αξιολογήσεις σε ότι αφορά τη διακυβέρνηση και τους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης είναι επίσης από τους υψηλότερους μεταξύ των κρατών που βρίσκονται κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Αυτά τα πλεονεκτήματα, όμως, αντισταθμίζονται από το πολύ υψηλό, αν και μειούμενο με ταχείς ρυθμούς, επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και από τα υψηλά επίπεδα δημόσιου και εξωτερικού χρέους.
Οι θετικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την αναμενόμενη συνέχιση της μείωσης του χρέους του δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο του ακόμη χαμηλού κόστους δανεισμού, και ενός επιπέδου ανθεκτικότητας της ελληνικής οικονομίας, παρά την επιδείνωση των προοπτικών στην ευρωζώνη τους τελευταίους μήνες.
Οι προβλέψεις της Fitch για τα δημοσιονομικά δείχνουν σταθερή μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ έως το 2024. Συγκεκριμένα αναμένει υποχώρηση του δημοσίου χρέους στο 175,4% έως το τέλος του 2022, χαμηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα, και κάτω από το 193,3% στο τέλος του 2021.
Στη συνέχεια, ο δείκτης θα μειωθεί στο 174,4%, για να φτάσει στο 170,4% στο τέλος του 2024, καθώς θα υπάρξει επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα.
Το δημόσιο χρέος το 2024 εξακολουθεί να εκτιμάται πως θα συγκαταλέγεται στα υψηλότερα μεταξύ των χωρών που αξιολογεί η Fitch και τριπλάσιος των χωρών με αξιολόγηση «BB».
Παράλληλα, ο οίκος επισημαίνει πως υπάρχουν παράγοντες που στηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους. Το απόθεμα ρευστότητας της Ελλάδας είναι σημαντικό (προβλέπεται ότι θα είναι κοντά στο 17% του ΑΕΠ στο τέλος του έτους), ενώ η ευνοϊκή δομή του μεγαλύτερου τμήματος του ελληνικού χρέους σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του είναι χαμηλό και τα χρονοδιαγράμματα απόσβεσης είναι διαχειρίσιμα.
Οι προτεινόμενες αλλαγές από τη Eurostat θα οδηγήσουν τις εγγυήσεις προς τις τράπεζες μέσω του «Ηρακλή» να συμπεριληφθούν στο χρέος γενικής κυβέρνησης. Αυτό θα αυξήσει το ύψος του χρέους κατά 13,8 δισ. ευρώ (8,8% του προβλεπόμενου ΑΕΠ για το 2022).
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν περαιτέρω τους τελευταίους τρεις μήνες, με την απόδοση του 10ετούς να βρίσκεται λίγο κάτω από το 5,0% στα τέλη Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, ο λόγος τόκων προς έσοδα θα αυξηθεί μόνο σταδιακά σε περίπου 6% το 2024. Η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους είναι από τις μεγαλύτερες, περίπου στα 19 έτη. Επιπλέον, τα επιτόκια είναι ως επί το πλείστον σταθερά, περιορίζοντας τον αντίκτυπο των αυξήσεων των επιτοκίων.
Έλλειμμα
Το καθαρό κόστος των μέτρων κρατικής στήριξης για την άμβλυνση των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης είναι περίπου 4,5 δισ. ευρώ (περίπου 2,2% του προβλεπόμενου ΑΕΠ). Το ακαθάριστο ποσό της στήριξης είναι περίπου τέσσερις φορές υψηλότερο, αλλά αντισταθμίζεται από έναν μηχανισμό επιστροφής (clawback) που αφορά τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας.
Η αύξηση εσόδων και η άρση των μέτρων στήριξης για την πανδημία οδηγούν το έλλειμμα γενικής κυβέρνησης φέτος χαμηλότερα, στο 4,5% του ΑΕΠ από 7,4% το 2021.
Το σχέδιο προϋπολογισμού του 2023 προβλέπει μέτρα με κόστος που εκτιμάται από την κυβέρνηση στα 3,2 δισ. ευρώ (περίπου 1,5% του προβλεπόμενου ΑΕΠ). Το ασθενέστερο μακροοικονομικό περιβάλλον και τα νέα μέτρα που αυξάνουν το έλλειμμα οδηγούν υψηλότερα τις προβλέψεις του οίκου για το έλλειμμα, στο 3,5% του ΑΕΠ, από 2,4% τον Ιούλιο.
Με την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας το 2024, το έλλειμμα θα μειωθεί στο 2,3%.
Οι προβλέψεις του οίκου κάνουν λόγο για πρωτογενές έλλειμμα τόσο φέτος όσο και το 2023 (-2,2% και -0,9% του ΑΕΠ, αντίστοιχα), που στη συνέχεια θα «γυρίσει» σε μικρό πλεόνασμα το 2024.
Το σχέδιο προϋπολογισμού της κυβέρνησης προβλέπει επιστροφή σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023. Οι πιο απαισιόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις της Fitch προκαλούν αυτή την απόκλιση. Ένας βασικός κίνδυνος για τα δημόσια οικονομικά είναι ότι οι υψηλότερες από τις αναμενόμενες τιμές ενέργειας θα οδηγήσουν σε περαιτέρω αυξήσεις επιδοτήσεων, ιδίως ενόψει των εκλογών που θα πραγματοποιηθούν έως τον Ιούλιο του 2023.
Η ανάπτυξη
Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με έντονο ρυθμό το πρώτο εξάμηνο του έτους, με το πραγματικό ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 8,4% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους. Οι μακροοικονομικές προοπτικές επιδεινώθηκαν απότομα τους τελευταίους μήνες, με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία να επιδεινώνει την άνοδο των τιμών ενέργειας και να επηρεάζει την εμπιστοσύνη, και τον υψηλό πληθωρισμό να πλήττει τα πραγματικά εισοδήματα και τη δυναμική της κατανάλωσης.
Ο οίκος πλέον αναμένει πλήρη ή σχεδόν πλήρη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ευρώπη.
Παρά την επιβράδυνση της δραστηριότητας το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ φέτος στην Ελλάδα θα είναι 5,5%.
Η οικονομική δραστηριότητα θα παραμείνει στάσιμη το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, προτού επιταχυνθεί το δεύτερο εξάμηνο. Ο οίκος σημειώνει ακόμη ότι αναμένεται αρνητικός ρυθμός ανάπτυξης για το ΑΕΠ το 2023 (-0,2%).
Η ανάκαμψη αναμένεται να εδραιωθεί περισσότερο το 2024, με σταθερή ανάπτυξη καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, που συνεπάγεται ετήσια αύξηση 1,8%.
Latest News
Πώς σχολιάζει το υπουργείο Οικονομίας την έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα
Η Ελλάδα κλείνει την ψαλίδα με την Ευρώπη
Κομισιόν για Ελλάδα: Ανάπτυξη 2,1% και πληθωρισμός 3% το 2024 – Πόσο θα μειωθεί το χρέος έως το 2026
Οι επενδύσεις προβλέπεται να επιταχυνθούν περαιτέρω, φτάνοντας στο υψηλότερο επίπεδο κοντά στο 9% το 2025, κατά την Κομισιόν